Ένα άσπρο ημιφορτηγάκι σταμάτησε μπροστά στην πόρτα. «Ξεχάσατε το μαξιλάρι και τις παντόφλες της μητέρας σας», μου είπε ένα γεροντάκι που κατέβηκε από μπροστά. Μου άνοιξε την κλειστή καρότσα και είδα μέσα τη μητέρα μου, συγυρισμένη στο κιβούρι της και σκυθρωπή. «Μην παραξενεύεστε», συνέχισε το γεροντάκι. «Άμα, κανείς πεθάνει στην κλινική, τον κουβαλάμε μ’ αυτό, για να μη βλέπουν οι άρρωστοι τη νεκροφόρα κι αγριεύονται.» Της βάλαμε το μαξιλάρι και τις παντόφλες. «Θέλω μια χάρη», του είπα· “πριν να την πάτε στο νεκροταφείο, κάντε της μια γυροβολιά. Θα το χαρεί πολύ η ψυχή της.»
Όταν το απόγευμα την κατεβάζαμε στον τάφο, ένα χαμόγελο άνθιζε στο πρόσωπό της.
Νεκρή πιάτσα, εκδόσεις Διαγώνιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου