Τις νύχτες, μ' ένα θρόϊσμα,
περνάς από τον ύπνο μου βαστώντας
τους τοίχους με τα χέρια στην έκταση
τη μια αμίλητος
με σβησμένα μάτια
γνέφεις να κατεβούμε στο υπόγειο
να γυρίσουμε το λάδι
την άλλη ακατάπαυστα
-τη μία λέξη μες στην αλλη-
διηγείσαι το περιστατικό της Κορίνθου/
με το σαλεπιτζή και τα
μουχλιασμένα καρύδια
ή τη βάρδια με τους λαθρέμπορους
(χειμώνας που ταν
και κρύωνες στην προβλήτα)
γι' αυτό όλο βήχεις•
οι μέδουσες του Ασπροπύργου
γυρίζουν πλέοντας σε άσηπτους πλόες
στο μελαχρινό πετρέλαιο
κι η μάνα σταθερά μάς διακόπτει με επιμονή•
κοιταζόμαστε και γελάμε ταυτόχρονα
αλλά παύω πρώτος.
Το ξέρω
πάνε χρόνια που χεις κόψει το τσιγάρο
κι όταν σε χάνω σε αυτούς τους καπνούς
είναι πάντα ή κουρνιαχτός ή αντάρα
αλλά με υπόσταση•
βαραίνει στα λουλούδια μας και τα γέρνει
σαν τη ζωή που από το χώμα έλκεται.
Και παλι βήχεις.
Δεν έχεις ορμήνειες μέσα απ’ τις σκιές
μόνο ένα μαχαίρι αέρινο
δίχως βάρος
που τ’ αφήνεις στο μπάνιο, μια στιγμή όταν ξεχνιέμαι να χαζεύω
τα μικρά αητόπουλα που σ' ακολουθούν.
Το κρύβω στην τσέπη μου ενώ τα ταΐζω γλυκάδια και ρακή,
κι έκτοτε τ’ ανεμίζω επίμονα
σε γιορτές κι αργίες
Όλοι με περνάνε για τρελό:
Ούτε μαχαίρι βλέπουν,
ούτε τίποτα που να αξίζει, να το καρφώσω.
ΚΛ - 2014 (Κόρινθος - Ασπρόπυργος)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου