Μπάρμπαρα
Θυμήσου Μπάρμπαρα
Έβρεχε αδιάκοπα στη Βρέστη εκείνη την ημέρα
Και περπατούσες γελαστή
Όμορφη μαγεμένη μουσκεμένη
Κάτου από τη βροχή
Θυμήσου Μπάρμπαρα
Έβρεχε αδιάκοπα στη Βρέστη
Και σ' είχα στην οδό Σιάμ συναπαντήσει
Χαμογελούσες
Κι εγώ κι εγώ χαμογελούσα
Θυμήσου Μπάρμπαρα
Εσύ πού δε σε γνώριζα
Εσύ πού δε με γνώριζες
Θυμήσου
Θυμήσου ωστόσο εκείνη την ήμερα
Μη λησμονείς
Σ' ενός σπιτιού την είσοδο στεκόταν ένας άντρας
Και τ' όνομά σου εφώναξε
Μπάρμπαρα
Κι έτρεξες προς εκείνον κάτου απ' τη βροχή
Όμορφη μαγεμένη μουσκεμένη
Και ρίχτηκες στην αγκαλιά του
Αυτό θυμήσου Μπάρμπαρα
Κι αν σου μιλώ στον ενικό μη με παρεξηγείς
Σ' όλους εκείνους πού αγαπώ μιλώ στον ενικό
Ακόμη κι αν τους έχω δει μονάχα μια φορά
Μιλώ στον ενικό σ' όλους εκείνους πού αγαπιούνται
Ακόμη κι αν δεν τους γνωρίζω
Θυμήσου Μπάρμπαρα
Μη λησμονείς
Εκείνη τη βροχή τη φρόνιμη κι ευτυχισμένη
Στο ευτυχισμένο πρόσωπό σου
Και στην ευτυχισμένη πόλη
Εκείνη τη βροχή πέρα στη θάλασσα
Στο Ναύσταθμο
Και στο καράβι για το απέναντι νησάκι
Ω Μπάρμπαρα
Κατάρα πού είναι ο πόλεμος
Τι να 'χεις απογίνει τώρα εσύ
Μες στη βροχή από σίδερο φωτιά κι ατσάλι κι αίμα
Κι εκείνος πού με αγάπη σ' έσφιγγε στην αγκαλιά του
Να πέθανε να χάθηκε να ζει ποιος ξέρει ακόμη
Ω Μπάρμπαρα
Στη Βρέστη βρέχει αδιάκοπα καθώς έβρεχε πρώτα
Όμως δεν είναι το ίδιο πια και ρημαχτήκαν όλα
Φριχτή κι απαρηγόρητη βροχή από πένθος πέφτει
Δεν είναι τώρα η καταιγίδα από
Σίδερο ατσάλι κι αίμα
Μονάχα είναι από σύγνεφα
Σύγνεφα που πεθαίνουν σαν σκυλιά
Σκυλιά πού εξαφανίζονται
Μέσα στο ρεύμα του νερού στη Βρέστη
Και πάνε να σαπίσουνε μακριά
Μακριά πολύ μακριά απ' τη Βρέστη
Πού τίποτε μα τίποτε απ' αυτή δεν απομένει.
Απόδοση: Πέτρος Δήμας
BARBARA
Θυμήσου Barbara
έβρεχε χωρίς σταματημό στη Βρέστη εκείνη την ημέρα
και περπατούσες χαμογελαστή
ανθισμένη μουσκεμένη συναρπαστική
κάτω από τη βροχή
θυμήσου Barbara
έβρεχε χωρίς σταματημό στη Βρέστη
ανταμώσαμε rue de Siam
χαμογελούσες
κι εγώ χαμογελούσα το ίδιο
θυμήσου Barbara
εσύ που δε σε γνώριζα
εσύ που δε με γνώριζες
θυμήσου
θυμήσου όταν την ίδια εκείνη μέρα
μην ξεχνάς
ένας άνδρας είχε καταφύγει κάτω από ένα υπόστεγο
και φώναξε το όνομα σου
Barbara
κι έτρεξες προς αυτόν κάτω από τη βροχή
μουσκεμένη ανθισμένη συναρπαστική
ρίχτηκες στην αγκαλιά του
θυμήσου αυτό Barbara
και μη σου κακοφαίνεται αν σου μιλώ στον ενικό
μιλάω με το εσύ σε όλους αυτούς που αγαπώ
ακόμη κι αν δε τους έχω δει παρά μία μόνον φορά
μιλάω με το εσύ σε όλους αυτούς που αγαπιούνται
ακόμη κι αν δεν τους γνωρίζω
θυμήσου Barbara
μην ξεχνάς
αυτή την ήρεμη κι ευτυχισμένη βροχή
πάνω στο ευτυχισμένο σου πρόσωπο
σ’ αυτή την ευτυχισμένη πόλη
αυτή τη βροχή πάνω στη θάλασσα
πάνω στο ναύσταθμο
πάνω στο πλοίο D’ Ouessant
ώ Barbara
τι κουταμάρα ο πόλεμος
τι έχεις γίνει τώρα
κάτω απ’ αυτή τη βροχή από σίδερο
από φωτιά ατσάλι αίμα
κι αυτός που σ’ έσφιγγε στην αγκαλιά του
με αγάπη
πέθανε χάθηκε ή τελικά επέζησε
ώ Barbara
βρέχει χωρίς σταματημό στη Βρέστη
όπως έβρεχε και πριν
αλλά δεν είναι πια το ίδιο κι όλα έχουν αφανιστεί
είναι μια βροχή πένθιμη βίαιη και λυπημένη
δεν είναι ούτε η καταιγίδα πια
από σίδερο από ατσάλι από αίμα
συνηθισμένα σύννεφα
που ξεσκίζονται σαν σκυλιά
σκυλιά που έχουνε χαθεί
στο υδάτινο ρεύμα της Βρέστης
και πάνε να σαπίσουνε μακριά
μακριά πολύ μακριά από τη Βρέστη
που δεν υπάρχει πια.
(Μετάφραση: Ευριπίδης Κλεόπας, «Στη Μοναξιά του Παρισιού», Έψιλον 1990, 1994, 1998, 2007)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου