Ά, να, ήρθες πάλι εσύ με την αόριστη γοητεία
Μέσα στον ύπνο μου ολοζώντανος
Για να ταράξεις αυτή την ξεχασμένη μνήμη.
Το πρόσωπό σου κομμάτι ωχρό
Μέσα στο μωβ της νύχτας και τα δάχτυλα πάνω στο πρόσωπό μου.
Στεκόμασταν ανάμεσα σε γη και ουρανό
Κι ήταν τα σύννεφα βαριά
Φοβόμουν πως θα βρέξει
Πως δεν θα δυνηθώ να σε κρατήσω.
Όμως το ρολόι χτύπησε μεσάνυχτα
Και μπήκαμε στο καφενείο που πηγαίναμε μαζί.
Με τύλιξε η ευωδία των σωμάτων
Και με τη θέρμη των για μια στιγμή έρχονταν
Αισθήματα, λέξεις, αγγίγματα στην πλάτη
Στους γοφούς, στα στήθη τα ιδρωμένα
Βλέμματα που έλαμπαν στους καθρέφτες.
“Φαίνεσαι κουρασμένος” παρατήρησα, κι έγειρε στο πλάι.
“Υπέφερα πολύ”, απάντησε. “Αυτό ουδείς το ενθυμείται”.
Οι πρώτες σταγόνες τρύπησαν τη μορφή του
Που έλιωσε στην υγρασία.
Ο αέρας σκόρπισε τη φωνή του
Κι έμεινε μόνο το ψεύδισμα πάνω στο νερό.
“Επέστρεφε”, ψιθύρισα, “επέστρεφε και παίρνε με
Αγαπημένε ποιητή. Δεν ξέρω τι να κάνω
Σ’ αυτή την ερημιά
Όπου μόνο η θάλασσα ακούγεται
Ό άνεμος και τα πουλιά
Που με περιτριγυρίζουν.
Επέστρεφε και παίρνε με
Όταν το σώμα ενθυμείται
Και η ψυχή επιθυμεί
Του μνήματος τη θεία ησυχία.
Ο κόσμος βούλιαξε στο πένθος
Μαύρα κοράκια σπρώχνονται
Στην πόρτα του αιώνα.
Επέστρεφε και παίρνε με
Εσύ ξέρεις τι θα πει ορφάνια.
Θα επιστρέψω φωτεινός
Ποιήματα 1993 - 1999, εκδ. Άγρα, 2000
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου