ΛΑΜΨΗ
Το φως ήταν πολύ δυνατό.
Έξω στον κήπο φώναζαν τα τζιτζίκια.
Τα πόμολο στις πόρτες καίγαν.
Επάνω στο τραπέζι, ένα ποτήρι νερό
ήταν μια μεγαλοφυΐα.
*****
ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Σου άγγιξα το χέρι ανάμεσα απ’ τα χρόνια.
Το 'να σου νύχι ήταν σπασμένο⸱ το πρόσεξα.
Στον αέρα λάμψαν τα κίτρινα φύλλα.
έτσι η αρχή ακολούθησε το τέλος,
(Ο ΤΟΙΧΟΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ, 1974)
*****
ΔΙΑΛΥΣΗ
Κάποτε οι λέξεις έρχονται μονάχες τους σχεδόν, όπως τα φύλλα
στα δέντρα.
Βέβαια, οι ρίζες αφανείς, το χώμα, ο ήλιος, το νερό έχουν βοηθήσει
έχουν βοηθήσει και τα περασμένα σάπια φύλλα. Τα νοήματα, ύστερα
εύκολα επικολλιούνται πάνω τους όπως στα φύλλα οι αράχνες, οι σκόνες
κ’ οι στάλες της δροσιάς σπιθίζοντας με αμφίρροπες λάμψεις.
Κάτω απ’ τα φύλλα ένα μικρό κορίτσι ξεκοιλιάζει τη γυμνή της κούκλα⸱
μια στάλα πέφτει στα μαλλιά της⸱ σηκώνει το κεφάλι⸱ τίποτα δε βλέπει⸱
μονάχα σ’ όλο της το σώμα διαλυμένη αυτή η ψυχρή διαφάνεια
της στα-
γόνας.
(ΧΕΙΡΟΝΟΜΙΕΣ, 1972)
*****
Ε Π Ι Τ Ε Λ Ο Υ Σ
Πριν από εσένα ήσουν εσύ;
Έξω στο δρόμο δεν περνάει κανένας.
Το φως του δωματίου πέφτει κάθετα
τονίζοντας τα ζυγωματικά, σβήνοντας το σαγόνι
μέσα στην ίδιαν απορία: «υπήρξαμε;». Έτσι
πέταξα το ποτήρι απ’ το παράθυρο.
Έτσι άκουσα τουλάχιστον κάτω στο πεζοδρόμιο τον κρότο:
«υπάρχουμε».
Αθήνα, 15.ΙΙΙ.85
*****
Τ Ο Α Δ Ι Α Β Α Τ Ο
Άνθρωποι ριψοκίνδυνοι ήταν·
δεν το περηφανεύονταν ωστόσο.
Έσπασε το θερμόμετρο,
ο υδράργυρος σκόρπισε.
Σαν φτάσαμε στα σύνορα
μας σταμάτησαν.
Τα ψεύτικα διαβατήρια
ήταν έγκυρα.
Εμείς δεν περάσαμε.
Αθήνα, 15.ΙΙΙ.85
*****
Δ Η Μ Ο Σ Ι Ο Π Α Ρ Κ Ο
Στη μικρή λίμνη τα χρυσόψαρα κι ένας κύκνος.
Στο παγκάκι η Περσεφόνη σταυροπόδι. Τα γόνατά της
λάμπουν ωραία. Όμως, προπάντων,
αυτός ο κύκνος ακριβώς ήταν το επιχείρημα σου
να συνεχίσεις να γράφεις μετά θάνατον.
Αθήνα, 19.ΙΙΙ.85
*****
Π Α Ρ Α Π Λ Α Ν Η Τ Ι Κ Ο
Η σιωπηλή αθωότητα της άγνοιας. Πόσες
διαδοχικές αναιρέσεις, σφαλερές διαισθήσεις.
Κοιτούσες το βουνό, το ποτάμι, το σύννεφο.
Τα ωραία κορίτσια χάθηκαν στον κήπο
πίσω από πανύψηλα χρυσάνθεμα. Η νύχτα
διαστέλλονταν πάνω απ’ την πόλη. Κι εσύ
απόμεινες ασάλευτος μέσα στο διχασμό σου,
έχοντας μόνο σου άλλοθι ένα άστρο.
Αθήνα, 21.ΙΙΙ.85
*****
Τ’ Α Σ Π Ρ Α Β Ο Τ Σ Α Λ Α
Ετούτα τ’ άσπρα βότσαλα στο γυμνό σου τραπέζι
λάμπουν στον ήλιο. Κανένας δε μαντεύει
από ποιους βυθούς ανασύρθηκαν. Κανένας
δεν υποπτεύεται με τι ριψοκίνδυνες
καταδύσεις τ’ ανέβασες· με τι
στερήσεις κι αρνήσεις τ’ απέσπασες
από τα νύχια κοραλλόδεντρων και βράχων. Γι αυτό
λαμποκοπούν τόσο λευκά με τη σεμνή τους περηφάνια
ν’ αποσκεπάζουν το σκοτάδι της καταγωγής τους και ποτέ
να μην μαρτυρήσουνε την ώρα της Μεγάλης Δίκης.
Αθήνα, 21.ΙΙΙ.85
(Από την τελευταία δημοσιευμένη ποιητική συλλογή του
ΤΟ ΥΠΕΡΩΟΝ, 2013, ΚΕΔΡΟΣ)
Αντλήθηκαν απ' το προφίλ του ποιητή, Χρήστου Τουμανίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου