Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Jacques Prévert-Mπάρμπαρα

Μπάρμπαρα

Θυμήσου Μπάρμπαρα

Έβρεχε αδιάκοπα στη Βρέστη εκείνη την ημέρα

Και περπατούσες γελαστή

Όμορφη μαγεμένη μουσκεμένη

Κάτου από τη βροχή

Θυμήσου Μπάρμπαρα

Έβρεχε αδιάκοπα στη Βρέστη

Και σ' είχα στην οδό Σιάμ συναπαντήσει                     

Χαμογελούσες

Κι εγώ κι εγώ χαμογελούσα

Θυμήσου Μπάρμπαρα

Εσύ πού δε σε γνώριζα

Εσύ πού δε με γνώριζες

Θυμήσου

Θυμήσου ωστόσο εκείνη την ήμερα

Μη λησμονείς

Σ' ενός σπιτιού την είσοδο στεκόταν ένας άντρας

Και τ' όνομά σου εφώναξε

Μπάρμπαρα

Κι έτρεξες προς εκείνον κάτου απ' τη βροχή

Όμορφη μαγεμένη μουσκεμένη

Και ρίχτηκες στην αγκαλιά του

Αυτό θυμήσου Μπάρμπαρα

Κι αν σου μιλώ στον ενικό μη με παρεξηγείς

Σ' όλους εκείνους πού αγαπώ μιλώ στον ενικό

Ακόμη κι αν τους έχω δει μονάχα μια φορά

Μιλώ στον ενικό σ' όλους εκείνους πού αγαπιούνται

Ακόμη κι αν δεν τους γνωρίζω

Θυμήσου Μπάρμπαρα

Μη λησμονείς

Εκείνη τη βροχή τη φρόνιμη κι ευτυχισμένη

Στο ευτυχισμένο πρόσωπό σου

Και στην ευτυχισμένη πόλη

Εκείνη τη βροχή πέρα στη θάλασσα

Στο Ναύσταθμο

Και στο καράβι για το απέναντι νησάκι

Ω Μπάρμπαρα

Κατάρα πού είναι ο πόλεμος

Τι να 'χεις απογίνει τώρα εσύ

Μες στη βροχή από σίδερο φωτιά κι ατσάλι κι αίμα

Κι εκείνος πού με αγάπη σ' έσφιγγε στην αγκαλιά του

Να πέθανε να χάθηκε να ζει ποιος ξέρει ακόμη

Ω Μπάρμπαρα

Στη Βρέστη βρέχει αδιάκοπα καθώς έβρεχε πρώτα    

Όμως δεν είναι το ίδιο πια και ρημαχτήκαν όλα

Φριχτή κι απαρηγόρητη βροχή από πένθος πέφτει

Δεν είναι τώρα η καταιγίδα από

Σίδερο ατσάλι κι αίμα

Μονάχα είναι από σύγνεφα

Σύγνεφα που πεθαίνουν σαν σκυλιά

Σκυλιά πού εξαφανίζονται

Μέσα στο ρεύμα του νερού στη Βρέστη

Και πάνε να σαπίσουνε μακριά

Μακριά πολύ μακριά απ' τη Βρέστη

Πού τίποτε μα τίποτε απ' αυτή δεν απομένει.


Απόδοση: Πέτρος Δήμας


BARBARA

Θυμήσου Barbara

έβρεχε χωρίς σταματημό στη Βρέστη εκείνη την ημέρα

και περπατούσες χαμογελαστή

ανθισμένη μουσκεμένη συναρπαστική

κάτω από τη βροχή

θυμήσου Barbara

έβρεχε χωρίς σταματημό στη Βρέστη

ανταμώσαμε rue de Siam

χαμογελούσες

κι εγώ χαμογελούσα το ίδιο

θυμήσου Barbara

εσύ που δε σε γνώριζα

εσύ που δε με γνώριζες

θυμήσου

θυμήσου όταν την ίδια εκείνη μέρα

μην ξεχνάς

ένας άνδρας είχε καταφύγει κάτω από ένα υπόστεγο

και φώναξε το όνομα σου

Barbara

κι έτρεξες προς αυτόν κάτω από τη βροχή

μουσκεμένη ανθισμένη συναρπαστική

ρίχτηκες στην αγκαλιά του

θυμήσου αυτό Barbara

και μη σου κακοφαίνεται αν σου μιλώ στον ενικό

μιλάω με το εσύ σε όλους αυτούς που αγαπώ

ακόμη κι αν δε τους έχω δει παρά μία μόνον φορά

μιλάω με το εσύ σε όλους αυτούς που αγαπιούνται

ακόμη κι αν δεν τους γνωρίζω

θυμήσου Barbara

μην ξεχνάς

αυτή την ήρεμη κι ευτυχισμένη βροχή

πάνω στο ευτυχισμένο σου πρόσωπο

σ’ αυτή την ευτυχισμένη πόλη

αυτή τη βροχή πάνω στη θάλασσα

πάνω στο ναύσταθμο

πάνω στο πλοίο D’ Ouessant

ώ Barbara

τι κουταμάρα ο πόλεμος

τι έχεις γίνει τώρα

κάτω απ’ αυτή τη βροχή από σίδερο

από φωτιά ατσάλι αίμα

κι αυτός που σ’ έσφιγγε στην αγκαλιά του

με αγάπη

πέθανε χάθηκε ή τελικά επέζησε

ώ Barbara

βρέχει χωρίς σταματημό στη Βρέστη

όπως έβρεχε και πριν

αλλά δεν είναι πια το ίδιο κι όλα έχουν αφανιστεί

είναι μια βροχή πένθιμη βίαιη και λυπημένη

δεν είναι ούτε η καταιγίδα πια

από σίδερο από ατσάλι από αίμα

συνηθισμένα σύννεφα

που ξεσκίζονται σαν σκυλιά

σκυλιά που έχουνε χαθεί

στο υδάτινο ρεύμα της Βρέστης

και πάνε να σαπίσουνε μακριά

μακριά πολύ μακριά από τη Βρέστη

που δεν υπάρχει πια.


(Μετάφραση: Ευριπίδης Κλεόπας, «Στη Μοναξιά του Παρισιού», Έψιλον 1990, 1994, 1998, 2007)


Μπάρμπαρα
Θυμήσου Μπάρμπαρα
Έβρεχε ασταμάτητα στη Βρέστη τότε
Και περπατούσες γελαστή
Χαρούμενη ευτυχισμένη μoυσκεμένη
Κάτω απ΄ τη βροχή
Θυμήσου Μπάρμπαρα
Έβρεχε ασταμάτητα στη Βρέστη
Και σε συνάντησα στην οδό Σιάμ
Χαμογελούσες
Κι εγώ χαμογελούσα
Θυμήσου Μπάρμπαρα
Εσένα που δεν γνώριζα
Εσύ που δεν με γνώριζες
Θυμήσου
Θυμήσου τότε
Μην ξεχνάς
Ένας άντρας προφυλαγότανε κάτω από μία μαρκίζα
Και φώναξε τ΄ όνομά σου
Μπάρμπαρα
Κι έτρεξες προς τα κει με τη βροχή
Μουσκεμένη ευτυχισμένη χαρούμενη
Κι έπεσες στην αγκαλιά του
Θυμήσου Μπάρμπαρα
Κι άθελά μου σου μίλησα στον ενικό
Μιλάω με το σύ σε όσους αγαπώ
Ακόμα κι αν τους έχω δει μονάχα μια φορά
Μιλάω με το σύ σε όσους αγαπιούνται
Ακόμα κι αν δεν τους ξέρω
Θυμήσου Μπάρμπαρα
Μην ξεχνάς
Εκείνη τη βροχή την ήσυχη κι ευτυχισμένη
Στο ευτυχισμένο σου πρόσωπο
Πάνω σ΄ εκείνη την ευτυχισμένη πόλη
Τη βροχή στη θάλασσα
Στο ναύσταθμο
Στο πλοίο τ΄ Ουεσσάν
Ω Μπάρμπαρα
Τί βλακεία ο πόλεμος
Τί νά΄ χεις γίνει τώρα
Κάτω απ΄ τη βροχή του σίδερου
Φωτιά, ατσάλι ,αίμα
Και κείνος που σ΄ έσφιγγε στην αγκαλιά του
Όλος έρωτα
Είναι νεκρός χαμένος ή ακόμα ζωντανός
Ω Μπάρμπαρα
Βρέχει ασταμάτητα στη Βρέστη
Σαν τότε
Μα δεν είναι το ίδιο όλα αφανίστηκαν
Είναι μια πένθιμη βροχή φρικιαστική κι απελπισμένη
Δεν είναι πια η καταιγίδα
Φωτιά, ατσάλι ,αίμα
Απλά σύννεφα
Που ψοφάνε σαν τα σκυλιά
Σκυλιά που χάνονται
Στα νερά της Βρέστης
Και πάνε να σαπίσουν μακριά
Μακριά πολύ μακριά από τη Βρέστη
Που δεν υπάρχει πια.
(μετάφραση : Γιώργος Κ. Καραβασίλης)

Από το Εγκόλπιο Ερωτικού Λόγου - Ανθολόγιο Ξένης Ερωτικής Ποίησης του 20ου αιώνα - εκδόσεις Γαβριηλίδης


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου