Ξύπνησα απότομα κι ανακάθισα στο κρεβάτι. Κάποιος με φώναζε. Απ' το παράθυρο έμπαινε το φως τρεμουλιαστό μαζί με το λαχάνιασμα της θάλασσας. Είχα μια έντονη γεύση στο στόμα, σαν να 'σπασε στα δόντια μου μοσχοκάρφι. Για δεύτερη φορά άκουσα τη φωνή που με καλούσε.
Φόρεσα γλήγορα την μπλούζα μου και βγήκα. Κατέβηκα το καλντερίμι, πέρασα την πλατεία και προχώρησα ως τη θάλασσα. ήταν τώρα βουβή, γαληνεμένη, δίχως αφρούς, κι απάνω της διακρίνονταν ολοκάθαρα, όπως σε ξεραμένη λάσπη, αχνάρια πατημασιάς μεγάλου ζώου. Πνιγμένα βογκητά έβγαιναν κάθε τόσο από 'να βράχο. Τον έψαξα απ' όλες τις μεριές μα δε βρήκα άνοιγμα.
Με τον κασμά άρχισα να πελεκάω την πέτρα. Στην τρύπα που άνοιξα πρόβαλε το κεφάλι ενός πουλιού. Ήταν κοκαλιασμένο, σκεπασμένο με χώματα και χορτάρια. Εκεί που το καθάριζα, το 'νιωσα μέσα στη φούχτα μου σαν ξύλινο. "Λες να ξέθαψα κανένα αρχαίο ξόανο;", σκέφτηκα και ψαχούλευα το υλικό μου. Έμοιαζε με πυκνοφασμένο ψαθί. μόλις όμως το ζούληξα περισσότερο, τρίφτηκε σαν δυόσμος ξερός τρίζοντας απαίσια στα δάχτυλά μου.
Επαμεινώνδας Γονατάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου