Ὦ Ροῦμπενς, ποταμέ τῆς λήθης, κῆπε πού βλασταίνει ἡ σχόλη,
προσκέφαλο τῆς εὔδροσης σαρκός, πού δέν γεννάει τά μέσα
τοῦ πόθου, ξεχειλίζεις στή ζωή, καί συνταράσσεται ὅλη
σάν ἄνεμος στόν οὐρανό, σάν πέλαγο στό πέλαο μέσα·
Ντά Βίντσι Λεονάρδε, τρίσβαθε καί σκοτεινέ καθρέφτη,
ὅπου ἄγγελοι χαριτωμένοι, χαμογελαστοί σιμώνουν,
μυστήριο περιβεβλημένοι, νά ’μπουν στή σκιά πού πέφτει
τῶν πάγων καί τῶν πεύκων πού τίς χῶρες τους παντοῦθε ζώνουν·
ὦ Ρέμπραντ, ἐλεεινό νοσοκομείο, κάκιωμα γεμάτο,
πού ὁ Ἐσταυρωμένος, μ’ ἕναν στέφανον ἐξ άκανθών, κοιτάει
τίς προσευχές σέ δάκρυα νά ξεθυμαίνουν, και πιό κάτω
βρομιές νά σκάβουν πού χειμερινή μι’ ἀχτίδα τίς τρυπάει·
Μιχαήλ Ἂγγελε, ἀόριστε ἐσύ τόπε, ἐκεῖ ὃπου οἱ Ἡρακλῆδες
μέ τούς Χριστούς ἀνακατεύονται, καί ἀπό τά σάβανά τους
φαντάσματα δεινά μές στά λυκόφωτα νά βγαίνουν εἶδες,
ἀφοῦ τά ξέσκισαν τεντώνοντας ἀπλῶς τά δάχτυλά τους·
πυγμάχων μάνητες καί ἀδιαντροπίες φαύνων εἶχες χάρη
νά λές — τό κάλλος σύναζες ἐσύ των ἀλητών κατ’ οἶκον,
τρανή ὦ καρδιά περήφανη, ἄνθρωπε ὦ δειλέ καί χλεμπονιάρη,
Πυζέ, ἄνακτα και ἀφέντη μελαγχολικέ τῶν καταδίκων·
Βαττώ, ὄντας καρναβάλι, ἐνθάρρυνες καρδιές πιστές τοῦ κλέους
καψαλισμένες νά πετοῦν γύρω ἀπ’ τῶν φώτων τά πιατέλα —
ντεκόρ χλομά καί φρέσκα, φωτισμένα ἀπό πολυελαίους,
σ’ αὐτόν τόν στροβιλιστικό χορό βουλιάζουνε ὅλο τρέλα·
ὦ Γκόγια ἐσύ, βραχνά ἀπό πράγματα ἀγνωστα, ἀπό ἴσκιους καί ἴσκες,
ἀπό ἔμβρυα πού τά ψήνουν μάγοι σαββατιάτικα μέ σάλτσες,
ἀπό γριές πού καθρεφτίζονται καί ἀπό γυμνές παιδίσκες
πού σκανδαλίζουν δαίμονες, καθώς ἰσιώνουνε τίς κάλτσες·
Ντελακρουά ἐσύ, ὦ λίμνη αἱματος, ὅπου ἄγγελοι κακοί συχνάζουν
κι ἀπό ’να δάσος πάντα πράσινο σκϊάζεται ἐλάτων —
παράξενες περνοῦν φαμφάρες στόν θλιβό οὐρανό καί κράζουν
σάν στεναγμός πνιχτός τοῦ Βέμπερ ἀπ’ τά μύχια τῶν ἐγκάτων·
τοῦτα ὅλα: ἀρές, βρισιές, παράπονα... — ὅλα τους ἐκτάσεις πιάνουν
τεράστιες... θρῆνοι και ἀλαλητά, τά Te Deum ὅλα, οἱ στόνοι
ἀντίλαλοι εἶναι, και λαβύρινθοι τοὺς έπαναλαμβάνουν
χίλιοι, μές στῶν θνητῶν τά φυλλοκάρδια θεῖο νά ’ναι ἀφιόνι.
Κραυγή εἶναι ἀπό φρουρούς ἐπαναλαμβανόμενη χιλιάδες
και προσταγή πού τηλεβόες διακοινώνουνε στήν πλάση·
σέ χίλια κάστρα φάρος εἶναι σάμπως μέ χιλιάδες δάδες
καί κυνηγῶν καλέσματα πού σέ πυκνά χαθῆκαν δάση!
Αὐτή εἶναι ἀλήθεια, Κύριε, ἡ ἀκράδαντη, ή μεγίστη μαρτυρία
τῆς ἀξιοπρέπειας μας πού άφήνουμε στά πόδια τά δικά σου:
καυτός λυγμός καί ζέων πού κυλάει μές στήν ἱστορία
γιά νά ἐξαχνώνεται στίς ὄχθες τῆς αἰωνιότητάς σου!
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου