Σάββατο 11 Ιουνίου 2022

Άγγελος Τερζάκης-Η βάρκα


O φίλος μου αφηγήθηκε:
Όταν γυρίζω τα μάτια στα παιδικά μου χρόνια, αναθυμούμαι πάντα μιαν ακρογιαλιά, μια κάποιαν ήρεμη, ερημικήν ακρογιαλιά, όπου το κύμα έρχεται γλυκά να σβύσει φλοισβίζοντας στην αγκαλιά του άμμου.
Δεν ξέρω… Εκεί δεν είναι η πατρίδα μου κι΄ εκεί δεν έζησα τα περισσότερα χρόνια της ζωής μου. Όμως η ακρογιαλιά γεμίζει με τη μουσική της την ξέμακρη ολάκερα τα παιδικά μου χρόνια. Και τώρα πια, ώριμος άντρας, αγαπώ συχνά, καθώς όλοι οι επίδοξοι γέροι, ν΄ αναθυμούμαι τα πρώτα νιάτα μου. Και πάλι, να, στο μνημονικό μου ανατέλλει η ακροαγιαλιά.
Είναι μια απαλή, απέραντη καμπύλη αμμουδιάς που ελαφρά κολπώνει η θάλασσα. Γύρω, πέρα, ερημιά. Στη μέση, πάνω σε κάτι δοκάρια στρογγυλά και μαύρα, μια μεγάλη, παλιά βάρκα, νεκρή. Την έχουνε τραβήξει στη στεριά κι΄ εκεί σάπισε. Μισογερμένη, αφήνει να χάσκει τόνα της πλευρό ανοικτό. Της λείβονται σανίδια, κι΄ ο σκελετός, καθώς ζώου νεκρού, γαντζώνει στον αέρα λαίμαργα τα λιπόσαρκα παΐδια. Είναι κόκκινη η βάρκα, παράδοξα κόκκινη στην κοιλιά, και ψηλότερα, ένα γαϊτάνι, μαύρη. Όμως η λαβωμένη τούτη πλευρά, η αιματοστάλαχτη, λες κάποτε πως ανασαίνει…
Η ερημιά. Κ΄ η νεκρή βάρκα, μονάχη της…
Ερχόμουν μικρό παιδί ακόμα, και περιδιάβαζα στο έρημο ακρογιάλι. Τα καλοκαίρια, πάντα, κάποια θεία μου άκληρη, που είχε σπίτι και κτήμα αγροτικό πιο πέρα, μ΄ έπαιρνε κοντά της δυο-τρεις μήνες να κάνω εξοχή. Υπόφερα από κάτι θέρμες ασυνήθιστες, που τις συνόδευαν νύχτες αγωνίας, γεμάτες οράματα. Λοιπόν στους μοναχικούς μου περιπάτους έστριβα συχνά το μικρόν κάβο, που λες και τερμάτιζε την κατοικημένη πλάση, και προχωρούσα στην έρημη αμμουδιά. Στην αρχή, θυμούμαι, άκουγα με τρόμο τα βήματα μου να τρίζουνε μοναχικά. Αργότερα συνήθισα. Με τις ημέρες, τις βδομάδες, τους μήνες , μια τρυφερότητα παράδοξη ξύπνησε μέσα μου, μυστικά, για το απλησίαστο τοπείο. Λιανοτρέμουλη μια αγάπη άρχισε ν΄ αναθρώσκει μέσα από τη θράκα της τρομάρας κι΄ ευλόγησε με το διακριτικό μύρο της την ψυχή μου. Έφτασε αδιόρατα μια μέρα που άρχισα να νιώθω δική μου την έρημη ακρογιαλιά, κι΄ ένα βαθύτερο νόημα συγγένειας, κάτι σαν ευαίσθητη στοργή, μ’ έδεσε γλυκά μαζί της.
Πήγαινα έτσι όχι μονάχα από συνήθεια να την ιδώ, μα και σαν από καθήκον και συμπόνοια.
Δεν ξέρω πια πότε είταν ακριβώς που, κάποια μέρα, κοντοζυγώνοντας στη βάρκα μου, είδα κάποιον άλλο να τριγυρίζει στην απάτητη περιοχή της. Ζύγωσα δισταχτικός, με δυσαρεστημένην απορία. Είταν ένα μικρό κορίτσι, πάνω – κάτω στα δικά μου χρόνια. Θαρρετά, αψήφιστα, περιεργαζότανε με τα μάτια το ιερό κουφάρι. Το κορίτσι είτανε ξυπόλυτο.
Θαρώ τώρα πως, την πρώτη εκείνη φορά, δεν της μίλησα. Αργότερα, ύστερα από μέρες, πιάσαμε κουβέντα. Είχε αρχίσει νάρχεται στ΄ ακρογιάλι μου συχνά. Μιλήσαμε , φυσικά, για τη βάρκα. Και, με το θάρρος της άγνοιας, την αυθάδεια του αμύητου, μου πρότεινε κάτι αφάνταστο: Να την καβαλλικέψουμε!
Όποιος υποστηρίξει πως πρέπει να υπερασπίστηκα για πολύν καιρό τα ιερά μου, θα πει ότι ελάχιστα γνωρίζει τον άνθρωπο. Δε λέω, λιποψύχησα την πρώτη στιγμή. Όμως εκείνη, δεν είχε φανταστεί καθόλου, φαίνεται, το δισταγμό μου. Ακούμπησε στον ώμο μου και δοκίμασε ν΄ ανέβει. Είτανε ψηλά. Μου πρότεινε λοιπόν να πλέξω τα δάχτυλά μου για να πατήσει στις χούφτες μου. Το έκανα. Είναι πολύ γλυκό, φίλε μου, το ναρκωτικό της προδοσίας. Στηρίχτηκε στον ώμο μου, πάτησε στις χούφτες μου ανάλαφρα κι΄ ανέβηκε.
Κι’ εγώ… Εγώ ήμουν συγκινημένος.
Ερχόμασταν συχνά στην πεθαμένη βάρκα, κι΄ ανεβασμένοι πάνω, σύμφωνα μ’ ένα πρακτικό σύστημα που είχαμε βρει για να το κατορθώνουμε, παίζαμε του κόσμου τα παιγνίδια. Καλούσαμε με τη φαντασία γύρω μας τη θάλασσα να φουσκώσει, ν’ αγριέψει, και τα κύματα να μας ανασηκώνουνε στα μεσούρανα, κύματα βουνά. Στη φαντασμαγορική τούτη θύελλα ήμουν εγώ ο καπετάνιος. Μ’ αυθάδεια σκαρφαλωμένος στην πλώρη, τα σκέλια τεντωμένα κι΄ ανοιχτά, διέταζα το μοναδικό μου ναύτη. Κι΄ ο ναύτης εκτελούσε, υπάκουος. Εγώ έβρισκα πάντα και τα θέματα του παιχνιδιού. Το βάθος άλλωστε είτανε στερεότυπο: “Φουρτούνα”! Κολακευόμουν να βλέπω τον εαυτό μου ήρωα, και μάλιστα να νιώθω πως τον βλέπουν.
Μια φορά μονάχα είπε το θέμα του παιχνιδιού κι΄ εκείνη. Το καλοκαίρι ζύγωνε στα τέλη του και τώρα συχνά μας πρόφταινε το βράδι. Κάποτε, το φεγγάρι – είταν αυγουστιάτικο; – μας ξεγέλασε με το ζωηρό του φως που λες και συνέχιζε το σούρουπο, καθόμασταν αποσταμένοι από την “τρικυμία” στην πρύμνη. Κ΄ η φιλενάδα είπε σιγανά:
– Τώρα είναι γαλήνη… γαλήνη…, τα κύματα μας σπρώχνουμε γλυκά. Έπεσε και το λιγοστό αεράκι… Ταξιδεύουμε… Δες λοιπόν τι ώμορφα που είναι!..
Κάτω από το σεληνόφως άπλωνε το χεράκι της. Είναι καταπληχτικό, φίλε μου, πως κάποτε μια χειρονομία απλή μας ξεσκεπάζει την ωμορφιά του κόσμου. Λες και τα μάτια μας δεν προσμέναν παρά τούτο μονάχα για ν’ ανοίξουνε στο φως.
Η φωνή της είταν κουρασμένη κι΄ αργή. Δεν ξέρω γιατί άρχισα ξάφνου να φοβάμαι.
– Πάμε, πάμε… μουρμούρισα και σηκώθηκα.
Δεν μ΄ άκουγε. Είταν αφαιρεμένη.
Της τράβηξα το φουστάνι δειλά, να τη συνεφέρω.
Γύρισε και με κοίταξε. Το μάτι της είτανε μεγάλο και σκοτεινό. Μου φάνηκε αγνώριστο, ολάκερη μου φάνηκε αγνώριστη, σα να γύριζε από μακρυνό ταξείδι. Κι’ η χώρα που είχε ιδεί αντικαθρέφτιζε ακόμα στα μάτια της τα οράματά της, οράματα δαιμονικά.
Τα καλοκαίρια , δεν ξέρω πια για πόσα ακριβώς χρόνια, σμίγαμε εκεί. Ο πατέρας της είτανε ψαράς. Κάθονταν λίγο πιο κάτω από το δικό μας σπίτι. Το πρωινό, από τον κάβο, τον βλέπαμε με τη βάρκα του, πέρα στ’ ασημένιο πέλαγος ν΄ απλώνει υπομονετικά τα δίχτυα. Και γελούσαμε τότε που φαινότανε στην απόσταση έτσι μικροσκοπικός.
Μου είναι αδύνατο να θυμηθώ τώρα τι ακριβώς λέγαμε. Όμως είμασταν φλύαροι, αφάνταστα φλύαροι. Και πάντα σκαρφαλώναμε στην ασάλευτη μέσα βάρκα. Στη φαντασία μας την πλάθαμε καράβι τρανό, βαρύτιμο, γεμάτο χρυσαφικά, ξόμπλια και στολίδια. Βασιλιάδες μας κατευόδωναν και πριγκηπέσσες μας προσμέναν. Νικητές πάντα στη θαλασσοταραχή, αρμενίζαμε τα βράδια μες σε λιμάνια ονειρευτά, απάνεμα, και γύρω, στο χρυσό ηλιοβασίλεμα που σιγόσβυνε, μαντήλια καλοδεχτικά μας χαιρετούσαν. Τα μάτια μας κρατούσαν ακόμα αστραφτερές αντιφεγγιές θριάμβου… Κι΄ άλλοτε πάλι μας έπαιρνε, απολησμένους, ο ύπνος πάνω εκεί.
…Ποιος δεν ταξίδεψε στη ζωή του μια φορά με μια τέτοια βάρκα;
Όλ΄ αυτά γίνηκαν όταν ήμουν πολύ μικρός, έξη ή εφτά χρονών. Γιατί αργότερα έπαψα να πηγαίνω στην εξοχή εκείνη. Το τελευταίο καλοκαίρι, θυμάμαι, είχα αρχίσει ν’ αποχτώ συναίσθηση της πραγματικότητας. Τέλειωνα το Δημοτικό και θάμπαινα στο Ελληνικό σχολείο. Αυτό σημείωνε στη ζωή μου κάποιον ξεχωριστό σταθμό. Ήμουνα φοβερά περήφανος. Και κάποιο βράδι που άκουσα τον πατέρα μου να λέει σ’ επισκέπτες σοβαρά πως, σα μεγάλωνα, θα μ’ έκανε δικηγόρο, με συνεπήρε τέτοια χαρά κι’ αλαζωνεία που δεν έβλεπα τη στιγμή να ξημερώσει η άλλη μέρα για να πάω να το πω στη συντρόφισσα των παιχνιδιών μου.
Είτανε τ’ άλλο βράδι, εκεί, στην έρημη ακρογιαλιά. Βράδιαζε κ΄ είχαμε αποστάσει. Πάλι είχε γαληνέψει η θαλασσοταραχή κι’ επλέαμε ήρεμα στα νερά του ονείρου. Η φιλενάδα μου ήταν αμίλητη.
– Μίλα, της λέω… γιατί δε μιλάς;
– Δεν ξέρω, αποκρίθηκε.
Έβγαινε το φεγγάρι.
– Δώσε μου το χέρι σου, να τραγουδήσουμε.
– Να, μουρμούρισε.
Το έπιασα. Είτανε παγωμένο.
– Τι έχεις; ρώτησα ανήσυχος.
Ο φλοίσβος έσβυνε στην ακρογιαλιά. Στα νερά, θρυμματισμένο, παιγνίδιζε το φεγγάρι.
– Θα γίνεις δικηγόρος, θα γίνεις μεγάλος, είπε μέσα της.
Περηφανεύτηκα.
– Ναι… θα γίνω μεγάλος!
Δεν είπε τίποτα. Μα σε λίγο σηκώθηκε. Μου φάνηκε πως είταν ακόμα νωρίς για να φύγουμε. Μισοστράφηκε κατά μένα και δίχως να με κοιτάξει:
– Ξέρεις, είπε, …ο πατέρας μου είναι ψαράς.
Δεν ήρθε άλλο βράδι στην ακρογιαλιά. Κι’ εγώ έφυγα.
Περνούνε τα χρόνια. Οι μέρες αναβοσβύνουνε στερεότυπα και ξετυλίγονται τα χρόνια. Πέρασα λύπες και χαρές, είμαι ένας σωστός άνθρωπος.
Όχι, όχι, δεν ξαναπήγα στην ακρογιαλιά. Ξέρεις κανένα που νάχει ξαναπάει;
…Όμως, πες μου, ποιος δεν ταξίδεψε στη ζωή του μια φορά με μια τέτοια βάρκα

Πηγή: Άγγελος Τερζάκης, Του Έρωτα και του Θανάτου, Διηγήματα. Αθήνα: Αετός 1942.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου