Κυριακή 25 Ιουνίου 2023

Νικηφόρος Βρεττάκος - Αυτοβιογραφικές σημειώσεις Νικηφόρου Βρεττάκου



Την άλλη μέρα έστειλε [σημ. ο πατέρας του] στη Σπάρτη και μου αγόρασαν δύο φυλλάδες με όμορφες ιστορίες. Μου αγόρασε και μία δική μου λάμπα για να την κρεμάω τη νύχτα πάνω από το κρεββάτι μου. Κι αυτές τις φυλλάδες τις διάβασα πολλές φορές. Ήτανε σα μια μυστική πόρτα, που βρισκότανε στο πίσω μέρος του κόσμου, την άνοιγα όταν ήταν ανάγκη και έφευγα. Από τότε αγκάλιασα τα "γράμματα» όπως θ’ αγκάλιαζα μια ανθισμένη αχλαδιά πάνω στο χτήμα μας. Κι όπως τον είχα ρωτήσει ποιος έφτιαξε τ’ αστέρια, ήθελα τώρα να τον ρωτήσω ποιος έφταιξε τα γράμματα. Κι ακόμη γι’ αυτούς που γράφουνε τα βιβλία. Να τον ρω-τήσω πώς είναι αυτοί οι άνθρωποι, κι αν θα μπορούσα καμμιά φορά να τους έβλεπα. Ένοιωσα ικανοποίηση βρίσκοντας πως μέσα σ’ αυτό τον κόσμο υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος. Διαβάζοντας γνωρίζεις άλλους ανθρώπους, άλλους τόπους, κάνεις φίλους άλλα παιδιά. Έτσι, στην αρχή κάθε σχολικού έτους, διάβαζα από την πρώτη νύχτα κιόλας όλο μου το αναγνωστικό, κι ένοιωθα λύπη κάθε φορά που τέλειωνε τόσο γρήγορα. Δεν έπρεπε να τελειώνουν μέσα σε μια νύχτα τα «Ψηλά Βουνά», ούτε ο «Πρόας ο Θεογένους», ένα αναγνωστικό παρμένο από τη ζωή της αρχαίας Αθήνας. Όταν τέλειωσαν ένοιωσα πολύ μόνος. Τα παιδιά των Ψηλών Βουνών χα-θήκανε πίσω από τα έλατα και κοίταζαν το φεγγάρι μόνα τους. Η συντροφιά του Θεαγένη, του Ευφορίωνα και της Γλυκέρας, χάθηκε κι αυτή. Καλά ο Θεαγένης πέθανε και τον έκλαψα με τον ίδιο τρόπο που έκλαψα και τη συνομήλική μου τη Νίνα, όταν πέθανε στα 1917 από την ισπανική γρίππη. Οι άλλοι όμως εξακολουθούσαν να ζουν. Γιατί λοιπόν να τελειώσει αυτό το βιβλίο; Φαίνεται πως τη νύχτα εκείνη θα μονολογούσα, γιατί το άλλο πρωΐ με ρώτησε η μητέρα μου: «Ποιος είναι πάλι αυτός ο Πρόας;» Δεν είναι από δω, της είπα, ήτανε από μια αρχαία πολιτεία, που τη λέγανε Αθήνα. «Δηλαδή έχει πεθάνει;» με ρώτησε. «Όχι, της απάντησα, ζει.



[Από την «ΟΔΥΝΗ», [1969]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου