Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Rainer Maria Rilke-H Μεγάλη νύχτα


Με θαυμασμό σε κοίταζα συχνά· στεκόμουν στο χτες αρχινισμένο παραθύρι,
στεκόμουν και σ’ εθαύμαζα. Η νέα πόλη εξακολουθούσε
να μου είναι απαγορευμένη, το δε αμετάπειστο τοπίο
σκοτείνιαζε πέρα, ωσάν εγώ να μην υπήρχα. Και τα διπλανά μου ακόμα πράγματα
καν το παραμικρό δεν έκαναν, να τα κατανοήσω. Στους φανοστάτες πάνω
ορμητικό χυνόταν το σοκάκι: κι έβλεπα πως ήταν ξένο.
Συμμετείχα ήδη –από μια κάμαρα συμπαθητική, στο φως της λάμπας–
σε ό,τι γινόταν απέναντι: τα καταστήματα το νιώσαν, κι έκλεισαν.
Στεκόμουν. Κάποιο παιδί έκλαψε ύστερα. Ήξερα τί μπορούσαν να κάνουν
οι μητέρες στα τριγύρω σπίτια, – κι επίσης ήξερα
του κάθε κλάματος τον απαρηγόρητο λόγο.
Ή τραγουδούσε μια φωνή κι έφτανε λίγο πιο μακριά απ’ όσο περίμενες να φτάσει,
ή το βήξιμο ακουγόταν κάποιου γέροντα
που συνεχώς μουρμούριζε λες κι είχε δίκιο το σώμα του που τά ’βαζε
με τον πιο μειλίχιο κόσμο. Κατόπιν σήμανε την ώρα το ρολόι, μα εγώ
καθυστέρησα ν’ αρχίσω να μετράω, και πάει, μού ’φυγε. –
Σαν παιδί, σαν ξένος που τον δέχονται επί τέλους, αλλά που
δεν πιάνει τη μπάλα και που κανένα παιχνίδι δεν ξέρει να παίξει
απ’ όσα οι άλλοι με τόση ευκολία παίζουνε,
κι έτσι στέκεται και κοιτάζει πέρα μακριά –
πού αλήθεια;: έτσι στεκόμουν κι εγώ και ξάφνου
κατάλαβα πως ασχολιόσουνα εσύ μ’ εμένα, πως έπαιζες μαζί μου εσύ,
μεγαλωμένη νύχτα, κι έμεινα εκεί να σε θαυμάζω. Εκεί οι πύργοι
οργίζονταν, εκεί μια πόλη με αποσοβημένο το πεπρωμένο της
με είχε περικλείσει, χωρίς ωστόσο να με στρυμώχνουνε
βουνά που εμάντευα, και στον κοντινότερό μου κύκλο
μια λιμασμένη ξένωση έσφιγγε την τυχαία μαρμαρυγή
των αισθημάτων μου –: εκεί, ω ύψος, καμιά
δεν ήτανε ντροπή για σένα τ’ ότι με γνώριζες. Η πνοή σου
περνούσε από πάνω μου. Παντού με σοβαρότητα μοιρασμένο
το χαμόγελό σου έμπαινε βαθιά και σ’ εμένα μέσα.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου