Τετάρτη 12 Μαρτίου 2025

Γιάννης Βαρβέρης - Πεζόμορφα ποιήματα


ΣΤΡΙΠΤΙΖ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ

(Από τη μουσική για το Sweet Movie του Μάνου Χατζιδάκι.)

 

Φαντάσου λοιπόν κάπου στο βάθος έτοιμη μια θάλασσα. Θα

μας χρειαστεί.

Και φαντάσου τώρα τρένο παιδικό και παιδάκια μέσα. Εκεί ο Θάνος, η Μαρία, η Ελένη κι εγώ μ’ άσπρα

χειλάκια στα βαγόνια με σώματα γεμάτα ουλές αραδιασμένα στους διαδρόμους μετά τον άγριον έρωτα, έρωτα πάλι να λαχταρούν. Φαντάσου ακόμα γάτες να δρασκελάν τις σάρκες, γάτες βυθίζοντας το πιο μεγάλο νύχι μέσα στις ουλές: όμως προσέχοντας τη λευκή σάρκα, την άθικτη, όπου υπάρχει.

Αρχίζει τότε ο μικρός Θάνος ν’ αυνανίζεται σφυρίζοντας το Βαρκάρη του Βόλγα κι εμένανε με πνίγει κάτι

σαν χλωρίνη, τι μου’ ρχεται τότε και κάνω τον σταυρό μου η Ελένη δίπλα ζουπάει τη γόπα της στο στήθος μου μετά βάζει τα κλάματα γυρεύει τη μαμά της τη γόπα της. Στ’ άλλα βαγόνια άλλα πολλά συμβαίνουν που εμείς δεν τα

βλέπουμε

Τώρα φαντάσου πώς

Εκείνη τη στιγμή ακριβώς

κι αμέσως πριν φουντάρει στη θάλασσα μ’ όλους εμάς

το τρένο

έγινε πιάνο.

 

Άκου…

Το ράμφος (1978)

 

 

ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ

 

Τέτοιες ώρες η μαμά πάντα λείπει.

Εκεί, στο τραπεζάκι: το τηλέφωνο. Νωθρά μέλη στην πολυθρόνα μου, δίπλα του. Τηλέφωνο μπεζ. Έχει μάτια, μαλλιά, φαντασία. Καρφωμένος εκεί να το ανέχομαι. Μπεζ, να υποκρίνεται ουδετερότητα. Το ακουστικό, που το χέρι μου απλώνω. Να εκβιάσω το χτύπημα. Σαν να σφίγγω λαιμό να μιλήσει. Τ’ αφήνω. Μετά πάλι, και πάλι τ’ αφήνω.

 

Η μέρα αποσύρεται στις επτά παρά είκοσι. Το βλέπω στο πικάπ. Στο μοβ του φωτάκι που αποσύρεται. Στο βάθος του ματιού του. Το βλέπω στις γρίλιες αργά. Δεσμίδες σαν σύριγγες μιας ένεσης που τελειώνει.

 

Τηλέφωνο μπεζ. Μπεζ ακόμα. Έχει μάτια μαλλιά, φαντασία. Ποιος ν’ ανάψει τώρα το φως; Πως να σηκωθώ, πώς να σηκώσω το βλέμμα; Εκεί να κρατήσω της μέρας το λίγο που έμεινε∙ να μπορώ να υποπτεύομαι χρώμα και σχήμα. Να το ψηλαφούνε τα μάτια μου. Ποιος ν’ ανάψει το φως; Κι η μανούλα μου αργεί να γυρίσει…

Στις οχτώμιση ξέρω, το τηλέφωνο μόνο, οριστικά τηλέφωνο πια, ανεξέλεγκτος πάνθηρας στο σκοτάδι.

Αναπήρων πολέμου (1982)

 

 

ΠΙΝΟΝΤΑΣ ΟΥΖΟ ΜΑΛΛΟΝ ΜΟΝΟΣ ΣΤΟ ΣΤΑΘΜΟ

 

Σκασμένος απ’ το ποίημα που δεν έβγαινε, πήρα τους δρόμους μέρα Επιταφίου. Έρημη Αθήνα κι όσοι μείναν άφουγκράζονταν σ’ όλες τις ενορίες το ίδιο θάμα. Εγώ πάλι στο νου μου είχα το θαύμα μου, εκείνο που δεν έλεγε ν’ ανάψει, όταν,

 

μου ζήτησαν φωτιά.

 

Βρήκε τη μέρα ο τύπος, συλλογίστηκα. Αμίλητος με την ανάσα χαμηλά, Σταθμός Λαρίσης καφενείο δύο ούζα κι όλο τσούγκριζε δειλά.

Μόνο σαν μας λιγόστεψαν τα φώτα κι άρχισαν δίπλα να μαζεύουν τις καρέκλες:

-Να μην αργήσω στην περιφορά. Καλή σου νύχτα.

 

ΦΕΓΓΑΡΑΔΑ

  • Σας ενδιαφέρουν, υποθέτω, θέματα πνευματικά, τηρώντας τον πληθυντικό μέχρι– αν εσείς – να τον εγκαταλείψουμε, στάγδην αποκαλύπτω κι άπληστα ρουφάτε κύκλων ίντριγκες, πόσο νερό στο ουίσκι σας, say when!, μιας ιπποσύνης μου άτεγκτης η ορθοφωνία, σας την κερνώ, αν το νιώσατε, σε υπέροχα μπιζού ριγηλών φθόγγων που υπερίπτανται κι ενίοτε ίσως υπαινίσσονται πως σας χαϊδεύουν α, τα πανούργα μου αεράκια (νι δέλτα καθαρό και των υγρών συμφώνων παρηχήσεις) κάνουνε σκι στα σλάλομ των αυτιών σας, ενώ τι μελαγχολικά οι λησμονημένοι λόγιοι τα μαγεύουν κι αμέσως ανασύρω ανέκδοτα της κουίντας πιπεράτα, να, γελάτε, και ξεκαρδίζετε στον αέρα υπερσιβηρικόν οδοντωτό, τραντάζοντας ποδιών αναίδειες σκαληνές μοιρών εκατόν είκοσι και των μαστών σας τέλειες σ’ όποια θέση, α πως την τρέμω, κι όμως πρέπει, μια ελάχιστή μου εικαστική στα μάτια σας παραλλαγή, βρήκα, σας δείχνω: δείτε πέρα, σαν φεγγαράδες για τα ζευγαράκια της Σελήνης πως – αλλάζω πόδι- ξαγρυπνούν τα πυροφάνια, ω βέβαια,, να τα δούμε και μαζί , να τα προωθήσουμε, γιατί όχι, σ’ ένα εκδότη (καθυστερώ, καθυστερώ, απ’ την οδό Εμπειρίκου τώρα θα είχα φτάσει στους μαστούς της) ή καλύτερα, γκαρσόν, δύο ουίσκι ακόμη, σύρριζα καταπίνοντας τά ρώ, μα enivrez- vous, μεθύστε, καθώ το’ πε κι ο Μποντλέρ, και τι εποχή, θα συμφωνείτε, με Βερλέν-Ρεμπό, μια σφαίρα που ξαστόχησε γιατί…, γιατί σηκώνεστε, το ουίσκι σας που πάτε…

Σπάζει ουρλιαχτά παγάκια λίγα μέτρα μακριά

το στόμα σου στ’ αυτιά μου από την ντίσκο.

 

 

ΠΟΙΗΜΑ ΠΕΖΟ ΕΠΟΧΟΥΜΕΝΟ

 

Έχω ένα παλιό πολύ παλιό αυτοκίνητο.

Μ’ αυτό περνώ τα βράδια τις αφύλαχτες σιδηροδρομικές διαβάσεις και τις ώρες μου. Φτάνοντας μπρος στις ράγιες κόβω, και τις διασχίζω με πολύ μικρή ταχύτητα.

Όμως μετά, αντί να προχωρήσω, βάζω ήρεμα την όπισθεν και αργά ξαναγυρίζω πίσω από τη διάβαση και ξαναβάζω πρώτη και όπισθεν και πάλι πρώτη και όπισθεν , ως το πρωί.

Με το παράδειγμά μου θέλω να σας πω τα εξής:

Α) ότι είναι μάλλον ανόητο να συνεχίζετε την πορεία σας αφού περάσετε την αφύλαχτη διάβαση, εφόσον αφύλαχτες είναι και οι επόμενες∙

Β) ότι δεν έχει κανένα νόημα να βιάζεστε ή ν’ αργοπορείται επίτηδες και γενικότερα να κάνετε σπασμωδικές κινήσεις , όταν π.χ. γίνεται κανένας σεισμός, και

Γ) ότι βέβαια και δε σας φταίει το Τρένο, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση συμβολίζει το θάνατο, και το οποίον αφενός τρέχει σε μιάν ορισμένη ταχύτητα, αφετέρου, είτε σας βρει πάνω στις ράγιες είτε όχι

ε ί ν α ι  ε ν τ ε λ ώ ς  α δ ύ ν α τ ο  ν α  σ τ α μ α τ ή σ ε ι

 

Ο θάνατος το στρώνει (1986)

 

ΤΡΕΙΣ ΚΙ Ο ΚΟΥΚΟΣ

Τις νύχτες πηγαίνω εκεί όπου πάνε οι τρεις και ο κούκος. Όμως, σε απλά συναχάκια, δικαίως οι τρεις με υποπτεύονται: ο κούκος έκανε τον άρρωστο και κάθισε στο σπίτι. Ασπικρίνες ζεστά εντριβές∙ πάρε αυτό το σωματάκι πλάσε μου ένα κουλουράκι. Εσύ υποδύεσαι τους τρεις: στήθη δύο και ένα αιδοίο. Αποσυμφορητικά της ρινός: την ξέρω καλά τη χνοτίλα μας, δε μ’ αφήνεις στην αοσμία μου. Σμπαράλια ο βλεννογόνος. Ξηροστομία του πτώματος. Την προσπαθείς με τσάγια με σάλια. Και πάλι στη θέση μου εσύ, παρά την θέσιν Γαργάρες. Με τα βάσανα χίλια, τριανταεφτά κι οχτώ ψωραλέο ωσαννά. Παλιάλογο μετά, ανάσκελα στα σανά χρεμετίζοντας. Ώσπου πιά στ’ άλογα μου όνειρά μου: στα μέρη όπου οι τρεις. Τί δε γίνεται εκεί. Πού δε λέγεται. Διότι γίνεται. Ως συνήθως, σε αυστηρώς βυσσινί και ακατάλληλο βελούδο.

Ως να φέξει ο κούκος. Στον τοίχο. Πώς είναι η ώρα. Και ως είμαι καλό μια χαρά κι άντε σήκω. Και ποιοι τρεις να τ’ αφήσω αυτά.

Και πως μόνο εκείνος. Ο κούκος.

 

 

ΒΙΑΙΑ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΜΑΡΤΥΡΩΝ

 

Μεταξωτά γοβάκια φοράς

Πατάς την καρδιά μου.
Γλυκιά Μαράτα», Κ. Κοφινιώτης

 

Ψάχνοντας, σαν τους πεζογράφους κι εγώ, στοιχεία για ένα ποίημα, έφτασα στο Λουτράκι.

«Βλέπεις εκεί που είναι τώρα ο σινεμάς;» μου δείξανε το χώρο του παλιού Καζίνο «αλλά το κλείσανε ου προτού τον πόλεμο» αυτά όλα κι όλα από’ να γεροντάκι.

 

Δε θα’ ταν; – Θα’ ταν απέξω φώτα οι κούρσες αμαξάδες μάντρα ψηλή για να μην βλέπουν τα παιδιά που πάντα σκαρφαλώνουνε∙

 

Και μέσα ο κήπος:

Φυτά κι ευέλπιδες κοκότες κι άλλες όχι Νινέτα δίπλα στους μπουφέδες αραιά παραπέρα Νανίνα συντροφιές στο βάθος να συνομιλούν ο Λαπαθιώτης κι ο νεαρός- ίσως ο Γκάτσος; Όλο λινά γλυκιά Μαράτα και κεριά μουσλίνες τρεμοσβήνουν Ρεζεντά στ’αεράκια της ορχήστρας. Λίγο μετά διεθνή του Σαρλ Τρενέ κι Εντουάρντο Μπιάνκο φίρμες από την Αθήνα της Ευρώπης ατραξιόν που αδρά πληρώνει κι απ’ το παραθυράκι του γραφείου κατασκοπεύει ο φοβερός Περίχαρος με τα βαριά κλειδιά της μαύρης κάσας όσα θέλετε ειδικά για σας σόλο σουιβί που μόλις τίναξε το μπάνκο στο σεμέν-ντε φέρ.

Ζορό κι οι τσόχες θα γκρεμοτσακίσουν τι χαρτί κι οι βρετανοί πολυέλαιοι πως φλεγματικά υπομειδιούσαν τι ήχο τα γκαρσόνια τ’ ατσαλάκωτά τους σλάλομ κι οι τράπουλες γαλλίδες οι κρουπιέρισσες ελπίδων τι ήχο, τι αρώματα μέσα σε τί καπνούς που πότιζαν μασίφ τι ξύλα επίπλων τι ρυθμού άραγε να φορούσαν οι κυρίες και πως, από ρουλέτα σε ρουλέτα, πως σουρνότανε σα χέρια, έτοιμος να χιμήξει εκεί στην μπίλια στα λεφτά στις μάρκες, ο τότε καθωσπρέπει ερπετός θόρυβος από στοιχήματα προβλέψεις ικεσίες δανείων προτού Rien ne va plus ταπί ποια βουή φαλιμέντου σε μια στάλα στιγμή δευτερόλεπτο αίμα του Περίχαρου στη σκάλα το αίμα του άλλου…

Όμως έτσι δε γράφεται, δε βγαίνει. Χωρίς ούτ’ ένα μάρτυρα, μια έστω ασπρόμαυρη ένα σκεύος πεταμένο πουθενά.

να το μαζέψεις να το λατρέψεις κοιτώντας το μέχρι να θυμηθείς ούτ’ ένα στίχο ε ναι ας μη γράφεται, στο ίδιο καζίνο πάντοτε χαμένος, ποντάροντας στη νοσταλγία κι όσων ακόμα ποτέ σου δεν έζησες.

 

 

Η ΑΛΛΗΓΟΡΙΑ ΤΟΥ ΚΩΝΩΠΟΣ

 

Και αν όλα τα πράγματα έχουν ψυχή;

Αυτό το κοινότοπο μου’ ρθε

τώρα που είμαστε εδώ

ξαπλωμένος εγώ και ζαλισμένο

γύρω γύρω στο πορτατίφ

ένα κουνούπι.

Πανεύκολο να το σκοτώσω.

Όμως αν η ψυχή του με κυνηγάει αιώνια

ζητώντας εκδίκηση;

Ενώ μια στάλα αίμα και λίγη φαγούρα

τι ψυχή έχουν;

 

Αυτά σκεφτόταν ένας ο οποίος θα μπορούσε να είναι δολοφόνος αλλά δεν ήταν. Μόνο έγραψε και δημοσίευσε αυτή την αλληγορία για να μη νομίζουν όσοι του γλίτωσαν πως γλίτωσαν για άλλους λόγους απ’ αυτούς που γλίτωσαν.

 

Εκτός αλληγορίας

έλιωσε το κουνούπι

κι έσβησε το φως.

 

 

 

ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΙ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΣ ΓΙΑΤΡΟΣ

 

Κι αφού μ’ εξέτασε, ο κουράντες μου γιατρός πήρε στα χέρια του εκείνο το περίεργο φαναράκι

και είπε‧

 

Ας δούμε λίγο και το βυθό του ματιού σας.

 

Κοιτάξτε επάνω: Βλέπω κάτι πουλιά κι από ψηλά κάποιον να τρίβει φρυγανιές με αργό ρυθμό.

Εσείς νομίζετε πως βρέχει μα τα πουλιά ανοίγουνε τα μάτια και ταράζεστε. Μην Ταράζεστε. Δεν πρόκειται για δακρυσμένο μάτι. Ξέρουνε τα πουλιά να περιμένουν το κολλύριο του Θεού.

 

Τώρα δεξιά: Εδώ είσαστε στο Ζάλογγο προτελευταία. Στην πτώση σας μόλις που προλαβαίνετε

να δείτε την τελευταία Σουλιώτισσα∙ το σκάει προς το χωριό.

 

Αριστερά, αγαπητέ μου, τώρα: Εδώ με τ’ αυτοκίνητο σας νύχτα στο Λονδίνο Ρώμη Νέα Υόρκη

Σίδνευ Λάρισα τρέχετε σαν δαιμονισμένος περνώντας μ’ όλα τα κίτρινα του κόσμου. Σ’ ένα απ’ αυτά οτοστόπ μια ωραία σταματάτε κι ανεβαίνει. Μοιάζει πολύ με τη Σουλιώτισσα της προηγούμενης παραγράφου. Στο μεταξύ, πρώτη φορά έχει ανάψει κόκκινο αλλά μη φοβάστε. Έχει ελαφρώς, πρώτη φορά ερεθιστεί από την εξέταση.

 

Και τώρα κάτω: Εδώ βλέπω σφουγγάρια σε πυθμένα, ατελείωτες σειρές βαριά σφουγγάρια.

Θέλει λιγάκι προσοχή το θέμα αυτό∙ μην τρίβετε τα μάτια σας ποτέ, γιατί από τα σφουγγάρια μπορεί κάποτε να στάξουν ναυαγοί∙

είπε, και χάθηκε η φωνή του κι ο ίδιος ο γιατρός μου. Γι’ αυτό κι εγώ τόνε προσέχω σαν τα μάτια

μου.

 

Γιατί εκεί που βρίσκεται

αν βουρκώσω

Δάκρυ θ’ ανέβει η υπόκωφη φωνή

Του πνιγομένου.

 

 

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΕΛΕΓΕ

ΠΩΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ

ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΜΗΤΣΟ

 

Λοιπόν γύριζε δήθεν άσκοπα του ποιήματός μου ο ήρωας, φοιτητής επί δικτατορίας ας υποθέσουμε, τότε αντιστασιακός οργανωμένος έστω, σαραντάρης σήμερα με φαλακρίτσα χτένιζε την Ομόνοια σε σαφάρι και δεν είχα τι να τόνε κάνω. Όμως εκείνος ήτανε μέσα στο μυαλό μου κι ήξερε καλά όλους τους ήρωες ποιημάτων που με συγκινούν, γι’ αυτό – κι όχι μονάχα- το θυμήθηκε το πατριωτάκι του τον Μήτσο σαν τον είδε απέναντι στο σουβλατζίδικο, τον «Μήτσο τον επιλοχία», τον έρμο και το σκοτεινό βασανιστή, ξέμπαρκο και που χάζευε στου Γ.Μ. το ποίημα∙ θυμήθηκε όμως και το ξύλο και τις μελανιές αλλά ιδίως το πως τον είχε ο Μήτσος, δαγκώνοντας τη γόπα του σαν μπράτσο, κοιτάξει τότε, καθώς έβγαινε από την Ασφάλεια Μπουμπουλίνας, μα κι ο δικός μου πως ότι τάχα δεν κατάλαβε,

όμως τώρα ήταν το θάρρος του πρώην θύματος, ήταν το απάνω χέρι του δημοκράτη νικητή, θες το gay movement, θες κι οι ενοχές του Μήτσου που προεξόφλησε αστραπιαία, «Ρε συ, εσύ δεν είσαι ο Μήτσος;» δαγκώνοντας τη γόπα του σαν μπράτσο, κοιτάξει τότε, καθώς έβγαινε από την Ασφάλεια Μπουμπουλίνας, μα κι ο δικός μου πως ότι τάχα δεν κατάλαβε,

 

«Κρίμα που δεν μπορούμε να τα βρούμε ούτε στα ποιήματα», κατέβασε τα μάτια ο ήρωάς μου∙ ταμείο και κόβοντας ένα ουρητήριο «Καυτή σάρκα» σινέ–Στάρ, έτοιμος πάλι για πολύ πιο προσγειωμένες περιπέτειες, «Άσε τους ποιητές, αναλογίστηκε, να πληρώνουμε πάντα τα σπασμένα».

 

 

ΚΡΑΝΙΟ ΦΟΡΤΙΟ ΜΕ ΜΑΡΜΑΡΑ

 

Μύριζαν χέρια απόψε τα χιλιάρικα καθώς τα είχαν νοτίσει οι πρώτες στάλες στην πλατεία τσέπη αλλάζοντας. Φορτίο χοντρό τα μάρμαρα κι ο θηριώδης Ηρακλής πάτησε μίζα και τον ξύπνησε τον ιπποπόταμό του – Scania Vabis. Ντεπόζιτο φουλαρισμένο, προορισμός Αθήνα.

Ας πάρω αυτά τα δυό φαντάρια μέχρι Άρτα. Να’σαι καλά πατριώτη, καλό δρόμο αφήνει, πως γλυκαίνει το αίμα του πριν φτάσει Αγρίνιο. Διανυκτερεύει το ουζερί κι εκείνο το ξανθό, το «νταλικιέρικο» που λέμε στο σινάφι μας, διανυκτερεύει. Πατώντας το κουμπί, «Μπαμπά μην τρέχεις», τελευταία εικόνα η Βάσω του, πριν πέσει πίσω όλο το κάθισμα και κήποι, λευκοί κήποι κήποι όλο το μάρμαρο κορμάκι το Μαράκι στις χερούκλες του, το μαρμαράκι.

Τρυφερά τώρα γδύνει το σάντουιτς της Βασούλας και δαγκώνει και γκαζάρει και χορεύουνε τα μάρμαρα κι Αντίρριο-Ρίο και Πολύ Πάνου Αίγιο και Γαβαλάς Ισθμός, παλιά Εθνική κασέτες και κορδέλες κι ας ανοίξω το ραδιόφωνο…

…που εγώ προσκαλεσμένος σου διαβάζω ποιήματα για τους ξενυχτισμένους και λέμε καλαμπούρια απ’ το Σταθμό, μας παίρνουνε τηλέφωνα ρωτάνε, λίγη μουσική και πάλι ποιήματα, κι εκείνο το «Κρανίο φορτίο με μάρμαρα» μέσα στην υγρασία στη σκάλα των FM και στη δική σου νύστα την Κακιά τη Σκάλα με πρωτάκουσες, βρε τι μαλάκες είπες, πήγες να γυρίσεις το κουμπί, μη φεύγεις Ηρακλή για σένα γράφτηκε μη φεύγεις Ηρακλή για σένα γράφτηκε μη φεύγεις και καρφώνεσαι στ’ αλατισμένα βράχια μ’ ένα κομμάτι μάρμαρο ερτζιανό στο σβέρκο και το κεφάλι σου μπηγμένο μες στο ράδιο ένα κρανίο αίματα και ποιήματα…

 

(Το ποίημα το έμαθα την άλλη μέρα απ’ τις εφημερίδες.)

 

 

ΠΛΑΤΕΙΑ ΚΟΛΩΝΑΚΙΟΥ

 

δις αναγνώναι

 

Οι τρεις κύριοι βγήκαν από το κτίριο της Νομικής Σχολής και πέρασαν πολύ πολύ προσεκτικά, κωμικά σχεδόν, στο απέναντι πεζοδρόμιο της Σόλωνος. Πίσω απ’ τα σκληρά τους κολάρα, οι φοιτητικές αφίσες άρχισαν να ξαναβρίσκουν τη χρωματική τους ισορροπία. Στην πλευρά των βιβλιοπωλείων κοντοστέκονται, ο ένας σπρώχνει την πόρτα δειλά. Πλησιάζει στους πάγκους, διαλέγεις και κατευθύνεται προς το ταμείο. Μικροδιαπληκτισμός∙ ο κύριος βγαίνει χωρίς το βιβλίο.

Οδός Σκουφά. Σχόλια των δυό προς τον τρίτο – σαν αθώα πειράγματα. Κίνηση, φωνές, τύποι περίεργοι, κουβέντες αλλόκοτες και κορίτσια στο ζαχαροπλαστείο κορίτσια. Καφέδες. Λένε να καθίσουν, διστάζουν. Τους σπρώχνουν. Το γκαρσόνι περνώντας να κάνουν πιο πέρα. Προτιμούν να μπουν στη διπλανή εκκλησία για ένα κερί.

Βιτρίνες βίντεο γκολ βιτρίνες κι αυτοκίνητα τους κορνάρουν συνέχεια. Ιδέτε, οδός Αναγνωστοπούλου, λέει ο ένας. Τσακάλωφ. Εδώ εγώ, προλαβαίνει ο δεύτερος και στήνεται στην ουρά. Ανάμεσα σε μηχανές ξύστα, επιστρέφει με τόστ∙ άφησε, λέει, αντίτιμο το ρολόι του με την καδένα. Τρώνε αδέξια, λεκιάζονται λίγο, μπαίνοντας ήδη στην Ξάνθου: εκεί ο τρίτος σαν να προσπαθεί να τους ξεναγήσει.

Να τοι πιά στην πλατεία. Πανδαιμόνιο, κόντεψαν να χαθούνε. Η αλήθεια πως ο νεότερος μισοσταμάτησε σε κάτι γυμνές κι άλλα κρεμαστά του περιπτέρου. Πιάνονται απ’ το χέρι, περνάνε. Αμίλητοι τώρα σε παγκάκι. Στο διπλανό δυό καπνίζουν – νυστάζουν; Πιο κει ένα χέρι σε στήθος. Κι αυτοί να κοιτάζουν ταμπέλες Πλατεία Φιλικής Εταιρείας, Βρετανικό Συμβούλιο, Ιντεραμέρικαν. Χαμηλωμένοι, ο ένας κουνάει το κεφάλι, οι άλλοι ούτε καν.

Ένα αγοράκι τριών ή τεσσάρων πλησιάζει. Μαμά μου που είναι η μαμά μου, και κλαίει. Ο ένας δακρύζει. Ο άλλος το παίρνει αγκαλιά, το ησυχάζει. Να και η μαμά του. Ευχαριστώ κύριοι, το μαλώνει ενώ φεύγουν. Σηκώνεται πρώτους, Ας πηγαίνωμε, ψιθυρίζει βουρκωμένος κι ο Σκουφάς.

Χάθηκαν προς την Κανάρη, συζητώντας και πάλι τους καλύτερους τρόπους προετοιμασίας του Αγώνα.

 

Πιάνο βυθού (1991)

 

ΩΔΗ ΣΤΟΝ ΤΑΜΙΑ

 

Στη γλυκιά τράπεζά μου έχω βάλει τα μικρά χρήματά μου. Παιδάκια μου χρηματάκια μου σας μεγαλώνω να μου δώσετε αύριο ένα ποτήρι νερό. Νέα σας δεν έχω απ’ τη θερμοκοιτίδα. Μόνο ο ταμίας ο πιστός νοσοκόμος. Ανά εξάμηνο γιορτάζουμε μαζί τα γενέθλια. Μου φέρνει καινούργιες σας φωτογραφίες στο βιβλιάριο υγείας παιδιού. Θηριάκια.

Καμιά φορά σας βλέπω κλεφτά στον κομπιούτερ. Ο ταμίας είναι φτωχός με κοιτάει λυπημένα. Σαν να θέλει να θέλω. Να χιμήξω να σας αγκαλιάσω να κλεφτούμε κι οι τρεις. Για νησιά και για άσωτα. Ο ταμίας έχει γυάλινο ντεκολτέ, ένα τζάμι, όπως τα γυαλιά των ανθρώπων που εμποδίζουν το πλήρες φιλί.

Αλλά κι εσάς κωλόπαιδα σας ξέρω, στις φλέβες σας τρέχει το αίμα του τόκου.

 

 

Ο ΚΑΡΑΓΚΙΟΖΗΣ ΦΟΥΡΝΑΡΗΣ

 

Πριν μερικά χρόνια, τον απέναντί μας φούρνο τον πήραν κάτι συνεσταλμένοι άνθρωποι που ήρθαν από την επαρχία. Εργατικοί, σε λίγο καιρό νοίκιασαν και το διπλανό κατάστημα:  «τσιγάρα, ψιλικά, παιχνίδια, δώρα». Κάλεσαν μάλιστα και κάτι συγγενείς τους απ’ χωριό να το δουλέψουνε μαζί. Σιγά σιγά οι άνθρωποι αυτοί γνωρίστηκαν με τους γείτονες, με τους οποίους έχουν πιά αρκετή οικειότητα, ίσως και φιλίες.

Εγώ συνεχίζω να τους μιλώ ευγενέστατα, όπως πρώτα. Με μισούν, αλλά κάνουν υπομονή γιατί βαθιά μέσα τους κάτι τους λέει πως η περιουσία μου

όπου να’ ναι

τελειώνει.

 

 

ΓΚΑΦΑ ΣΕ ΟΝΕΙΡΟ

 

Ήμασταν λέει καθισμένοι κι οι τρεις όπως παλιά, σ’ ένα καλό εστιατόριο Κυριακής. Μεσημέρι κι η μητέρα μου είχε τη σημερινή της ηλικία που δε γνωρίζω ακριβώς, πάντως άνω των εβδομήντα, εγώ μια αδιάφορη, ας πούμε πάλι τη σημερινή. Όμως ο πατέρας ήταν κάπως πιο νέος από κείνην, ενώ μου είναι γνωστό το αντίθετο. Το εστιατόριο με πολλή κίνηση αλλά χωρίς φασαρία και μπροστά μας ήδη σερβιρισμένα τρία πιάτα που όμως δεν είχαμε παραγγείλει.

Πήρα εγώ το συκώτι, ο μπαμπάς το φιλέτο κι έμεινε για τη μαμά μια μερίδα αρνάκι.

  • Το αρνάκι βλάπτει, πάρ’ το εσύ καλύτερα που είσαι πεθαμένος, είπα στον πατέρα μου.

Με κοίταξε όπως κοιτάζουν οι νεκροί και ξυπνάς.

Άκυρο θαύμα (1996)

 

 

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΔΕΝ ΠΙΝΕΙ ΝΕΡΟ ΣΤΟΥΣ ΟΥΡΑΝΟΥΣ

 

Στον Γιώργο Μαρκόπουλο

 

Χθες είδα πάλι στον ύπνο τον πατέρα. Καθόμασταν οι δυό μας σ’ ένα τραπέζι με καρό τραπεζομάντιλο. Κάποιος μας έφερε δυό ποτηράκια και κρασί. − Είσαι καλά;  Του λέω. − Καλά, καλά, και μου’ πιασε το χέρι. – Άντε, στην υγειά σου, είπε. Σήκωσε το ποτήρι, τσούγκρισε και το άφησε πάνω στο τραπέζι. – Δεν πίνεις; ρώτησα. – Εσύ να πιείς, απάντησε. Εγώ δε θέλω να ξεχάσω.

 

Πεταμένα λεφτά (2005)

 


.......................................................................................................................................................................

 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ (ΠΕΖΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΑΝΑ ΣΥΛΛΟΓΗ)




Το ράμφος (1978)
«Στριπτίζ για παιδιά»
Αναπήρων πολέμου (1982)
«Το τηλεφώνημα»
Ο θάνατος το στρώνει (1986)
«Πίνοντας ούζο μάλλον μόνος στο σταθμό», «Φεγγαράδα», «Ποίημα πεζό εποχούμενο»
Πιάνο βυθού (1991)
«Τρεις κι ο κούκος», «Βιαία προσαρμογή μαρτύρων», «Η αλληγορία του κώνοπος», «Αυτό θα πει προσωπικός γιατρός», «Ένα ποίημα έλεγε πως γνωρίζει ένα ποίημα που γνωρίζει τον Μήτσο», «Κρανίο φορτίο με μάρμαρα», «Πλατεία Κολωνακίου»
Άκυρο θαύμα (1996)
«Ωδή στον ταμία», «Ο καραγκιόζης φούρναρης», «Γκάφα σε όνειρο»
Πεταμένα λεφτά (2005)
«Ο πατέρας δεν πίνει νερό στους ουρανούς»


Πηγή: https://www.fractalart.gr/i-pezomorfi-poiisi-toy-gianni-varveri/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γ. Χ. Θεοχάρης - Ποιήματα

  ΑΣΥΜΠΤΩΤΟ Εκείνη πορεύεται μέσʼ στη μαγεία του ρυθμού: (α+β)2 = α2+2αβ+β2. Αυτός περιπλανιέται σε σοκάκια απροσδιοριστίας. Όσες φορές προσ...