σαν έφτασε έτσι ωχρός κι αδύνατος σα καύκαλο χελώνας
ο νεκρός
έτσι ξεπαγιασμένος
με κείνα τα γελοία εσώρουχα κι ως να μην έφταναν αυτά πουδραρισμένος
με παραγεμισμένα μάγουλα και κολλημένα χείλη
έτσι ελεεινός, στην πόρτα στάθηκε του κάτω κόσμου
σαν βγήκε ο άγγελος για την παραλαβή, φοβήθηκε ο νεκρόςνα κλαίει άρχισε, να οδύρεται ‘’δεν ήμουνα καλός’’ να λέει, ‘’μουδέ
πατέρας, μουδέ σύντροφος, οκνός, δειλός, και γυναικάς και ψεύτης’’
δέντρα, πώς έπλαθες τη λάσπη και πώς, με τις ασφοδυλιές
κι άλλα πολλά ετοιμαζότανε να πει, μα ο άγγελος σήκωσε τη ρομφαία
‘’σε είχα δει’’ έτσι του είπε, τρυφερά ‘’σε είχα δει πώς μπόλιαζες ταδέντρα, πώς έπλαθες τη λάσπη και πώς, με τις ασφοδυλιές
έφτιαχνες ανεμόμυλους …’’
και πέτρα λησμονιάς του ‘δειξε να καθίσει.
Αντωνία Μποτονάκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου