ΕΠΙΚΛΗΣΗ ΣΤΟΝ ΤΖΙΜ ΑΝΤΑΜΣ
Έλα, μ’ όλα τα χρώματα της δύσης του Ουέστ,
με τα μεταλλικά εξάσφαιρε των Τζαίημς,
έλα, με τον απελπισμένο πυρετό του ντεσπεράντο,
για μια στιγμή χοντρή σταλαγματιά,
όπου βαραίνει η μοναξιά, στων Μπαρμπαρέσσω τις αυλές,
κι ύστερα φύγε
αλλά, βάγια κον Ντίος.
Μένα με πήρε η νύχτα, το τρανό γκόβερνο, και γαλήνεψα.
Ψηλό, υγρό χορτάρι της σαβάνας, λαχάνιασμα του αλόγου
στα σκοτάδια, μαύρο νευρό κορμί του τζάγκουαρ που ζυγιάζεται
στην πέτρα – δεν τα ξέρω·
σε βλέπω μια στιγμή μες στο γυαλί
κι ύστερα χάνεσαι,
αλλά βάγια κον Ντίος.
ΟΝΕΙΡΑΙΤΗΣΙΑ
Ποια περιπατεί γυμνή και ξυπόλυτη
μ’ όλο το ανάστημα της καρυδιάς;
Εξαφνικά γεμίζει το δωμάτιο
με τον πελώριο πλάνητα του ονόματός της.
Ποιαν υποπτεύεσαι πίσω απ’ όλα τα πρόσωπα
στα μόλις και, νυσταγμένα σοκάκια;
Να ’την η ιδιωτική προφητεία, να ’τος ο χρηστός ρυθμός
και τα ταξίδια, σκονισμένα μάτια της.
Σιωπή! κι ακούστε την που εξαγγέλλει πίκρες στα διάστιχα,
στο δέλτα το δειλό του ποταμού των επιθέτων.
Έτσι να υφαίνεται, φυτό που ηλιοβολά,
κι αχ! η αλογάριαστη περιουσία της μορφής της.
ΠΟΙΑ ΗΤΟ, Ι
Πώς λάμπει μες στην άπειρη έκταση της άμμου
ένα άστρο μελιχρό ως τερπνό μαργαριτάρι,
ή πώς καρπίζει ένα χωράφι ως σπαρθή χάμου
μ’ έναν και μόνο ταπεινό σπόρο από στάρι,
έτσι μια στάλα απ’ το έλεός σου είν’ όλη η χάρη.
ΠΟΙΑ ΗΤΟ, ΙΙ
Πώς νήπιο που άκουσεν το τέλος ιστορίας
γέρνει γλυκά κι όλο τον ύπνο συλλαβίζει;
ή πώς φερμένος από τόπους εξορίας,
γέροντας πια, νοιώθει το μάτι να ραγίζη;
έτσι με δάκρυ κι ύπνο η πίκρα μου σ’ αθροίζει.
(ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΝΝΑΣ, 1993)
ΠΕΡΙ ΖΩΟΥ ΓΕΝΕΣΕΩΣ
Τους έκτοτε καιρούς, όπου η ψυχή υπήρχε ακόμη θνητή,
ένα κατοικίδιο από λάσπη κι εγκαρτέρηση εγκαταστάθηκε στην άνυδρη σκοτεινιά,
έβγαλε πέλματα, νύχια, οφθαλμούς – έδωκε καρπό.
Οι μέρες του εστάθηκαν περίσσια ειρηνικές (φιλανθρωπία, ευποιία και τα λοιπά)·
δεν ξέρω αν επροφήτεψε περί ελεύσεως της δόξης του κυρίου
πάντως, στα σίγουρα, ονόμασε την υπόσταση ενός (τουλάχιστον) ποταμού.
Δεν λέω, μήτε ζώο ή φυτό, μήτε αγαθό ή κακό ήταν,
μια λέξη απλώς, ένα πέτρωμα, η αγαπημένη μου, κάποιο τυχαίο συμβάν ·
μα τότε πήτε, πήτε μου, γιατί η ανάμνησή του ματώνει αυτό –έστω– το απόγευμα;
ΠΕΡΙ ΖΩΟΥ ΑΜΕΡΙΜΝΗΣΙΑΣ
εδώ θα πεθάνω
όχι με τριαντάφυλλα
μ’ ένα τραγούδι μάγου
αχ! αγέρα μου κάτασπρε
κι αχ! θαμμένη χαρά μου
θα διαβώ τον λυγμό μου
το βουνό το πηγάδι τον φόβο
μ’ ένα τραγούδι μάγου
δεν γνωρίζω την όψη σου
τ’ όνομά μου το ξέχασα
μ’ ένα τραγούδι μάγου
να ’ρθω στον ύπνο σου
(μπορεί) – να ονειρευτώ
(ΠΕΡΙ ΖΩΟΥ, 1996)
ΣΥΝΝΕΦΩΝΟΝΤΑΣ
Δεν σου ζητά ο Θεός καν το δύσκολο. Μήτε τ’ όνειρό σου πάμφωτο εγύρεψε.
Μη φοβού. Δεν θα γίνης στρεβλωμένο στρουθί, χαλαζίας, διάστιχο, τάχα·
παρά, τι το απλούστερο, αυτό που να δίνεις μπορείς. Αυτό μόνο.
Τα λόγια σου πρέπει όπως τα λες. Όλως διόλου. Ας μην είναι η αλήθεια. Να μην.
Άκου τι θέλει. Γύρω σου προσοχής να κυττάξης, να διψάσης, να πιης και να πης
ό,τι για σέναν υπόσταση αντέχει. Χρυσό μου, ματαίως ο κόσμος πονάς.
Το τραπέζι ν’ αγγίξης, το τσιγάρο να σβήνη. Τίποτε δεν θα επιστρέψει. Κι ορθώς.
Δύο τετράστιχα (τεθλιμμένα) ας είναι η στεγνή, η βαθιά, η ψευδής προσευχή σου.
ΜΑΡΙΝΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
Στις εποχές των αποχρώσεων ταξιδεύοντας
μ’ ώχρα, αργιλόχωμα, φωτιά κι άκουα μαρίνα,
ν’ αποστηθίζεις το δικό σου γέλιο σκοτεινό
υψώθηκες, η πάντα, μες στο μέγα φως του Αυγούστου.
Χέρια ευγενικά, σκιρτήματα του σώματος, αδελφούλα των όντων,
πώς ανάβει η πικρή ελιά, το ψάρι, η οδύνη, ο μοιρασμένος άρτος,
πώς λογαριάζεται ο καιρός κακός με τόπους να μας λείπης,
έτσι αθροίζει τον λυγμό η σπαραγμένη μερα.
Εδώ είναι το μεσημέρι χειμωνιάτικο, εδώ το σπίτι σου,
εδώ οι μυρουδιές, οι γεύσεις, το λαχάνιασμα, εδώ το μάτι
να παιχνιδίζη πράσινο προς δόξαν των αντικειμένων·
εδώ η αθανασία και το εφήμερο, η διαμελισμένη τάξη.
Όμως το πρόσωπό σου, αυτό, σε βεβαιώνει· η κοίμησή σου
αποκαλύπτει έκπτωτη την αιωνιότητα. Δεν έφυγες ποτέ.
Απλώς ο κόσμος γλίστρησε κυρτός κι αθόρυβος μακριά σου,
ο κόσμος γύρω σου ήτανε λίγος για να υπάρξης.
Η ΦΩΝΗ ΑΠΟ ΤΑ ΥΠΟΓΕΙΑ ΔΩΜΑΤΙΑ
Φτάνω στην κόλαση αναλφάβητος. Μαθαίνω
τα βογγητά και τον ωμό τρόμο του ξένου.
Ακούω τριγύρα αυτό μονάχα· να πεθαίνου-
νε μ’ ένα «μάνα» στην ψυχή. Διαβαίνει τραίνο
με μηχανοδηγό τυφλό που ’χει βοηθό του
πανέμορφη, φρικτή την τύψη των ανθρώπων,
στην μνήμη των καρφί καιρών, των ένδον τόπων.
Του παντοδύναμου γαμώ το κέρατό του.
Αίφνης, εδώ θα ψάλλουν δέντρα· ελάτια, πεύκα·
κι εν τέλει εδώ θ’ ανθίση ρόδο η δικαιοσύνη·
θα ’ρθη ο Θεός, κανέναν πλέον να μην κρίνη·
και θα υψωθή στο φως, μια φουντωμένη λεύκα.
Ουράνια λεύκα που εν τω βίω ποτέ δεν είδα,
να με φέρη σ’ εσέ τερπνή, αληθής πατρίδα.
(ΠΡΑΞΗ ΥΠΟΤΑΓΗΣ, 2000)
ΑΣΥΛΟ, ΧΙΙΙ
Δέντρο γυμνό στην ερημία του Φλεβάρη
με σκότος παιδικό με συννεφιάζεις.
Είσαι η νύχτα που ο πατέρας απουσιάζει
κι εισ’ η ασθένεια που ταίζεται μ’ ιδρώτα:
ο Μπίλλυς, ο γλυκός νεκρός μου τότε γάτος
κι ο Σίλβερ Τζων με το μακρύ του δεκανίκι.
Καθώς κοιτάς απ’ τα παράθυρα του ασύλου
σκίζεις πικρών στρεβλών το τυφλωμένο βλέμμα.
Του δέντρου δέντρο, απλώνεις δράκους τα κλαδιά σου
να κλέψουν τη φτωχή, λιγούτσικη ψυχή τους.
Δέντρο κακό στη γκρίζα λίμνη του χειμώνα
πώς δεν ακούς την μοναξιά της νόησής τους;
Άκου καλά, δεν ειν’ κακό και φρεναπάτη,
δεν είν’ ολολυγμός θυμού κι άδικο σκούσμα,
δεν είν’ βλαστήμια για την μοίρα των ανθρώπων,
μόν’ είναι προσευχή, παράπονο και θρήνος,
μια τόσο τρυφερή παράκληση στην μάνα
να τους σκεπάση στοργικά με την κουβέρτα,
δέντρο, μαύρος βραχνάς ξανά να μην τους πάρη.
(ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2001, 2002)
Πηγή:https://www.oanagnostis.gr/mesa-stin-apali-vrochoula/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου