Όταν σταματάει το ψιλόβροχο τις αναμνήσεις
πάνω από τη μοναξιά της θάλασσας· όταν έχει περάσει το τρένο
αφήνοντας σε όσους κοιμούνται τη μεταλλική του μανία·
όταν τρέμει η αμυγδαλιά που την ακούμπησαν οι πεθαμένοι·
όταν η σύντομη μουσική σού σβήνει τις αποστάσεις
και αμίλητος ακούς ότι το σώμα σου έφυγε πια,
ότι είσαι μόνος σ’ ένα άλλο σώμα μέσα που σε θυμάται,
το δαγκωμένο απ’ τη βροχή σπασμένο σου χέρι πάλλεται.
Μουρμουρητά του θανάτου, που ανηφορίζουνε σιγά-σιγά
στ’ απομεινάρια του κορμιού σου, κάνουν τη βροχή ν’ αναβλύζει,
όποτε ρθει και σου πατήσει κάποιος τη μακριά σου κόμη
και τ’ άκαμπτα κλαδιά σου που τά ’χει σπιτικό του ο άνεμος.
Miguel Arteche (Nueva Imperial 4 Ιουνίου 1926 – Santiago 22 Ιουλίου 2012),
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου