Το τελευταίο όνειρο
Κατεβαίνουμε τάχα πάνω απ’ το λόφο.
Τ’ αμάξι κυλούσε. Κι απάνω του οι δυό μας.
Οι τέσσερις ρόδες του, τέσσερα όνειρα, κόκκινα
γαλάζια και κίτρινα. Κι εσύ στην αγκάλη σου,
κρατούσες μια δέσμη ουρανού, που μου σκέπαζε
το πρόσωπο πλάι σου.
Μετά την τελευταία καμπάνα
Είναι ώρα που σώπασε κι η τελευταία καμπάνα.
Δε θα περάσει άλλο πουλί. Ας μην περιμένω.
Ούτε άλλη φωνή. Ας πάω στο σπίτι
ν’ ανάψω την λάμπα μου.
Σάμπως
να σου πλέκω ένα μάλλινο ή
να περνώ στη βελόνα μου λεμονάνθια, σου γράφω
στίχους τη νύχτα
Ο τελευταίος χαιρετισμός
Ας μου δώσει το χέρι του ο Θεός –
τελευταία ανάβαση. Το σκοινί τεντωμένο
απ’ τη μια άκρη ως την άλλη. Χωρίς καμιά κλίση
του όλου μου σώματος, το γέλιο στη θέση του
(όπως στο πρόσωπο του παιδιού των Δελφών)
το χέρι γυμνό σχεδόν ως το κόκκαλο
πάνω στο στήθος. Ο κόσμος στο βάθος.
Θα κυλήσει από μέσα την καρδιά του ο μικρός
τελευταίος διάττοντας, μια λέξη διαυγής,
κρεμασμένη από μια κλωστή ευτυχίας,
φθόγγος και μάργαρο: «Χαίρε»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου