Τα όρη, τα σπίτια, τα δέντρα
κι η μεγάλη αυλή έρημη και βυθισμένη
στο λιόφως. Θα ’ταν αρκετό ένα όνομα
χαμηλόφωνα να προφερθεί: Ελένη
ή Περσεφόνη, για ν’ αναδυθεί η θάλασσα
μες απ’ της συκιάς τον ίσκιο, για να ξανάρθει
και πάλι τ’ αμαξάκι φορτωμένο
με φύκια και συντρίμμια, πίσω
απ’ το μουλάρι με τα μάτια τα κλειστά. Θα ’ταν αρκετή
μια λέξη μοναχά, για να σηκωθούν οι λόφοι
και να φύγουν ένας-ένας σιωπηλά σαν
τους αντιπάλους του Οδυσσέα, και τα δέντρα,
αποσβολωμένα απ’ την πυρκαγιά στα παραθύρια,
αγάλματα να γενούνε, καθώς
μες στο παρανάλωμα ορθώνεται η σκιά
ενός ανθρώπου πλάι στο τραπέζι του, που δε σκοτίζεται
για τις φλόγες, μα χαράζει μ’ ένα παλιό
σουγιαδάκι, ενόσω αστράφτει ο ήλιος,
φερμένος πίσω από τη Γυάρο, κείνο που
θεός κανένας μήτε τύραννος δε θ’ αρνηθεί
ποτέ του στον τυφλό και στη χήρα και
στη μάνα: δάκρυα γεμάτα φως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου