Θα φύγω με τα πόδια στις Ινδίες
κι ίσως να πάω ακόμη πιο μακριά,
σ’ όσους ρωτάνε «που πηγαίνεις;» θ’ απαντάω:
«ψάχνω μια κόλαση μα σάρκα και οστά».
«εδώ δεν έχει πια που να πατήσεις»
παντού μερμήγκια, σαύρες και σκορπιοί,
στη θάλασσα παραμονεύουνε κονσέρβες
κι οι τροχονόμοι γίναν δύτες κι ηθοποιοί.
Μετά το ματς γυρνούν όλοι στο σπίτι τους και τρώνε,
Κοιτάζουν στην τηλεόραση τον πόλεμο μακριά,
Οι γλάστρες τους μαραίνονται καθώς αυτοί κοιμώνται,
Μες στο ψυγείο κάθεται ο διάολος και γελά.
Φυτρώσανε στους τάφους ναύλoν άνθη
κι οι αστυνόμοι δέρνουν τον κρατούμενο λυτό,
όλα επιτρέπονται—ακόμη και τα άγχη
μπροστά στο μνήμα του Λευτέρη δάκρυα από μπετόν.
Απ’ ώρα σε ώρα θα συλλάβουνε κι εμένα,
ίσως γιατί θα ξέχασα να βάλω το μπριλκρήμ,
μπροστά στη λάμπα αν με ρωτήσουνε «ποιος είσαι;»
θα πω πως είμαι το πανίσχυρο το Βιμ.
Κι έτσι θα φύγω με τα πόδια στις Ινδίες
κι ίσως να πάω ακόμη πιο μακριά,
σ’ όσους ρωτάνε «που πηγαίνεις;» θ’ απαντάω:
«ψάχνω μια κόλαση με σάρκα και οστά».
1970
Χρήστος Ν. Βαλαβανίδης
Χρήστος Ν. Βαλαβανίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου