Του άρεσε του παιδιού να παρακολουθεί υπομονετικά, μέρα τη μέρα, το αφανές βλάστημα των φυτών και των λουλουδιών τους. Η εμφάνιση ενός φύλλου, τυλιγμένου ακόμη και μόλις ορατή η διαφανής πρασινάδα κοντά στο μίσχο, εκεί που χθες δεν υπήρχε, το γέμιζε φόβο, και με μάτια καρφωμένα για πολλή ώρα, ήθελε να συλλάβει την κίνησή του, την αόρατη ανάπτυξή του, όπως άλλοι θέλουν να πιάσουν, εν πτήσει, πώς κουνάει τις φτερούγες του το πουλί.
Να πάρει ένα τρυφερό φυντάνι από το ενήλικο φυτό και να το φυτέψει χώρια, με χέρι που θα το επιθυμούσε μαλακό και απαλό, οι φροντίδες που τότε απαιτούσε, να το διατηρήσει στη σκιά τις πρώτες μέρες, να ποτίσει την άπραγη δίψα του πρωί και απόγευμα όταν είχε ζέστες, το συνάρπαζε με αφιλόκερδη προσμονή.
Τι χαρά όταν έβλεπε τα φύλλα να σκάνε τελικά, και το αχνό χρώμα, που χάρη στη διαφάνεια έμοιαζε σχεδόν φωτεινό, φανερώνοντας ανάγλυφα τις φλέβες, να σκουραίνει σιγά σιγά από το χυμό τον πιο δυνατό. Ένιωθε σαν εκείνος ο ίδιος να είχε επιτελέσει το θαύμα να δώσει ζωή, να ξυπνήσει πάνω στη θεμελιώδη γη, σαν θεός, τη μορφή που πριν κοιμόταν τον ύπνο της ανυπαρξίας.
Όκνος (δίγλωσση), μετάφραση: Αντώνης Κουτσουραδής, Ίκαρος 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου