Γεννήθη, γκριζωπή, η σελήνη, και ο Μπετόβεν εθρηνούσε,
στου πάλλευκου χεριού της το άγγιγμα, στο κλειδοκύμβαλό της…
Στη σάλα μέσα την αφώτιστη, τα πλήκτρα ενώ χτυπούσε,
κι απ’ το φεγγάρι μαύρη, πι’ όμορφη ήταν τρεις φορές η Ωραιότης.
Κρατούσαμε κι οι δυό μας τ’ άνθη της καρδιάς αφημαγμένα·
κι αν κλαίγαμε, κανείς εκεί δεν ήτανε να δει τη βλάβη…
Η κάθε νότα, του έρωτα πληγή για ’κείνη και για ’μένα…
–Το πιάνο μόνο επάσχιζε γλυκά τους δυό να καταλάβει–
Απ’ τ’ ανοιχτό μπαλκόνι, τ’ άστρα τα θολά καθώς κοιτούσα,
αοράτων κόσμων άνεμος εχύμιξε, άνεμος της θλίψης…
Για πράγματα ρωτούσ’ εκείνη να της πω που εγώ αγνοούσα·
της έλεγα για πράγματα που δεν μπορείς ν’ ανακαλύψεις…
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου