Κυριακή 9 Μαρτίου 2025

Ανθή Μαρωνίτη - Ποιήματα


ΑΝΑΙΡΕΣΗ

Ι

Προπαντός μην κοιτάξεις πίσω

Τα μαύρα νερά που ο πόθος

στο φως και στη ζεστή ανάσα άνοιγε

ανέβαινες λάμποντας πένθιμα

οδηγημένη από τη φωνή του

Τραγούδι αρχινισμένο από παλιά που

σαν αέρας στιλπνός εκεί κάτω

φύσηξε — και οι σκιές μαλάκωσαν.


Προπαντός μην κοιτάξεις πίσω

μην πεις — νά

τα μικρά λευκά της πόδια

στο κόκκινο χορτάρι έρχονται

Γιατί ο πόθος

πόθος φονιάς

από βλέμμα πόθου νικήθηκε.


ΙΙ

Θα μπορούσε να είχε συμβεί σε αμμουδιά μυστική

ή στο δρόμο για το σπίτι

θα μπορούσε ακόμη, σε μπαλκόνι

πνιγμένο στο γιασεμί

Είτε να τον παρέσερνε ρυθμός ταξιδιού

ξένος στο αίσθημά του —

που να μην ένιωθε το κάλεσμα του σώματος

και μέσα στην ηδονή της έπαρσης

να προφέρει το τέλος.


Ο ρυθμός ζεστός (Άγρα, 2000) 


ΣΧΗΜΑ ΛΙΤΟΤΗΤΑΣ

Μάθημα απ' την αρχή
Ποτέ δεν είναι εύκολο
Ιδίως τώρα:
Τώρα η απώλεια του κάθε τρόπου

Λιτοί
Εγκρατείς
Τα λόγια ακριβά

Στη σιωπή το βλέμμα
προβάλλει καίρια εικόνα
Επιμονή σε κάτι μακρινό
μέχρι να πλησιάσει
χαμόγελο στο κοντινό

Α! Τα άψογα της άνοιξης
Ξεχνάς τον άγριο χειμώνα


 Η μόνη της περιουσία (Άγρα, 2015).


ΑΝΑΠΟΔΡΑΣΤΗ

Νά ένα νήμα
να το ξετυλίξεις

αναμνήσεις σαν πρόθυμες εικόνες
δεν ντύνονται με λέξεις

το νήμα ανασύρει
κάτι θαμμένο
δεν το αφήνεις
παρουσίες φαντάσματα
βοηθάει η ένταση

αναπόδραστη μνήμη
ευεργετική
επώδυνη
πάντα πέρα από τα όρια

Αναπόδραστη Μνήμη (Άγρα, 2020).

.......................................................................................................................................................................


Η ΤΕΛΕΤΗ
 
Βγαίνει από τον εαυτό της
τον κοιτάζει απέναντι
– μια  αληθινή συγκίνηση επιτέλους.
Έρχονται οι μοίρες, τη ραίνουν με χάρες
Υποκριτικά το πρόσωπο μουσκεύει
 
ΣΚΟΤΕΙΝΙΑΖΕΙ ΣΤΟ ΑΙΜΑ
 
Ανάμεσα σε δυο στιγμές
χτύπησε το κακό.
 
Δεν τα ’θελε τα μαύρα
μόνο το πέπλο φόρεσε
και στο σκοτάδι ψέλλιζε
με παιδική φωνή.
 
ΜΥΚΟΝΟΣ
 
Ανοίγει η θάλασσα
καλοκαίρι σούρουπο
σε αμμουδιά απάτητη
Κάποιος που σου έμοιαζε παλιά
στέκεται λίγο πλάι σου
Αρμυρός αέρας φυσάει στις κλειδώσεις.
 
ΤΡΟΠΟΙ ΗΔΟΝΗΣ
 
Πένθος γυαλιστερό
μισό ηδονή μισό πόνος
Μια φυλακή που τόσοι πόθησαν.
 
ΓΕΝΕΘΛΙΑ
 
Απρίλης
Καιρός ακόμη πάνω σε στρώμα πάγου
να κοιμηθούμε
στην αντανάκλαση του σκληρού φωτός
κόκκινες βελονιές
θα κεντούν τη σιωπή μας.
Και συ γλιστράς στα άσπρα
της Οφηλίας.
(ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΚΟΨΕΙ ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ, 1997)
 
 
 
Η ΑΛΛΗ, Ι
 
Ήμουν πράξεις και συνείδηση
και κουρασμένη
κουράστηκα να είμαι
Πότε αλήθεια ήμουν εγώ;
Η στάση του σώματος – μια άγνωστη
κι η καλοσύνη
αναπηρία της ψυχής
Επίπεδες οι λέξεις
κολλούσαν στη γλώσσα
και η άλλη τους πλευρά στο σκοτάδι
Ξένος αέρας με πήγαινε.
(Ο ΡΥΘΜΟΣ ΖΕΣΤΟΣ, 2000)
 
ΤΟ ΕΛΚΗΘΡΟ, 2
Στον Χάρη
Το γοερό σου κλάμα το χρόνο έκοψε
–για το καλό, για το καλό–
με γέλια και με δάκρυα ήδη σαλπάρεις
άφωνοι εμείς μια στάλα πράμα
να ξέρει από τι
είναι φτιαγμένη η ζωή
 
Το πιο πρωινό πουλί εσύ
φουσκώνεις τα φωνήεντα γλώσσας ακατάληπτης
χέρια τεράστια σε υπηρετούν
κι ο φόβος κλείνει τις μικρές γροθιές σου
 
Σκύβω επάνω σου όπως σε δροσερό ποτάμι
γάλα φρέσκο χόρτο η μυρωδιά σου
και ξαναγίνομαι
μες στην παλιά μου κούραση.
(ΞΥΛΑ ΥΓΡΑ, 2002)
 
ΚΡΥΦΗ ΠΙΣΤΗ
 
Ω κόρες καθισμένες
στο βλέμμα του πατέρα
 
Σαν βέλος μόλις καρφωμένο στο στόχο
κύματα ομόκεντρα αμφιβολίας
τρέμοντας απομακρύνονται,
έως τη βέβαιη εξαφάνιση
Έτσι ο λόγος του μέσα της
 
ΕΚΘΕΤΟΣ
 
Άγρια και δοτικά βουνά σαν τους προγόνους μας
ανάλαφρα μέσα στο σούρουπο με πλησιάζουν
Μαβιά τα χρώματα και ψίθυροι χαρούμενοι
απ’ τα νερά που τρέχουν με τη δική τους σκέψη
απ’ τα πουλιά σε συναθροίσεις φλύαρες
γεφύρια πέτρινα της μέρας και της νύχτας
τόξα που ψήλωνε η χάρη τους ως το καμπαναριό
παντρεύανε τη γη μας στις δυο όχθες
Από χωριά αντικριστά
ο Βεντάτ ο Νιεζή κι η αφεντιά μου
σμιλεύαμε την πέτρα με τραγούδια,
κι η απλωσιά κι η ομορφιά δική μας
Όχι σαν τώρα εδώ στην ξένη με άγνωστη λαλιά
πάλι με λιγοστό ψωμί, δίχως τραγούδια
να χτίζω μίζερα, ξένα σπίτια
(ΧΡΩΜΟΣΩΜΑΤΑ / ΤΗΣ ΑΠΩΛΕΙΑΣ, 2012)
 
ΩΡΙΜΟΣ
 
Μαλλιά γένια από σίδερο
Το βλέμμα ενοχλημένο
 
Μυρωδιά – φέρνει άλογο στο νου
στάχτη με οξύτητα
 
Λαιμός μονοκόμματος
όπως ο Μωυσής σε ζωγραφιά ρομανική
 
Σώμα σε σκοτεινή σιωπή
κόκαλα τρίζοντας στο περπάτημα
 
Φως εκτυφλωτικό, όρθιος
μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά
 
να το θωρούν κι οι πεθαμένοι
(Η ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ, 2015)
 

 Αναδημοσίευση από:  https://www.oanagnostis.gr/%CF%80%CE%BF%CE%AF%CE%B7%CF%83%CE%B7-%CF%84%CE%BF%CE%BD-%CE%BF%CE%BA%CF%84%CF%8E%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%BF-%CF%84-%CE%BB%CE%B5%CE%B9%CE%B2%CE%B1%CE%B4%CE%AF%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%B1%CE%BD%CE%B8%CE%AE/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Luis Cernuda - Η φύση

Του άρεσε του παιδιού να παρακολουθεί υπομονετικά, μέρα τη μέρα, το αφανές βλάστημα των φυτών και των λουλουδιών τους. Η εμφάνιση ενός φύλλο...