Ευχή
Δεν έχω γη, δεν έχω δέντρο.
Σ’ όποια σπηλιά σελίδας βρείτε ίσκιο
ν’ αναπαυθείτε,
ανάψτε το καντήλι της ελπίδας
μνήμη του τάδε που άλλη κίνηση δεν είχε
η ζωή του
από το να μαστορεύει σκαλωσιές
για τις κορφές των υακίνθων.
Η Πολιτεία μου
«Η πολιτεία μου, κήπος
που σφαδάζει στ’ αγκάθια των ρόδων του
και δάχτυλα ματωμένα που επιμένουν
ν’ αγγίζουν τα ρόδα.
Λεηλατώ τις απρόσιτες
κορφές της απιστίας μου
μ’ ένα πιστεύω χαμηλό που να το φτάνουν
οι ψυχές όταν νοιώθουν
της πίστης τη δίψα.
Έρποντας και πηδώντας
θεατρινίζω.
Περπατώντας γυμνός δεν είμαι
πιο γυμνός από ένα γαρύφαλλο
κι αυτό με πεθαίνει.
Φωτοβολεί τις νύχτες μου αγαθό
το μελαγχολικό χαμόγελο
των μοναχικών αδελφών μου.
Στα μάτια τους
ωριμάζουν οι καρποί της σιωπής
των ύμνων γλυκύτεροι».
[Παντελής Ευθυμίου, "Η μοναξιά του περιττού αριθμού", Ρόδος, 1989]
Τα σπίτια
Πάνω στο λόφο,
τα σπίτια με την πατελιά και την καμάρα
και τ’ άλλα, τα τετράγωνα, με το κεραμίδι,
τα χωρισμένα σε καμάρες,
Τ’ αρχοντικά,
αφήνουν τα παράθυρα ανοιχτά
στον κυνηγημένο.
Τα γκρεμισμένα ανασυντάσσονται.
Ψηλώνουν το κορμί,
ζυγίζονται στ’ αλφάδι της πέτρας
της αμίλητης
της γραικιάς
της αλύγιστης.
Κι’ οι θόλοι τουρανού γιομίζουν
με τις στοιχειωμένες φωνές,
που φεύγουν στην εκπνοή
από τα βαθειά θεμέλια
της ελευθερίας.
Η πατρίδα μου
«Η πατρίδα μου είναι πατρίδα του αμαρτωλού κότσυφα.
Η πατρίδα μου είναι πατρίδα του αλωνιάρη σπουργίτη
και της πέρδικας με το ουράνιο τόξο στο λαιμό·
αυτή είν’ η πατρίδα μου, μην την αλλάξετε.
Σας καλώ στην πατρίδα που την προσκυνούν
τα πουρνάρια και τα σκίνα…
…Μην την αλλάξετε
την πατρίδα του παλικαριού που πολεμά σκονισμένος,
της κόρης που δουλεύει, το κουράγιο του
τού παλικαριού που αγκαλιάζει με στοργή κισσού
τ’ αρμυρά κατάρτια της θάλασσας,
της κόρης που οργώνει τη γη στην κοιλιά της,
όταν οι καμπάνες των κορμιών σημαίνουν
ανάσταση…»
[Ευθυμίου Παντελής, «Η πατρίδα μου», από τη συλλογή Με την αλφαβήτα του αέρα, Αθήνα, 1980]
Λουλούδι και τραγούδι εσύ
Λουλούδι ανέμισες γλυκά στου τραγουδιού τον μπάτη
κι έγειρες τ’ άνθια σου ελαφρά· προσκύνημα ιερό
για το ρυθμό που αγκάλιαζε τ’ άγρυπνα ολούθε πλάτη
ντυμένα σ’ αραχνοΰφαντο κρέπι ομορφιάς γερό.
Τραγούδι, απλώθηκες γλυκό μες της ψυχής τα βάθη
και σε τραγούδησαν αργά μ’ αγάπη και θυμό
όλοι μου οι πόθοι οι μυστικοί κι όλα μου τ’ άγρια πάθη,
ντύνοντας σ’ άσπρα χρώματα της σκέψης το ρυθμό.
Λουλούδι και τραγούδι, εσύ, διπλή ομορφιά, στοχάσου·
στα ροδοπέταλα τα υγρά θα ντύνω τη σιωπή μου
και θ’ ακουμπώ τη θλίψη μου, τραγούδι, στα φτερά σου
για να την παίρνεις αψηλά, κει που γελά η ψυχή μου
Ευθυμίου Παντελής, «Λουλούδι και τραγούδι, εσύ» (αφιερωμένο στη Ξένη), από τη συλλογή Λευκή Πορεία, Ρόδος, 1954
Παντελής Ευθυμίου 28 /8/ 1923 - 8/ 9 / 1996
Τα ποιήματα αντλήθηκαν από το προφίλ του Σουλεϊμάν Αλάγιαλη-Τσιαλίκ και του Κώστα Ε. Σκανδαλίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου