Δρόμους της πόλης μου πιο ανοιχτούς
απ’ τους θαλασσινούς του λιμανιού της δεν γνωρίζω
Περάσματα ορθάνοιχτα απ ‘ όπου όρμησαν
Οι άνεμοι της Ιστορίας και του Μύθου της.
Πάτρα και Porto και πολιτεία και καταφύγιο του εξόριστου Πατρέα. Λιμάνι απάνεμο για τον ξεριζωμένο από την πατρίδα του – οικιστή της πόλης. Πέρασμα, ξανά και σταυροδρόμι των ανθρώπων που δεν έχουνε στον ήλιο μοίρα «η τελευταία πόρτα του παραδείσου» για τους κατατρεγμένους Κούρδους, τους πρόσφυγες και μετανάστες Αφγανούς, για τους απελπισμένους Σύριους.
Εδώ, ζεσταίνουμε με πείσμα τα’ όνειρό τους και θρέφουν ελπίδα πως θα αλλάξουν τη ζωή τους.
Σήμερα αυτοί, εμείς παλιότερα. Κι αύριο ποιος ξέρει πως γυρνάει ο τροχός της μοίρας, ο αέναος.
Χρόνια και χρόνια η πόλη μεγαλώνει δίπλα στο λιμάνι της.
Κι οι άνθρωποι μαζί της. Ξένοι και δικοί.
Τρέφουν τη φαντασία τυς με μακρινά ταξίδια, στήνουν αφτί στον άνεμο κι ακούν το πέλαγο που δε δέρνεται σαν το κορμί, σαν τη ψυχή τα’ ανθρώπου. Νύχτα και μέρα αφουγκράζονται τα κύματα και σχεδιάζουν τη φυγή τους.
Γιατί οι πόλεις που πλαγιάζουν δίπλα στα λιμάνια, σου φουσκώνουν τα μυαλά με ταξίδια νοερά
Σε ξεσηκώνουν με την παράξενη εκείνη προσμονή του αγνώστου, και την ίδια ώρα σ δένουν δυο και τρεις
Φορές σφιχτά στις μαντεμένιες δέστρες της προβλήτας τους.
Σε κρατάνε να μη φύγεις μακριά κι αν φύγεις,
Μην ξεχάσεις να γυρίσεις πίσω.
Τώρα η Πάτρα στοιχειώνει μακριά από το λιμάνι της. Αποκλεισμένη από τη δική της θάλασσα
Μοιάζει με πολιτεία που απομακρύνεται από το παρελθόν της και τις μνήμες της. Κι έχω το φόβο μην τύχει κάποια νύχτα κι η πόλη ξανοιχτεί στο άγριο πέλαγος. Μήπως κοπούν οι άγκυρες, λυθούν οι κάβοι της που την κρατούν δεμένη στις μαντεμένιες δέστρες της προβλήτας της και σαλπάρει στ’ ανοιχτά. Φορτωμένη ακυρωμένες υποσχέσεις, ματαιωμένες προσδοκίες κι άπορα βλέμματα. Φοβάμαι, λέω, μήπως η πόλη πάρει από πάνω μας τα μάτια της και φύγει μακριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου