ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΤΟΥ ΜΥΘΟΥ
Μέσα στη νύχτα ξαναρχίζει η μάχη. Χρειάζεται να παλέψουμε όχι μονάχα με το θάνατο, μα και με το σκοτάδι, που είναι σκληρό σαν ένας όγκος αδιαπέραστος. Τη νύχτα η μάχη είναι σύντομη. Σερνόμαστε στην αρχή σαν πεθαμένοι, κρατάμε σφιχτά την αναπνοή μας, τι αγωνία, τι πάλη με το σώμα μας, ώσπου να φτάσουμε κοντά στους ανθρώπους που πρέπει να σκοτώσουμε. Όμως πού πάμε, είμαστε τυφλοί, έχουμε έναν τρόμο πρωτόγονο στο αίμα μας. Ακουμπάμε στη γη κι ανατριχιάζουμε. Μας αγγίζει ένα κλαδί και τρέμουμε. Όλα είναι χέρια θανάτου που υψώνουνται να μας χτυπήσουν, μάτια θανάτου που μας κοιτάζουν επίμονα. Πλησιάζουμε αθέατοι, ορμούμε πάνου στους άλλους ανθρώπους που πρέπει να σκοτώσουμε, η λόγχη τρυπάει την τρομαγμένη σάρκα. Βουβή πάλη μέσα στη νύχτα του ενός κορμιού με το άλλο. Κι έπειτα οι γοερές κραυγές εκείνων που πεθαίνουν, οι φωνές εκείνων που καλούν τους συντρόφους των. Η ατμόσφαιρα γεμάτη τρόμο και φρίκη. Κι έπειτα παντού, μια σιωπή θανάτου.
Το δάσος γύρω μας φαίνεται ατέλειωτο. Τα δέντρα, τρομαγμένα, μόλις τολμούν να κοιτάξουν το φως που άναψε κάποιος. Κι η νύχτα δεν είναι πια τυφλή, έχει ένα κίτρινο μάτι που κλαίει για ό,τι βλέπει. Μαύρη είναι η γη, ωσάν απ' τα πρόσωπά μας να χύνεται ένα μαύρο υγρό στο έδαφος. Μερικοί στρατιώτες μαζεύουνται γύρω στο φως κι είναι σαν κίτρινες σκιές που τρέμουν σε μια σκοτεινή επιφάνεια. Οι άλλοι μένουμε κλεισμένοι στο μαύρο φέρετρο της νύχτας, που το κάρφωσαν γερά με μεγάλα καρφιά. Και κανείς δε γνωρίζει το πρόσωπό του, ίσως γιατί κανείς μας δεν έχει πρόσωπο. Όμως για να υπάρχεις χρειάζεσαι ένα όνομα, έναν τίτλο, μια θέση, διαφορετικά είσαι σαν ένα σπίτι χωρίς αριθμό: Κανείς δεν ξέρει τις λεπτομέρειες απ' το σώμα του, το σχήμα του προσώπου του, το σχήμα απ' το μέτωπό του, το χρώμα απ' τα μάτια του. Πέρασε τόσος καιρός που δεν τα κοιτάξαμε και τα ξεχάσαμε. Κι αν τα βλέπαμε ακόμα, δε θα τα αναγνωρίζαμε, γιατί έχουν τόσο πολύ αλλάξει. Τα χέρια είναι κολλημένα στο σώμα, ακίνητα, κοιμισμένα μέσα στις τσέπες, κρέμουνται σαν ηλίθια απ' τους ώμους. Τα βήματα είναι σαν ψεύτικα, τρομάζουν να πατήσουν τη γη, που τα δέχεται χωρίς αντίσταση.
Οι σκιές κάτου απ' τα δέντρα πραγματοποιούν τερατώδη σχήματα, καταστρέφουν την πραγματικότητα. Γιατί αυτός ο άνθρωπος άναψε ένα φως; Για να κοιτάξει τον εαυτό του ή να βρει έναν άλλο; Υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους και συναντούν το κενό, που ψάχνουν να βρουν τον άλλο και συναντούν πάλι το κενό. Το φως πέφτει απ' τα χέρια, πολλά πόδια το πατούν κι όλοι χάνουνται μέσα στο σκοτάδι. Κι αυτός που κρατούσε το φως ανακατώθηκε πάλι με τους άλλους σα να μην υπήρξε ποτέ. Το δάσος γεμίζει ξανά από μια ανατριχίλα θανάτου. Η νύχτα προχωρεί αργά σα να σέρνεται μέσα στην ψυχή μας. Πολλοί αποκοιμούνται κάτου απ' τα δέντρα. Το ένα πρόσωπο ακουμπάει στη νύχτα του άλλου προσώπου.
Σε ποιον να μιλήσω, αφού καταλαβαίνω ότι η ομιλία μου δε βγαίνει από στόμα. Είμαστε οι νεκροί που καβαλάμε το νεκρό εαυτό μας. Πάνου σ' αυτή τη γη μάς κρατάει σαν καρφωμένους ο θάνατος. Αυτές οι λασπωμένες εκτάσεις έγιναν το φέρετρό μας. Δεν μπορώ να κοιτάξω τον ουρανό. Βλέπω με αηδία τον ευατό μου κι όμως βυθίζουμαι πιο πολύ στη λάσπη. Γύρω μου κάποτε είναι σα να μην υπάρχει τίποτα άλλο απ' τη σκιά μου. Οι άνθρωποι πηγαίνουν στη γραμμή, ο ένας πίσω απ' τον άλλο, προς το θάνατο, κατάντησαν το μόριο της σκόνης του κάθε δρόμου. Σκοτώνουν και σκοτώνουνται χωρίς να θέλουν. Ο πόλεμος είναι ένα έγκλημα που γίνεται με ένδυμα επίσημο και μ' όλα τα παράσημα στο στήθος. Το χρυσάφι και ο πόλεμος, ο πόλεμος και το χρυσάφι αυτή είναι η ιστορία ως τώρα του κόσμου. Όμως αυτός ο πόλεμος είναι δίκαιος. Πολεμάμε για να μην υποφέρει ο άνθρωπος απ' τον άνθρωπο, να μη σκοτώνει ο άνθρωπος τον άνθρωπο, πολεμάμε για να μην υπάρχει ο πόλεμος, να μην υπάρχει στον κόσμο κανένας φασισμός, να μην υπάρχουν δικτάτορες, να απαλλαγεί απ' τη δικτατορία η χώρα μας. Κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άνθρωπο, όχι απέναντι στο Θεό. Σάπισε το κορμί μας απ' τη βροχή. Λιώνουν τα πόδια μας μέσα στη λάσπη. Θα τα κόψουν και θα μείνουμε σαν τα παιδιά που δεν μπορούν να περπατήσουν. Όλοι, αν βαστάξει ο πόλεμος, θα έχουμε ξύλινα πόδια κι όπως τη νύχτα θα περπατάμε σ' ένα δρόμο λιθόστρωτο, θ' ακούγεται ένας κρότος ξερός, όπως όταν περπατάει κανείς σ' ένα δάσος έρημο το φθινόπωρο. Γύρω μας πάντα μια μουχλιασμένη μέρα θανάτου, μια παγωμένη νύχτα θανάτου. Είναι δίκαιος αυτός ο πόλεμος. Έπρεπε να πολεμήσουμε. Να κάνουμε το χρέος μας απέναντι στον άνθρωπο...
Άνθρωποι του μύθου. Τετράδια από τον πόλεμο της Αλβανίας, Εκδόσεις Σαλίβερου, Αθήνα 1946
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΧΩΡΙΣ ΙΘΑΚΗ
(αποσπάσματα)
[...] Με συγχωρείτε, τόση ώρα σας μιλώ και ξέχασα να συστηθώ. Όμως, σας προειδοποίησα, εδώ έχουμε καταργήσει τους τύπους. Ονομάζομαι Οδυσσέας. Μπορούσε να λέγομαι Πλάτων ή Αλέξανδρος. Τα ονόματα είναι ολωσδιόλου άσχετα μ’ αυτό που είμαστε ή δεν είμαστε. Πάντως είναι πολύ ενοχλητικό να έχει κανείς ένα γνωστό όνομα. Βλέπω ότι αρχίσατε να με κοιτάζετε περίεργα. Σα να είμαι ένα πρόσωπο μυθιστορήματος που διαβάζετε τ’ όνομά του στην πρώτη ή την τελευταία σελίδα, μια σκέψη του, μια πράξη του κι ερεθίζεται η περιέργειά σας να γνωρίσετε τη ζωή του, τις σκέψεις του, τις πράξεις του, τα πάθη του, τις αδυναμίες του. Σας δικαιολογώ απόλυτα. Πάντα βρίσκει κανείς κάτι από τον εαυτό του στα πρόσωπα ενός μυθιστορήματος. Η περιέργειά σας με κολακεύει. Έπειτα δεν είναι ανάγκη να σας πω ότι η ζωή και του πιο ασήμαντου προσώπου έχει κάποιο ενδιαφέρον. Είμαι λοιπόν ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να κατοικεί σ’ οποιοδήποτε μέρος της γης, ακόμα και στην Ιθάκη, ευτυχώς ένας άνθρωπος και προσθέτω, γιατί αυτό μπορεί ακόμα να σας ενδιαφέρει, ότι δεν είναι πολύς καιρός που γύρισα από τον πόλεμο, από έναν οποιοδήποτε πόλεμο. Όμως ίσως η Ιθάκη να είναι ένα νησί φανταστικό, ανύπαρκτο, που το νειρευόμαστε, και το ταξίδι της επιστροφής, το θέαμα κι η γνώση του κόσμου. Πάντως, αγαπητέ μου Κύριε, δεν έχω καμιάν αντίρρηση να ικανοποιήσω την περιέργειά σας. Τί περίεργο αλήθεια να μην κατορθώνουμε να κρατήσουμε κανένα μας μυστικό μόνο για τον εαυτό μας! Είστε άλλωστε ένας άνθρωπος, μην το θεωρήσετε κολακεία, που μου γέννησε, από την πρώτη στιγμή, εμπιστοσύνη. Μπορεί λοιπόν να μιλήσω ελεύθερα μαζί σας. Συνήθως προσπαθώ να γνωρίσω τους άλλους προσφωνώντας τους με κάποιον υποθετικό τίτλο κι ανάλογα με τις αντιδράσεις που παρουσιάζουν, βγάζω τα συμπεράσματά μου γι’ αυτούς. Με σας, είδατε, δε συνέβη το ίδιο. Η ιστορία μου, σας αφήνω ελεύθερο να την πιστέψετε ή να μην την πιστέψετε. Δεν μπορώ να σας βεβαιώσω ότι είναι αληθινή ή φανταστική. Σε καμιά αληθινή ιστορία δε γνωρίζουμε πού τελειώνει η αλήθεια και πού αρχίζει η φαντασία. Το ίδιο συμβαίνει και στη ζωή. Προσέξτε, ο παπαγάλος σάς κοιτάζει περίεργα. Είναι έτοιμος να σας καλωσορίσει. Ακούσατε; Δεν πρόκειται να βγάλει από το στόμα του άλλη λέξη, είναι λιγόλογος και διακριτικός όπως κι οι άνθρωποι αυτής της πολιτείας. Άλλοτε ήταν ανήσυχος, νοσταλγούσε τη μακρινή του πατρίδα, έδινε την εντύπωση ότι μονολογούσε. Έπειτα είδε ότι κανείς πια δεν τον πρόσεχε και σώπασε. Φαίνεται πέρασε η μόδα του εσωτερικού μονόλογου, αν κι ο καθένας σ’ όλη του τη ζωή δεν κάνει άλλο παρά να εκφράζει τον εσωτερικό του κόσμο. Ίσως θα μου πείτε, δεν τολμάμε πια να εξομολογηθούμε στους ανθρώπους και μας μένει μόνο ο Θεός για ν’ αποκαλύψουμε, χωρίς φόβο, τον εαυτό μας.
[...]
Ο πόλεμος συνεχιζόταν σκληρός, άγριος. Όσοι ζούσαμε ύστερα από κάθε μάχη, ανοίγαμε ένα μεγάλο λάκκο, μαζεύαμε τα πτώματα των σκοτωμένων, τα ρίχναμε μέσα, τα σκεπάζαμε με λίγο χώμα για να ’ρθουν, όταν θα ερήμωνε ο τόπος, να τα ξεχώσουν τ’ αγρίμια και να φαν τις σαπισμένες σάρκες τους. Μας έδερνε η βροχή, μας πάγωνε το κρύο, μας παρέλυε η νύστα, μας βασάνιζε η ανία και η πλήξη, ήμαστε γεμάτοι αηδία για τις πράξεις μας, δεν αναγνωρίζαμε πια τον εαυτό μας. Σ’ ολονών τα πρόσωπα μια μάσκα αγωνίας, τρέλας, απελπισίας. Γύρω μας ένα τοπίο άγριο, σκληρό, γεμάτο θάνατο, μια φύση λεπρή, απάνθρωπη. Αν σκοτωνόμουνα στον πόλεμο θα ντρεπόμουνα να παρουσιαστώ μπροστά στο Θεό. Κάθε φορά που τέλειωνε μια μάχη μισούσα τον εαυτό μου. Χανόταν μέσα μου κάθε πίστη και κάθε ελπίδα.
Πάνω σ’ όλη τη γη οι άνθρωποι δοκίμαζαν τη φρίκη του πολέμου. Οι Άγγλοι αγωνιζόνταν εγωιστικά να σώσουν το νησί τους, οι Γάλλοι έκαναν ανακωχή, αρνήθηκαν να πολεμήσουν, ίσως δεν ήταν ψυχικά προετοιμασμένοι για έναν πόλεμο με μηχανές και χωρίς ανθρώπους, ίσως να φοβήθηκαν τις μηχανές, να μη θέλαν ηρωισμούς και θυσίες. Δεν ξέρω αν είμαι δίκαιος ή άδικος μαζί τους, ούτε θέλω να συζητήσω αν έκαναν καλά ή όχι που αρνήθηκαν να πολεμήσουν. Οι Γερμανοί μπήκαν στο Παρίσι κι η Ευρώπη έχασε την ελευθερία της. Της πήραν ό,τι αιώνες αγωνίστηκε ν’ αποκτήσει. Όταν θα ξανάβρισκε κάποτε αυτό που έχασε, δύσκολα θα μπορούσε να συνεχίσει το δρόμο της. Θα υπήρχε ένα κενό ανάμεσα στο χθες και το αύριο, ένα χάος, χωρίς διέξοδο. Σακατεμένη και κομματιασμένη θ’ αναζητούσε επίμονα την ενότητα, θ’ αγωνιζόταν για μια περισυλλογή και μια επανασύνδεση με την παράδοση. Όμως ίσως να μην είχε την ίδια ένταση της πίστης στον εαυτό της, την ίδια ορμή ν’ ανανεώσει ό,τι δημιούργησε και δεν υπήρχε. Φανταστείτε το Παρίσι χωρίς ελευθερία, μια πολιτεία δίχως την ψυχή της, τη Λατινική συνοικία χωρίς την τρέλα της, τους Γερμανούς να περνάν στη γραμμή στους δρόμους και να τραγουδάν τις νίκες του μπροστά στις γυμνές δεντροστοιχίες του Σηκουάνα.
[...]
Όταν σταμάτησε ο πόλεμος ξαναγύρισα στην πόλη μας όπου κανείς δε με περίμενε. Αυτή είναι η επιστροφή του κάθε Οδυσσέα από τον πόλεμο της Τροίας ή από οποιοδήποτε πόλεμο αν και πιστεύω ότι η Πηνελόπη ήταν ένα πρόσωπο φανταστικό, κι ένα φανταστικό νησί η Ιθάκη. Όλοι οι πόλεμοι άλλωστε κι όλες οι επιστροφές είναι ίδιες. Ξαναγύρισα χωρίς καμιά νοσταλγία εκτός από τη νοσταλγία ενός άλλου εαυτού μου. Όταν ξαναγύρισε ο Οδυσσέας, για να σωθεί από τους μνηστήρες, πόσοι αλήθεια μνηστήρες υπάρχουν στις πολιτείες όταν οι άλλοι πολεμάν, τον μεταμόρφωσαν οι Θεοί σε γέρο ζαρωμένο, αδύνατο, ντυμένο με κουρελιασμένα βρώμικα ρούχα. Βγήκε στο νησί του σαν ζητιάνος που δε θα τον πρόσεχε κανείς. Ο Όμηρος έδωκε την αιώνια εικόνα του ανθρώπου που επιστρέφει κάθε φορά από τον πόλεμο.
Το φορτηγό έπλεε αργά μέσα στη νύχτα κι ο ναύτης που κρατούσε το τιμόνι έλεγε στο σύντροφό του που στεκόταν δίπλα του και περίμενε να τον αντικαταστήσει.
— Φοβάμαι ότι θα χαλάσει ο καιρός. Η ζέστη θα βγάλει αέρα ή βροχή. Μ’ ενοχλούν τρομερά οι ρεματισμοί μου. Ο πόλεμος, τον πέρασα ολόκληρο πάνω σ’ αυτό το σαπιοκάραβο, με κατάντησε μισόν άνθρωπο. Γιατί δε μας ρωτούν ποτέ αν θέλουμε να πάμε στον πόλεμο;
— Αν μας ρωτούσαν, σύντροφε, δε θα γινόνταν πια πόλεμοι. Βαρέθηκα τόσο τη ζωή που κάνω. Είναι στιγμές που νομίζω ότι θα τρελαθώ μέσα στην απέραντη ερημιά της θάλασσας. Κι εκείνη τη γυναίκα είναι σα να τη φέρνω μέσα στο κορμί μου.
— Δε βαριέσαι, όλες οι γυναίκες είναι ίδιες. Κι αν κοιμηθείς μ’ όσες υπάρχουν πάνω στη γη, πάλι θα ζητάς μιαν άλλη. Εμείς οι ναυτικοί που δεν έχουμε πατρίδα ούτε σπίτι και κάθε λιμάνι είναι πατρίδα μας, δεν μπορούμε να ζήσουμε μόνο με μια γυναίκα.
— Η ερημιά της θάλασσας είναι τόσο άγρια, σύντροφε.
— Κι όμως, αγαπάμε τη θάλασσα πιο πολύ από τον εαυτό μας. Είμαστε σαν ένα πλοίο που υπάρχει μόνο όταν βρίσκεται στο νερό. Μόλις φτάσουμε σε κάποιο λιμάνι είναι σα να πεθαίνουμε.
— Αύριο ξαναγυρίζουμε στον τόπο μας, ενώ εκατομμύρια άνθρωποι δε θα ξαναγυρίσουν. Θα μείνουν άγνωστοι σε μια μακρινή χώρα, δίχως τάφο. Ίσως ν’ αλλάξει ο κόσμος, να γίνει καλύτερος.
— Δεν το πιστεύω. Μόνο όταν οι άνθρωποι αλλάξουν ψυχή, θ’ αλλάξει ο κόσμος, σύντροφε.
— Όμως αυτός ο πόλεμος έγινε για ν’ αλλάξει ο κόσμος.
— Θα γίνουν ακόμα πολλοί πόλεμοι κι οι κόσμος θα μείνει ο ίδιος. Θ’ αλλάξει όταν εμείς τον αλλάξουμε.
[...]
Μια τέτοια νύχτα κάτω από τα ίδια άστρα ένας άντρας και μια γυναίκα ενώθηκαν, κανείς δεν ξέρει πότε, μέσα σ’ έναν μαγικό κήπο η πιο τραγική στιγμή της μοίρας μας —θα ’ταν ασφαλώς ένα μεγάλο φεγγάρι στον ουρανό— κι άρχισε η ζωή και ο θάνατος, βασίλεια και χώρες δημιουργήθηκαν και καταστράφηκαν, χάθηκε η μνήμη τους για πάντα, έγιναν πόλεμοι φοβεροί και γίνουνται, άρχισε η ιστορία του κόσμου και συνεχίζεται. Η πτώση μας ήταν ανεπανόρθωτη. Δεν υπήρχε πια κανένας δρόμος επιστροφής. Κι από τότε η ζωή και ο θάνατος εξακολουθούν να δημιουργούνται από τους πρωτόπλαστους μακριά από το φως μέσα στην απόλυτη μοναξιά σα να υπάρχει ο τρόμος κάποιας τιμωρίας για το προπατορικό αμάρτημα. Ένα δωμάτιο γεμάτο σιωπή, δυο σώματα γυμνά, ανεξάντλητα, γύρω τους τείχη αδιαπέραστα και πέρα από τα τείχη οι άλλοι άνθρωποι, η νύχτα, μια πολιτεία που κοιμάται, οι αστυφύλακες που φρουρούν, τα φώτα που νυστάζουν, οι μεθυσμένοι που τρικλίζουν, οι πόρνες που μετρούν τα βήματά τους στα σκοτεινά πεζοδρόμια. Ο έρωτας αγαπάει τη μοναξιά, έναν χώρο που δεν υπάρχουν παρά μόνο οι εραστές. Η γυναίκα περιμένει παθητικά τον έρωτα όπως η γη τη βροχή. Δεν ξέρω αν η Καλυψώ ήταν μια εξαίρεση ή ένα παράδειγμα ειλικρίνειας. Το διψασμένο σώμα της με τις στρογγυλές λαγόνες και τους μεγάλους μαστούς ικανοποιούσε τις επιθυμίες του όπως το ζώο όταν βρίσκεται στην περίοδο της γονιμότητας. Κρατούσε τον Οδυσσέα στο νησί της και δεν το άφηνε ούτε στιγμή ν’ απομακρυνθεί από το κρεβάτι της. Αμφιβάλλω αν ο Οδυσσέας ήθελε να γυρίσει στην Ιθάκη, αν συλλογιζόταν μέρα και νύχτα την Πηνελόπη, αν βασανιζόταν από τη νοσταλγία της επιστροφής. Πιστεύω, ίσως σας φανεί παράξενο, ότι δε σκεπτότανε τίποτε απ’ όλα αυτά. Κοίταζε το πέλαγος και καταλάβαινε πως ήταν αδύνατο πια να χωρέσει σ’ ένα τόσο μικρό νησί, όπως φορτωμένος γνώση και πείρα έβρισκε και την Ιθάκη ακόμα και το αξίωμά του ασήμαντα.
Γυρίσαμε αργά στο σπίτι μου. Η Εύα καθόταν σ’ αυτήν εδώ την πολυθρόνα χωρίς να μιλάει. Δεν ξέρω γιατί όπως την κοίταζα ξυπνούσε μέσα μου ο πρωτόγονος τρόμος που μας κυριεύει μπροστά στο άγνωστο. Όμως δεν μπορούσαμε να κρύψουμε ο ένας από τον άλλο το σώμα του και την ψυχή του. Ξεχώριζα τους μηρούς που διαγράφονταν κάτω από το λεπτό φόρεμα, την ελαφριά καμπύλη του στήθους, ήταν σα να ’βλεπα το σώμα γυμνό να εκτείνεται τεράστιο μέσα σ’ όλο το χώρο που με τριγύριζε. Κι έπειτα τα χέρια εγίναν τυφλά, σέρνονταν παντού, η επιδερμίδα λεία γλιστρούσε κάτω από τα δάχτυλα, η ψυχή έτρεμε, όπως αυτό το σώμα χωρίς όρια, δίχως αρχή και τέλος απλωνόταν και καμπυλωνόταν μέσα στο σώμα μου σαν ένα κύμα κάτασπρο από αφρούς στην ατελεύτητη ροή του. Η ερωτική ορμή μοιάζει με το δυνατό άνεμο, τη μεγάλη θύελλα. Δημιουργεί ό,τι θα καταστρέψει ο θάνατος. Δυο γυμνά σώματα ενώνουνται ολομόναχα, εξαφανίζεται το ένα μέσα στο άλλο, φτάνουν ώς τα σύνορα του θανάτου, θα σπάσει από τους χτύπους η καρδιά, τα νεύρα τεντώνουνται πέρα από κάθε όριο αντοχής, ούτε σκέψη ούτε θύμηση, δεν ξέρουν πια πότε γεννήθηκαν ούτε πότε έζησαν, έπειτα είναι σα να σβήνουν, καμιά αγωνία, μια αίσθηση νάρκης, ένας κόσμος χάνεται και αρχίζει ένας άλλος, είναι παντού μια γαλήνη και μια ευδαιμονία που μπορεί να υπάρχει μόνο στους ουρανούς.
[...]
Όταν ήμουνα παιδί, κύριε ανακριτή, του είπα, νειρευόμουνα να γίνω ναυτικός. Μην απορείτε, όλοι οι άνθρωποι νειρεύουνται κάτι για να λυτρωθούν από τα δεσμά της καταθλιπτικής πραγματικότητας. Κατόρθωσα να γίνω ένας άσημος καθηγητής των μαθηματικών. Θα μου επιτρέψετε να επιμείνω σ’ αυτό που πιστεύω, θέλω να είμαι ειλικρινής μαζί σας. Ο κάθε άνθρωπος κατά τη γνώμη μου είναι αθώος και μαζί ένοχος για τις πράξεις του, όπως και για τις πράξεις όλων των άλλων ανθρώπων. Δεν ξέρω αν αυτό που παραδέχουμαι είναι ή δεν είναι σωστό. Η αμφιβολία αρχίζει ευθύς αμέσως μόλις πιστέψουμε ότι είμαστε βέβαιοι. Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο άνθρωπος έχει μέσα του πολύ μυστήριο, πολλά άλυτα αινίγματα, έναν κόσμο ακαθόριστο, αντιφατικό, παράλογο, αγγελικό, δαιμονικό, ένα άπειρο σχεδόν ανεξερεύνητο. Ποιός μπορεί να μας πει κατά ποιό ποσοστό ένας που κάνει οποιοδήποτε έγκλημα είναι ένοχος και αθώος! Επιμένω ότι είμαστε γελασμένοι όταν βλέπουμε απόλυτα λογικά τους ανθρώπους. Στα πάθη και τις συναισθηματικές παραφορές και γενικά στις εκδηλώσεις της εσωτερικής μας ζωής δυο και δυο, κύριε ανακριτή, δεν κάνουν ποτέ τέσσερα. Χρειάζεται, όταν κοιτάζουμε τους ανθρώπους, όταν μιλάμε μαζί τους, να ερεθίζεται η φαντασία μας. Πέστε μου σας παρακαλώ πόσοι από όλους αυτούς που γυρίζουν στους δρόμους, σας βλέπουν και τους βλέπετε, δεν έχουν καταστρέψει πολιτείες ολόκληρες, βασανίσει πλήθος κρατούμενους στις φυλακές και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, κάνει τα πιο φριχτά εγκλήματα! Οι άνθρωποι πολέμησαν άγρια, σκληρά πρόσωπο με πρόσωπο ο ένας με τον άλλο χωρίς πίστη στο Θεό και στον άνθρωπο. Η γη γέμισε νεκρούς και ερείπια. Από ποιόν ζητήσατε γι’ αυτά ευθύνες, κύριε ανακριτή! Δε θα αρνηθείτε ότι κάθε άνθρωπος είναι απόλυτα υπεύθυνος για τις πράξεις του. Όμως κανείς μας δεν τολμάει να ρωτήσει τον εαυτό του γι’ αυτό που κάνει, να παραδεχτεί την ευθύνη του απέναντι στον άνθρωπο. Διαθέσαμε τη μεγαλοφυΐα μας για την εξαφάνισή μας. Ο φόβος ενός ατομικού πολέμου γεμίζει εφιαλτικά οράματα τις ώρες μας και τις στιγμές μας όπως προμηνύει το τραγικό τέλος του ανθρώπου πάνω στη γη από τα ίδια του τα χέρια. Από ποιόν θα ζητήσετε για όλα αυτά, κύριε ανακριτή, ευθύνη. Δε χρειάζεται να ζητήσετε από κανένα. Μπορείτε να είστε βέβαιος για την αιωνιότητα του ανθρώπου. Μέσα στον κάθε άνθρωπο υπάρχει ένας άγγελος, που την τελευταία νύχτα του κόσμου, αν παραδεχτούμε ότι μπορεί να φτάσει μια τέτοια νύχτα, όταν ολόκληρη η γη κι οι θάλασσες θα έχουν παραδοθεί στις πορφυρές φλόγες της καταστροφής, θ’ ανοίξει τα φτερά του να τον υψώσει στον ουρανό, θ’ αναστηθεί η δύναμη και το θάρρος στην καρδιά του, θα νικήσει τον εαυτό του και θα ξαναφκιάσει τον κόσμο που του δόθηκε από το Θεό για να τον κατοικεί ελεύθερος και μαζί αθάνατος.
Αισθάνουμαι την υγρασία τόσο διαπεραστική που είναι αδύνατο να συνεχίσω την περιπλάνησή μου στους δρόμους. Λυπάμαι γιατί είμαι υποχρεωμένος να σας αφήσω. Άλλωστε έχετε πάρει εισιτήριο για το θέατρο. Δε θέλω να σας καθυστερήσω. Αύριο λοιπόν θα σας περιμένω πάλι στο «Νησί της Ευτυχίας». Καληνύχτα σας.
Οδυσσέας χωρίς Ιθάκη, Εκδόσεις Δίφρος, Αθήνα 1957.
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του ποιητή Ειρηναίου Μαράκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου