Δευτέρα 18 Μαρτίου 2024

Μανόλης Πρατικάκης - Ποιήματα


 

ΟΤΑΝ Η ΛΑΜΨΗ ΜΙΑΣ ΠΑΛΙΑΣ ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΑΣ

Στη μητέρα μου που έφυγε

 

Τι απαλά θροίζουν τα μαλλιά σου

όταν φυσά ο αγέρας μες στη

μνήμη μου.

Τι ζωντανή που φαίνεσαι πάνω στα

χόρτα

όταν η λάμψη μιας παλιάς χειρονομίας

στα μαλλιά μου, σε φωτίζει.

 

Τι απαλά που λάμνεις στο μυαλό μου

και σηματοδοτείς μ’ ένα δικό σου φως

όλες τις πλεύσεις.

 

ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ ΧΑΡΑΣ

Στους τρεις μου γιους

 

Πράσινες μικρέ φωνούλες πέφτοντας πάνω μου

σα φύλλα.

Μέλη, τέτοια κύματα χαράς

πιωμένα τόσο από το φως τους.

Με μαυριδερούς βοστρύχους παιδικότητα θεία

στο βράδυ και στο μέτωπο.

Τρέχει τρέχει ο μικρός μου γιος στα βαθιά των

αινιγμάτων κι ονειρεύεται

μέσα μου.

 

Πνοή που με ξαναγεννάς

Πέρασμα που κρατάς στον ύπνο μου

το πανί και το τιμόνι.

(ΝΥΧΤΑ ΕΦΗΜΕΡΙΑΣ, 1980)

 

ΒΑΡΚΙΖΑ

 

Ένα ένα έπεφταν τα όπλα: επαναληπτικά,

εκείνα με το κινητό ουραίο,

οι γκράδες και τα καριοφίλια

σαν κομμένα ρόδα στη σκιά

της Βάρκιζας.

 

Ένα ένα πέφτανε σαν φύλλα ·

η τραυλή Αλίανθος

μη μιλάς μαύρο γιασεμί

στον κρόταφο.

 

Η Άλλη Μέρα: έσκυβες να δεις

τα οστά στα βάθη.

Έριχνες πέτρα

και δεν άκουγες

την άκρη της.

 

ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΑΠΑΛΗ ΒΡΟΧΟΥΛΑ

 

Μέσα στην απαλή βροχούλα του Δεκέμβρη κουβαλώντας θάμνους θυμητικούς γι τη γιορτή μου – είπα είμαι του βουνού όπου βόσκει τα πουλιά του το φανταστικό. Ρίζα της φωνής που με παιδεύεις (στριφτή μες στο συκώτι μου). Πηγές, θρόοι που με λέτε και με ξέρετε ως τις σκοτεινές μου σπηλιές· κι ο αχνός από το κρύο σαν πάχνη που πιστοποιεί την ένδον φρυκτωρία της υπάρξεως. Είπα: είμαι το χώμα (τα μέσα δέντρα της ζωής πάντα θυμούνται) όλο το φάρδος της δημιουργίας.

(ΟΝΤΟΦΑΝΕΙΑ, 1988)

 

ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΞΥΛΟΥ

 

Μνήμη του ξύλου τώρα που η φωτιά σε λέει

δώσ’ μας για λίγο τη φεγγοβολή του μυστηρίου σου.

Εξήγησέ μας τα «νερά».

Το μελανό φτερό του σπίνου την αυγή

που καμπυλώνει προς τον Άδη.

Δώσ’ μας για λίγο μες στην αστραπή

που σε σαλπίζει τα κλειδιά της πόρτας

που δεν έγινες.

 

ΠΟΛΥΟΜΜΑΤΟ ΣΩΜΑ

 

Κάθε μου τραύμα ένας καινούριος οφθαλμός.

Ανοίγει αστραφτερούς φεγγίτες σε πανάρχαιες

εικόνες και χρεώνει μ’ ανοιχτούς θανάτους,

με καινούργιους τοκετούς

την όραση.

Ενώνεται με τους νεκρούς χτυπημένους από

σφαίρα, σε χορτάρι μπρούμυτα – Μια τέτοια

ευρυχωρία του κενού που δεν είναι κενό –

Ανοίγει η σάρκα σπήλαιο κι ακούει

την ανήκουστη κραυγή των πραγμάτων.

Τα αιμάτινα μυρίζει άνθη των γκρεμών.

Μες στην κοπριά του Λόγου

του Ξινού προγονικά

ξυπνούνε δέντρα. Έρχονται

νερά θυμητικά και μου μιλούνε.

Δεν έχουν όνομα. Δεν έχουν σώμα.

Παίρνουνε σχήμα με την όψη των τόπων

που κυλάνε.

Χωρίς να κυλάνε για κανέναν, κυλάνε

για κάθε πλάσμα που διψάει.

(Η ΜΑΓΕΙΑ ΤΗΣ ΜΗ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗΣ, 1990)

 

 

 

Η ΛΥΚΗΘΟΣ

 

ΙΙΙ

 

Αφήνω τώρα το μυρμήγκι να με οδηγήσει.

Δίνω το πλευρό μου στο καλάμι.

Το νου μου γυμνό στην πέτρα.

Ακούω του πεύκου τον ψίθυρο:

οι ερημιές μού άσκησαν το νου κι αφέθηκα

μαλακό εκμαγείο των ανέμων.

Έτσι μπόρεσα ν’ αποστηθίσω με τα μέλη μου

την κλίση τους και τη μορφή τους.

Μορφικά ν’ αναπαραστήσω εκείνο, που, ενώ

του αφήνομαι, θέλει να μου μοιάσει.

Με το δικό μου σώμα αφηγούνται

τα έργα τους.

Στο στέρνο μου χαράζουν το εφήμερο

πέρασμά τους. Με το σώμα μου λύρα

ψιθυρίζουν το τραγούδι τους.

Με το σώμα μου που το κοιμήθηκε το σώμα τους

και πια δεν ξεχωρίζουμε μες στην ορχήστρα.

Δες, μες στα κλαδιά μου τρέμουν μέλη της θεάς.

Και σου μιλώ με το πικρό, με τ’ ακαλλώπιστό της

στόμα: η αληθινή ομορφιά είναι

η αφάνεια. Η αληθινή αγάπη είναι η αφάνεια.

 

ΧΙΧ

 

Κοιτώντας τώρα διάφανα χαλίκια

μου επιστρέφουν πίσω τον υποθηκευμένο μου

καιρό σε ξένα χρέη.

Τις πτυσσόμενες ώρες μου για άρρωστες

φυγές  · και πού να πας

όταν με τον δικό σου θώρακα βήχει ένας

άλλος.

 

Ολόσωμοι ζεστοί καθρέφτες

σαν πόρτες ανοιχτές πάνω στα τείχη

μου επιβάλλουνε μιας αναγνώριση

κι έναν ομόθυμον αφανισμό.

Μιαν ανεπαίσθητη εισαγωγή στην παρουσία

και μιαν έξοδο,

σαν αντανάκλαση

απ’ του θανάτου μου τα στιλβωτήρια.

 

ΧΧΙΙ

 

Να σμιλεύεις όλα σου τα χρόνια μια νεκρή

μορφή για χρήση άλλων σ’ ένα συνομήλικο

τείχος (ούτε ένα φτερούγισμα δικό σου μέσα

σε τόσα καλοκαίρια).

Πώς να προσηλωθείς στο φευγαλέο

κάλεσμα· ν’ αφήσεις ν’ αποτυπωθούν στον άδειο

χάρτη τα πατήματα της αγριόπαπιας.

Να νιώσεις τη στιγμή σαν ένα βέλος

που σφυρίζει περασμένο στην περιοχή

της άφεσης. Η παραίτηση μόνον,

σαν θεία ευχαριστία, θα γυρίσει

στο χέρι το δοιάκι

μέσα στο ακυβέρνητο.

Μονάχα εκεί μες στ’ αδιαίρετα νεύρα

του καιρού, μπορείς ν’ ακούσεις

μιαν αντήχηση αθανασίας.

(Η ΛΗΚΥΘΟΣ, 1995)

 

ΩΡΩΠΟΣ

 

Δεν υπάρχουν πουθενά δυο κλαδάκια

σε παραφωνία. Δυο πουλιά που να μην

ομοιοκαταληκτούνε τα πτερώματα

με τον αέρα.

Το νερό αλάνθαστα γνωρίζει

το βάρος εκείνου που βυθίζεται.

Από πριν γνωρίζει το εκτόπισμα.

Καθρεφτίζει το σώμα του

και τι θυμάται.

 

ΓΕΙΤΝΙΑΣΗ

 

Όταν είμαστε θλιμμένοι γειτνιάζουμε

με τους νεκρούς μας.

Στου στήθους μας το φυσερό η πνοή τους

παρατείνεται. Συστρέφονται,

παραμιλούν με το δικό μας στόμα.

Καθώς ραγίζει λίγο το μολύβι. Αμίλητη,

θρηνητική διπλώνεται βρυσούλα μες στην πέτρα.

Σαν αστραπή στο μαύρο της σεντόνι. Μας

ακουμπά και μας αποτυπώνει.

Με δάχτυλα φθαρμένα γραντζουνούν του ύπνου

μας τα στόρια. Νοτίζει κάποτε το χνώτο τους

τον κρόταφό μας.

Καραδοκούν απρόβλεπτο μοντάζ που συναιρεί

Α-λήθεια και λήθη. Όπως στα όνειρα που χαιρετιούνται

ζωντανοί με πεθαμένους.

 

Σβησμένα άστρα που προσμένουνε το φως μας.

Καθώς το αίμα τους φωτίζει το δικό μας.

(ΑΦΗΜΕΝΑ ΗΣΥΧΑ ΣΤΗ ΧΛΟΗ, 1999)

 Πηγή: https://www.oanagnostis.gr/mesa-stin-apali-vrochoula/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου