Ονειρεύτηκα πάλι το γκρίζο μου όνειρο.
Έρχεται και ξανάρχεται παλιά πληγή πού δεν λέει να κλείσει.
Είναι ένα παραμελημένο περιβόλι η πόρτα του σάπια απ᾿ τη βροχή ο φράχτης του ένας σωρός πέτρες.
Όσα κλήματα γλίτωσαν σκαρφάλωσαν σ᾿ αγριοκερασιές ταΐζουν κάθε χρόνο τα πουλιά και τον άνεμο.
Εκεί περιφέρεται περίλυπη ανάμεσα στα δέντρα.
Μιλάει στα σύννεφα κι εκείνα βρέχουν, μπορεί
να κλάψει ελεύθερα, είμαι κρυμμένος πίσω
απ᾿ τον κορμό μιας Βελανιδιάς δεν αντέχω άλλο.
Τρέχω ανοίγοντας τα χέρια και χάνεται στην αγκαλιά μου
Και βρέχει. Σκέφτομαι πώς είναι όνειρο.
— Θε μου πόσος σπαραγμός χωράει σ᾿ ένα όνειρο--
Είναι χιλιάδες μίλια μακριά μπορεί να μην την ξαναδώ.
Συνηθισμένη ιστορία —θα πείτε — άλλοι την ξεπερνούν εύκολα
Μα εγώ τη φορώ κατάσαρκα χειμώνα καλοκαίρι.
(Η Πέμπτη έξοδος, 1980)
Έρχεται και ξανάρχεται παλιά πληγή πού δεν λέει να κλείσει.
Είναι ένα παραμελημένο περιβόλι η πόρτα του σάπια απ᾿ τη βροχή ο φράχτης του ένας σωρός πέτρες.
Όσα κλήματα γλίτωσαν σκαρφάλωσαν σ᾿ αγριοκερασιές ταΐζουν κάθε χρόνο τα πουλιά και τον άνεμο.
Εκεί περιφέρεται περίλυπη ανάμεσα στα δέντρα.
Μιλάει στα σύννεφα κι εκείνα βρέχουν, μπορεί
να κλάψει ελεύθερα, είμαι κρυμμένος πίσω
απ᾿ τον κορμό μιας Βελανιδιάς δεν αντέχω άλλο.
Τρέχω ανοίγοντας τα χέρια και χάνεται στην αγκαλιά μου
Και βρέχει. Σκέφτομαι πώς είναι όνειρο.
— Θε μου πόσος σπαραγμός χωράει σ᾿ ένα όνειρο--
Είναι χιλιάδες μίλια μακριά μπορεί να μην την ξαναδώ.
Συνηθισμένη ιστορία —θα πείτε — άλλοι την ξεπερνούν εύκολα
Μα εγώ τη φορώ κατάσαρκα χειμώνα καλοκαίρι.
(Η Πέμπτη έξοδος, 1980)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου