Ήρθαν. Κοιτούσαν τα χαλάσματα, τα γύρω οικόπεδα,
κάτι μετρούσαν με το βλέμμα τους, δοκίμαζαν
τον αέρα και το φως με τη γλώσσα τους. Τους άρεσε.
Σίγουρα, κάτι θέλαν να μας πάρουν. Εμείς
κουμπώσαμε τα πουκάμισά μας, μ' όλο πού ’χε ζέστη,
και κοιτούσαμε τα παπούτσια μας. Τότε, ο ένας μας
έδειξε πέρα με το δάχτυλο. Οι άλλοι έστρεψαν.
Σ' αυτό το διάστημα, εκείνος έσκυψε με τρόπο,
πήρε μια φούχτα χώμα, την έκρυψε στην τσέπη του
και ξεμάκρυνε αδιάφορος. Σαν γύρισαν οι ξένοι,
είδαν μια τρύπα βαθειά μπροστά στα πόδια τους,
μετατοπίστηκαν, κοίταξαν το ρολόι τους, κ' έφυγαν.
Μέσα σ' αυτό το λάκκο: ένα σπαθί, μια στάμνα,
ένα άσπρο κόκκαλο.
Πηγή: Μαρτυρίες Α
Πηγή: Γ.Ρίτσος, Ποιήματα, τ. Θ΄, Αθήνα: Κέδρος, σ. 190.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου