ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΑΣΜΑ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕΙ ΟΝΟΜΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΛΑ
Ως πότε τα σώματα μπορούν να μην έχουν ντροπή
Τον τρόπο της ύπαρξης καθορίζει ο τρόπος της ηδονής
(ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ, 1959)
ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΑΠ’ ΤΟΥΣ ΙΣΚΙΟΥΣ
–ή στη μεγάλη αυλή–
Γύρω μου σαν καθόμουνα στην αυλή κι απ’ τους ίσκιους σημάδια
αγνώριστα ένα-ένα πετούσαν δεν ήξερες ποιο κι από πού
πολύς θόρυβος ξαφνικά σα να είχανε όλα μαζί σηκωθεί, απ’ τα
χέρια, τους ώμους μου, φεύγοντας
τα ζευγάρια των άλλων πουλιών μες στο πλήθος τους άγγιζαν
φτερουγίζοντας
Ήταν πάντοτε βράδυ κι ήταν πάντοτε ανήσυχα πρώτα πριν να
πέσει το φως
και φανέρωνα τότε μόλις για μια στιγμή σα μια πεδιάδα με ήλιο
ξανά, ανάμεσά της για να περνούν
τα ζευγάρια που πέταξαν, τα σημάδια των ίσκιων ένα σχήμα
κινήσεως γνωρίζοντας
–αυτά που είχαν
φύγει απ’ τη νύχτα και τα άλλα που έκρυβα σε χιλιάδες φωλιές
με δροσιά–
εκείνα τα ερωτευμένα παιδιά μες στον ίσκιο τους ακουμπώντας
τον ίδιο καθώς ένα σάλεμα τα ’παιρνε φεύγοντας
για τους κόκκινους λόφους που κάπου κλείνουν τη γη
ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ ΜΟΥ
Τα πούπουλα περιβρέχονται το αίμα ζεστά
Λιγάκι καμιά φορά ανοίγοντας το παράθυρο
Αλαφριά
Τ’ αγέρι που φεύγει ένα το παίρνει
Στα χόρτα ακουμπάει μετά της δροσιάς
Και απόπεμπο
Με κείνη τη ζέστη του φτεροκοπάει ο θάνατος
Κι ακόμη, δεν ξημέρωσε καλά καλά
(Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ, 1962)
ΞΟΡΚΙ ΤΩΝ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
Το λες από μέσα σου όταν θα νιώσεις, κοιτάζοντας κάτι, αγάπη πολλή,
Ανάβοντας το καντήλι αψήλωσα
Χαμήλωσα φυτεύοντας κεριά
ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ
Στον τόπο μου αγαπούν τις μυρωδιές τις διάφορες που έχουν
τα φυτά και τα λουλούδια
Κόβουν φύλλα μυρωδικά, τα στρίβουνε ή τα κρατούν, ένα κλωνί,
και λένε, αχ
Βαθύ τ’ απόγευμα είναι
ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ
Απ’ τη μεγάλη ορμή του πατέρα μου γινήκανε τρία ποτάμια, γάλα το ένα κι έβοσκαν αγελάδες και βόδια, το άλλο γεμάτο κρασί και καθόντανε άνθρωποι με κανάτια γελώντας, το τρίτο που είχαν οι γραφές απ’ την αρχή του κόσμου ποτάμι αίμα και δάκρυα
ΕΠΙΜΥΘΙΟ
Ειν’ η ζωή μας πιο σκληρή καμιά φορά
απ’ το θάνατο
Κι όσα γι’ αυτήν θα κάνεις
Και όμορφη, ο θάνατος δε μου έφερε ΄
άλλη γνώση
(ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ, 1971)
ΠΟΙΗΜΑ ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ
Μια ιστορία ζωής σαν ιστορία της γης, αν ήτανε δύσκολη κι εύφορη, είναι
Τι λέω εύφορη – όχι πιστεύοντας περισσότερο σε έργα ανθρώπων παρά σε ανθρώπους;
Πώς έμαθε η γη με τον κόσμο επάνω της, τελειώνοντας η ανάπτυξη, στην άκρη κλαδιών τα φρούτα τα δίνει
Και κείνο θα πω που μου φαίνεται πιο δύσκολα το έμαθα απ’ όλα
Και δαίμονας και άγγελος, έτσι γεννιέσαι, να είσαι άνθρωπος το μαθαίνεις
ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ, ΔΕΥΤΕΡΗ
Κρατώ τη φωνή του λάρυγγα πρώτα υψηλά κι ύστερα αρχίζω
Για εραστές που δεν έγιναν η ιστορία μου λέει
Μεταθανάτια θα έρθουν και σ’ όνειρο
Άνεμος
Δεν θα φυσάει άραγε στους Φενταγίν ο άνεμος, στα στρατόπεδα της ερήμου;
Μια παροιμία των Αράβων –επειδή έχουν αντηλιά– στο γυάλισμά της λέει, το σχήμα όποιου πέρασε ή χάθηκε, πως μένει
Με όσο μένει αναπνοή
Πύκνωμα του ανέμου
Τους εραστές μου όσους δεν έγιναν συλλογίζομαι
Με τη φωνή του τσακαλιού
Ύστερα το παράπονο
(ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ, 1978)
Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/mesa-stin-apali-vrochoula/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου