Παρασκευή 3 Ιουνίου 2022

Αλέξης Τραϊανός-Ποιήματα


Η σημερινή μέρα

Η σημερινή μέρα κατρακύλησε μέσα στα γράμματα
Στις άγονες παραγράφους
Τις πρεσβυωπικές υποσημειώσεις και παραπομπές

Εγκαθίδρυσε την οδύνη της με την ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Γευμάτισε πλουσιοπάροχα στην 103η σελίδα
Επένδυσε τις στιγμές της σε 14 ΚΕΦΑΛΑΙΑ
ΜΕΡΗ ΤΡΙΑ
Κι οταν κουράστηκε δίπλωσε τα φτερά της
Κι έγινε μια κατσαρίδα που ανιά
Πάνω στο γκρίζο μωσαϊκό
Στην έρημη βραδινή κουζίνα.

Επισκέψεις

Αυτές οι ξεθωριασμένες ομολογίες του χτες
Επισκέπτες που κυκλογύριζαν ολημερίς
Για να’ βρουν ένα σπίτι που’ μεινε κλειδωμένο

Υαλοπίνακες αφηρημένοι στη θαμπή πρόσθεση των ετών
Φωτογραφίες που άρχισαν να πληθαίνουν
Μέσα στα μαύρα περιγράμματά τους
Τι θέλουν

Αυτοί οι απρόσκλητοι επισκέπτες φύγανε
Διωγμένοι

Σαθρές καρέκλες φιλοξενούν την υπομονή τους
Μετρημένη σε βάρος

Πού να τους βάλω να καθήσουν
Τις σαθρές καρέκλες πώς να δικαιολογήσω

Κάποιος έφυγε

Κάποιος έφυγε από μέσα μας

Ξεκλείδωσε κάποτε τους αρμούς μας

Φόρεσε τα πιο ωραία μας ρούχα

Και κάνοντας μια ραγισματιά αιφνίδια

Πετάχτηκε

Όπως απ’ το νεκρό πετιέται η στερνή πνοή

Πετάχτηκε με τους πολλούς καθρέφτες

Τους αμέτρητους ήλιους


Έφυγε

Δεν ήθελε να ζει μαζί μας

Σφίγγοντας νεκρά πουλιά

Κλείνοντας τον παγωμένο αέρα στα γόνατα

Έριξε το κορμί του στη νύχτα

Στην άλλη υπόσταση των πραγμάτων

Έφυγε αφήνοντάς μας μια ραγισματιά αιφνίδια

Τις μικρές λυπημένες φωνές των πραγμάτων

Κάτι σωπασμένους αδύναμους ήχους

Ανέκφραστα πενιχρά πράγματα

Που τον βαστάζουν και τον θυμούνται

Όπως η άνοιξη κάθε φορά που έρχεται τον θυμάται

Και η γυρισμένη ζωή

Και το ανοιγμένο μας στήθος


Εμείς τον κλαίμε ακόμη

Εγκατάσταση

Από δω που κάθομαι θα βλέπω τους ανθρώπους
Το φως ακόμη ανάμεσα στα στερνά βήματα του καιρού
Φως τόσο μακρινό για κάποιον
Σα να μην ήρθε να έπεσε στο στήθος
Σα να μην ήρθε ποτέ στα χέρια σου
Στο σβηστό μου παράθυρο

Μας έδεσε το φως μας έδεσε με τόσο σκοτάδι

Θα σηκώνομαι κάποτε θα ξεθάβομαι
Θα σηκώνομαι από ξύλο και ένδυμα
Χέρια και θρύψαλα σμιγμένος θάνατος
Πτώση μέσα στην πτώση ως την τελευταία πτώση
Την τελευταία βαράθρωση
Μαζί με τα λουλούδια που έκλαψαν πάνω στα λείψανά τους
Κι εκείνο το χέρι κίτρινο
Μες στα μαλλιά χωμένο της σελήνης
Πιο φαγωμένο κι απ’ το τίποτα.

Ατμόσφαιρα

Η απουσία σου μικραίνει τον ουρανό

Έρχεται, φεύγει
Πατά στα νύχια
Ξεκλειδώνει τις πόρτες
Στο ψύχος των μοναχικών χεριών

Τι άσχημα είναι σ’ αυτή την πολική τοποθεσία
Τι άσχημα κλεισμένος μες στο αρκτικό μου σπίτι

 [Από τη συλλογή Οι Μικρές Μέρες, 1973]

Θεσσαλονίκη Μνήμη 1949

Είχε κλειστεί στο πρόσωπό του
Στους ώμους της βροχής σα ριγμένο παλτό περπάτησε
Εκεί που τέλειωναν τα τραμ στην Αποθήκη της καρδιάς
Και βγαίνανε πιάνα ατέλειωτα μαύρα πιάνα
Ανάμεσα από χριστουγεννιάτικες νιφάδες
Ανάμεσα από γάλα σκόνη
Ανάμεσα από βυθισμένες ναφθαλίνες
Στις ράγες του ανέκκλητου κυλώντας

Ιντερμέδιο τρίτο

Τι έγινε και ράφτηκε ο χειμώνας στα βουνά
Και το κρεβάτι μοναχό ουρλιάζει στα ρολόγια
Και το τραπέζι να μεθά μ’ απανωτά τσιγάρα
Ένα μελάνι κόκκινο που έπηξε μες στο κρύο

Κατέβα πάλι τις σκάλες και να τις ανεβείς
Άλλαξε θέση στις καρέκλες
Άνοιξε τα παράθυρα για να τα κλείσεις
Και γέμισε τα δυο ποτήρια σου για σένα
Είν’ ένας τρόπος βέβαια να υπάρχεις
Είν’ ένας τρόπος ύστερα απ’ τα τόσα ρούχα η τόση μοναξιά

Να σκαρφαλώνεις κάποτε στη σκιά
Στο μαύρο μάρμαρο στο άγαλμά σου
Μ’ αυτά τα χέρια απονενοημένα
Μ’ αυτά τα χέρια καπνισμένα
Μπρος απ’ τα μαύρα σου γυαλιά τι πήχτρα το σκοτάδι

[Από τη συλλογή Η Κλεψύδρα με τις Στάχτες, 1975]

Το πουλημένο παιχνίδι της ποίησης
δεν έχει τελειώσει ακόμη

Σήμερα μου μίλησες για το πρόσωπό μου
Απλά ότι πάχυνε

Δεν το κατάλαβα ούτε κι εγώ
Γιατί δε θα βλέπω σε λίγο

Άσχημο νάρκωμα κι ένα βασανιστικό ταξίδι
Μ’ έσμπρωξαν πάλι εδώ
Έτσι τότε που πήρανε τον καθρέφτη
Κι έμεινε το πρόσωπό μου
Πίσω μέσα στον τοίχο
Τα χέρια μου κατεβαίνοντας
Γράφοντας ποιήματα
Ανοίγοντας την πόρτα και τον καφέ
Το κορίτσι τον Μπρούκνερ
Το πέμπτο του πάτωμα

Κι η ζωή μας παίχτηκε κομμένη ταινία στο σινεμά

Κάηκε η ασφάλεια του εαυτού μου
Ανίσχυρη την τόση μου τάση να σηκώσει

Μια χάρτινη κούκλα θα σπάσει τους σπάγγους της
Αμφιβάλλω αν περπατήσει
Αμφιβάλλω αν θα μπορέσει να συρθεί
Ως τα ψίχουλα

Μην περπατάς Το πάτωμα τρίζει Η γη τρίζει
Είν’ επικίνδυνα εδώ στο πέμπτο το πάτωμα αν θα πέσεις
Είν’ επικίνδυνα σ’ αυτό το ερημονήσι του ύψους

Ο ουρανός τρίζει Το τηλέφωνο κουλουριάζεται Μια μαύρη γάτα
Κοιμάται ήσυχα Δεν ξυπνάει ποτέ του
Παρά μόνον όταν θέλω ν’ ακούω την ώρα και τον καιρό
Τα έργα της εβδομάδος τ’ άλογα τα λαχεία και το ΠΡΟ-ΠΟ

Κάποιοι φέρνουν κάτι μέσα
Δεν καταλαβαίνω καλά
Δυναμίτη ή βόμβες

Θα υπονομεύσουν την πολυκατοικία
Τον πλανήτη την πόλη

Το τηλέφωνο κουλουριάζεται πάλι
Το σκεπάζω με μια κουβέρτα
Σκεπάζω τα βιβλία τα τζάμια τα μάτια μου
Βυθίζω τα δάχτυλα στο πρόσωπό μου
Κι ανακαλύπτω τη λάσπη

Το πουλημένο παιχνίδι της ποίησης
Δεν έχει τελειώσει ακόμη.

[Από τη συλλογή CANCERPOEMS, 1977]

Πηγή: https://1-2.gr/2021/12/27/kahke-h-asfaleia-toy-eaytoy-moy/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου