ΧΩΡΙΣ ΑΝΑΠΑΥΣΗ
Δεν ξέρω πως έγινε
και περιπλεχτήκαμε τόσο πολύ
με τόσες σκέψεις κ’ έγνοιες και προβλήματα
που να μη μπορούμε πια
να πάρουμε ένα σπόγγο
και να τα σβήσουμε λίγη ώρα
απ’ τον πίνακα του κουρασμένου μας μυαλού.
Δεν ξέρω πως αυτό το μυαλό
δεν έχει πια πόδια ν’ απλώσει στην ανάπαυση,
δεν έχει στενά παπούτσια να πετάξη
μ’ ανακούφιση το βράδυ μακρυά,
δεν έχει βλέφαρα να κλείσουν τα μάτια του,
δεν έχει στόμα για χασμουρητό.
Εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο
το κρατάν άγρυπνο και τ’ ανακρίνουν οι αστυνομικοί
με το ηλεχτρικό φανάρι καρφωμένο στο πρόσωπό του.
Όλα μπορούν να υπάρξουν,
η θάλασσα μπορεί να υπάρξη
κι όμως εμείς δεν μπορούμε
να καθήσουμε στο βράχο
και να την κυτάξουμε σαν πριν
πλατειά, χωρίς αιχμή, χωρίς σκέψη.
Όλα μπορούν να υπάρξουν
κι όμως εμείς δε μπορούμε πια να συγκεντρωθούμε
σε μια κάποια μικρούλα, νοσταλγημένη ανάπαυση.
ΠΡΟΧΕΙΡΟΤΗΤΕΣ
Πήραν πρώτα τα μέτρα μας
για να μπορούμε να φοράμε παπούτσια,
για να μπορούμε να μιλάμε αναλόγως,
για να μπορέσουμε να αφομοιωθούμε;
Όχι.
Βλέπετε, λοιπόν, τι προχειρότητες;
Να πης δεν ήξεραν;
Αντιθέτως, ήξεραν πολύ καλά
τι ανόητα παιδιά θαπαιζαν μέσα μας,
ήξεραν πολύ καλά
με τι αισθήματα μας παραγέμιζαν,
τι καρδιά μας κούρδιζαν.
ΚΟΥΡΑΣΤΗΚΑΜΕ
Κουραστήκαμε να φυτεύουμε ανόητα άνθη,
κουραστήκαμε να διεκδικούμε μηδαμινές καλωσύνες,
να κουμπώνουμε σακκάκια,
και να εκθέτουμε επιφάνειες
σ’ έναν κόσμο που το φως του
ικανοποιείται σ’ αυτές,
που σταματά σ’ αυτές
κι’ αντανακλάται μ’ ελαφρή καρδιά.
Αν πρόκειται να συνεχίσουμε
πρέπει ν΄ανασκαφούν όλα απ’ την αρχή,
πρέπει ν’ αλλάξη πολιτική ο ήλιος,
πρέπει να μη γυαλίζη πια
τα χρυσά κουμπιά των σακκακιών μας.
ΑΝΘΡΩΠΟΙ
Πόσο μικροί είμαστε, παιδιά,
όσο κι αν κάποτες φαινόμαστε μεγάλοι,
από τα πόδια ως το κεφάλι,
μυαλό, κορμίν, αισθήματα, καρδιά.
Με τόση δα χαράν αναγαλλιάζουμε,
με τόση ελπίδα φτερουγάμε,
λατρεύουμε τον κόσμο για το τίποτα
και για το τίποτα μισάμε.
Τώρα σχεδιάζουμε την πιο σκληρήν εκδίκηση
και λέμε τι θα κάνουμε και λέμε
και να την άλλη τη στιγμήν αγνώριστοι
κλαίει ένα παιδάκι στη γωνιά και κλαίμε.
Σωρούς όνειρα πλάθουμεν ατέλειωτους,
να ρίξουμε τ’ αστέρια στην ποδιά μας,
μ’ αν τύχη και τα βρούμε ξάφνου ανάποδα
δεν μας πειράζει να καθήσουμε στ’ αυγά μας.
Στ’ αυγά μας κι’ όμως έτοιμοι οι λεβέντηδες.
Μια τόση προοπτικούλα να προβάλη
κι’ αρχίζουν να φουντώνουν πάλι τα όνειρα
και νάτο σκώνεται τ’ ανθρώπινο κεφάλι.
Πόσο μικροί είμαστε, παιδιά,
όσο κι’ αν κάποτες φαινόμαστε μεγάλοι.
ΜΟΙΡΑ
Εμπνευσμένο από στίχους του Λαπαθιώτη.
Τι μοίρα είχες, ψυχή μου ντελικάτη,
νάχης τον στίχο μονοπάτι.
Και μονοπάτι που δεν γνώρισε λειμώνα,
που δεν απάντησε στον δρόμο του ανεμώνα,
κι όλο γυρεύει ένα σημάδι
και ψηλαφά μεσ’ στο σκοτάδι.
Τι μοίρα νάχης μοίρα μαντζουράνας
π’ ούτε στολίζεται ούτε ανθίζει,
που αν δεν πονέση δεν μυρίζει.
Κώστας Μόντης, Στιγμές 1958.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου