Πασαλιμάνι 1970
Τσιμέντο άφθονο σκέπασε
Τις παιδικές μας πατημασιές
Τα ίχνη των πνιγμένων
Κι αυτών που ναυαγήσαν στην στεριά.
Τέτοιαν ώρα ανεβάζει η θάλασσα τον καημό τους.
Ξυπνάει τους ενοίκους της πλατείας
Βγαίνουν τρομαγμένοι στην πόρτα τους
Κι εκθέτουν κλεψίγαμα όνειρα.
Τ' αφήνουν εκεί χωρίς σημείωμα
Και ξαναπάνε για ύπνο.
Μου ταιριάζουν αυτά τα σπίτια.
Αυτό το λιμάνι.
Αυτή η σταματημένη θάλασσα
που ξέχασε την πηγή της.
Τα Βλέφαρα
Πορτόφυλλα αδιαφανή και αδιαπέραστα
όταν το θέαμα του κόσμου γίνεται αβάσταχτο
και τα μάτια στεγνά ακόμα μας εκλιπαρούν
να επιστρέψουν για λίγο στο φιλικό τους σκοτάδι.
Δεν είναι όμως η συγκάλυψη των ματιών μόνο
την ώρα που τα συντρέχουμε και ηρεμούν προσωρινά
ο ρόλος που αποδεχτήκαμε και μας αρκεί
όταν το νιώσουμε πόσο όλα τα πράγματα αντιμάχονται
να χωρέσουν στο σχέδιο μιας σχέσης στοργικής
που οι εκκλήσεις του βλέμματος ακούραστα υποβάλλουν.
Για μας είναι γνωστό κι ας μένει αμετάδοτο
πως τίποτα δεν κερδίζεται με μάτια ανοιχτά
κι αν έχουμε ένα λόγο για συνύπαρξη
είναι να τα εξωθούμε αδιάκοπα στον ύπνο.
Άσχετο πόσο τα μάτια αμετανόητα
αρνούνται να πιστέψουν το φοβερό τους μέλλον
κι επινοούν στα βάθη τους κώδικες ονειρικούς
στα μέτρα μιας μεγάθυμης ζωής
κι όχι αυτής που τα χλευάζει.
Ίσως γιατί φοβούνται πιο πολύ
όσο κι εμείς βαθιά μας κι απεχθάνονται
τη θλίψη που κληροδοτούν αφόρητα
όσοι κοιμήθηκαν οριστικά και δεν ξυπνάνε.
Του προσώπου, 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου