Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020

Διδώ Σωτηρίου-Ματωμένα Χώματα

 —Τί έχεις, γιε μου; Τί σε βασανίζει; Πιστεύεις πως θα ’χουμε κι άλλες φασαρίες; Λες;


—Λέω, μάνα! Λέω! Σε λίγες ώρες οι Τούρκοι θα βρίσκονται στη Σμύρνη. Πάρτε το χαμπάρι.


—Θε και Κύριε! σταυροκοπήθηκε. Κουνήσου, παιδάκι μου, από τη θέση σου… Είναι δυνατόν!


Η αδερφή μου, η άμοιρη, που ύστερα απ’ τις δυο ατυχίες της μόλις ξανακατάφερε να βρει αρραβωνιαστικό, μας κοίταξε μ’ αγωνία και μουρμούρισε όλο παράπονο:


—Πάλι δε θα προλάβω να βάλω στεφάνι!


Γύρισα στον κουνιάδο της, που έπινε το καφεδάκι του κι έστριβε τις μουστάκες του.


—Νικόλα, του είπα. Εσύ τι κάθεσαι και δε φεύγεις; Ξέχασες πόσους Τούρκους έκαψες; Το καλό που σου θέλω λάκισε! Καιρό δεν έχουμε. Όπου να ’ναι μπαίνει ο Μπεχλιβάν!


—Μπάαχ; έκανε περιφρονητικά ο Νικόλας. Τα παραλές!


Η μάνα μου αναστατώθηκε.


—Εσύ που συμβουλεύεις τους άλλους, μου ’πε, τι σκέφτεσαι να κάνεις;


—Εγώ, μάνα, θα πάω να παραθερίσω στο χτήμα π’ αγοράσατε, να κάνω καινούργιο τζιέρι!


Βούρκωσε, οι ρυτίδες βάθυναν στο βασανισμένο πρόσωπό της. Μετάνιωσα για τη σκληράδα μου.


—Μητέρα, είπα, έτσι που ήρθανε τα πράματα, λέω να μείνω μαζί σας. Μπορεί οι Τούρκοι να κρίνουνε σαν εγκληματίες πολέμου όσους φεύγουνε και να μην τους ξαναδεχτούνε πίσω.


—Μπρε, γιε μου, πως το ’παθες και παιδιαρίζεις; Αν πιστεύεις πως θα μείνουμε στο έλεος των τσέτηδων, σήκω φύγε!


—Τι να πα να κάνω, μάνα, στην Ελλάδα, μ’ άδεια χέρια; Ζήτουλας να γενώ;


—Κάλλιο ζήτουλας, παιδί μου, παρά… ωχ, δεν κακομελετώ! Δε λέω τίποτα! Θε και Κύριε, μη μας απομωραίνεις! Λυπήσου μας!


Άρχισε να σιγοκλαίει.


—Με τρώει και το σαράκι του Σταμάτη! Που να βρίσκεται το παιδί; Για δε γύρισε ακόμα. Να ’φυγε τάχα με τα παπόρια του στρατού;


Σφούγγισε τα μάτια της. Σηκώθηκε όλο περίσκεψη. Άνοιξε έναν μπόγο, έβγαλε με ιεροτελεστία μια μπλε γαμπριάτικη φορεσιά, που την είχα ράψει στη Σμύρνη, για τ’ αρραβωνιάσματά μου με την Κατίνα και δεν είχα αξιωθεί να τη φορέσω. Την ξετίναξε ανάλαφρα σαν να τήνε χάιδευε, φύσηξε τα πέτα.


—Δεν αλλάζεις; μου ’κανε. Άλλαξε μη γνωρίζεσαι για στρατιώτης.


Έβαλα τα πολιτικά κι ένιωσα ξαναγεννημένος.


—Σηκωθείτε να πάμε στην παραλία, είπα. Είναι το καλύτερο που ’χουμε να κάνουμε. Εκεί ’ναι οι στόλοι κι όσο να ’ναι θα ’χουμε προστασία.


Βρήκαμε μια γωνιά στο Και, κατάντικρυ στα πολεμικά και περάσαμε εκειδά τη νύχτα μας. Τρεμοχουχουλίζαμε απ’ τ’ αγιάζι και την αγωνία. Αυγές ξεμπάρκαραν εγγλέζικες περιπολίες και μας περιμαζέψανε όλους, χιλιάδες άντρες και γυναικόπαιδα. Μας βάλανε σ’ εξήντα τόσες μαούνες που βρισκόντανε στο λιμάνι και μας τραβήξανε κοντά στα πολεμικά τους.


Τούτη η αναπάντεχη τύχη μας φάνηκε σημάδι Θεού. Η σιγουριά έδιωξε την αγωνία, γινήκαμε μαλακοί και γενναιόδωροι. Αρχίσαμε να σκεφτόμαστε τι θ’ απογίνουνε οι άλλοι άνθρωποι στο εσωτερικό. Τα παιδιά παίζανε ξυλίκι και μπιζ, κυνηγούσανε ένα ψωριασμένο γατί ανάμεσα σε τσουβάλια σύκα και σταφίδα. Η Αφρούλα, μια όμορφη Σμυρνιοπούλα, ορφανή, που τήνε συνόδευε η γιαγιά της, είχε εγκατασταθεί πλάι μας και η πρώτη της δουλειά ήτανε να βγάλει το καθρεφτάκι και να χτενίζει τα μακριά σγουρά μαλλιά της.


Με τις φροντίδες πέρασε γρήγορα η ώρα. Ο ήλιος τραβούσε να δύσει και γέμισε ροδί χρώμα τον ουρανό. Τα βαποράκια του Κορδελιού πηγαινοερχόντανε σχεδόν άδεια κι ο στρογγυλός τροχός τους καταμεσής ανατάραζε τα νερά. Ο μπάτης έφερνε τη δροσιά και τ’ άρωμα της θάλασσας. Άλλοτε, τέτοιαν ώρα, το Και ζωντάνευε· τραγούδια, σουλάτσα, καραφάκια ούζο. Τώρα ο κόσμος γλιστρούσε βιαστικός, σαν κυνηγημένος.


Ένας μπακάλης έπιασε να βρίζει τους Φραγκολεβαντίνους:


—Γι’ αυτουνούς έφεξε. Είχανε δεν είχανε μας το βγάλανε το μάτι. Εγώ είχα πελάτες σ’ όλα τα ξένα κονσολάτα και ξέρω τις ραδιουργίες τους. Πριν πατήσει ακόμα ο ελληνικός στρατός, αυτοί βίρα και στέλνανε γραφές στα γκουβέρνα τους και στα Παρίσια, να μη γίνει ελληνική κατοχή. Τι Αμερικάνοι, μισιονάριοι, τι φραγκοπαπάδες, τι Ταλιάνοι σπιούνοι, εμπόροι, μπανκέρηδες, ούλοι ενάντιά μας!


—Το συμφέρο τους εκοιτάζανε. Ο θάνατός σου η ζωή μου! Δεν το ξέρεις, του αποκρίθηκε ένας ναυτικός.


Ο μπακάλης κούνησε το κεφάλι:


—Την έχθρητα όπου μας είχανε οι Λεβαντίνοι, μήτε οι Τούρκοι δε μας την είχανε…


Ξαφνικά ανακατεύτηκε στην κουβέντα και μια μεσόκοπη φουρνάρισσα, ξαδέρφισσα του ναυτικού.


—Τσι προάλλες, είπε, σαν ημαθεύτηκε πως ήσπασε το μέτωπο, ήρχε ο αχμάκης ο γιος του Μουσιού Τζόρτζιο και μας ηκρέμασε ένα φέσι στο πόμολο της πετούγιας. Το βλέπει ο γιος μου, ο Θαλής, τόνε τσακώνει και σου τόνε κάνει σώσπαστο στο ξύλο. Βγαίνει η καθολικιά η μάνα του κι αρχινάει να κογιονάρει: «Ήρχανε τα στερνά σας! Ούτε για μυρουδιά δε θα μείνει Έλληνας στη Σμύρνη!» Ηξεφώνιζε κι ευφραινόταν η καρδιά τση. Ίσαμε να πεις κύμινο, το Κερατοχώρι ήγινε άνω κάτω. Με πιρούνια οι δικές μας κυνηγούσανε τσι Ταλιάνες: «Τσι φραγκοπαναγίες σας, τους φωνάζανε. Τα κουτσάκια σας τα γύψινα!». Κι αυτές ηβρίζανε τσι εικόνες μας: «Τσι χαλκομανίες σας και τσι τραγοπαπάδες σας!».


Με τον ερχομό της νύχτας σταμάτησε κάθε θόρυβος. Οι άνθρωποι κούρνιασαν φοβισμένοι ο ένας πλάι στον άλλον. Άλλοι ροχαλίζανε κι άλλοι σιγοκουβεντιάζανε. Η μάνα μου με σκέπασε με μια φρεσκοπαπλαντισμένη μπλανκέτα που μοσχοβόλαγε σαπούνι και νεράκι της πατρίδας· όμως ύπνος δε μου κολλούσε. Ζερβά μου ένα αντρόγυνο στριφογύριζε πάνω στα σανίδια κι αναπαμό δεν έβρισκε· είχανε μπαγλαρώσει τα κορμιά τους με ζώνες γεμάτες διαμαντικό και χρυσή λίρα.


—Μαρίτσα, είπε κείνος, πολύ φοβούμαι πως δεν ήκλεισες καλά τσι πόρτες του σπιτιού.


—Ωχού, καημένε Θεμιστοκλή! Ηκλείδωσα, δε σου το ’πα! Σε κουβέντα να βρισκούμαστε.


—Και το πάναθυρο τση κουζίνας που άφηνε χαραμάδα; Το τράβηξες καλά; Χωράει χέρι από κει!


Όλοι κλειδώσανε καλά τα σπίτια τους και τα υπάρχοντά τους! Ακούω δεξιά μου τη γιαγιά της Αφρούλας που ζητάει φλιτζάνι με νερό ν’ ακουμπήσει τη μασέλα της. Η εγγόνα, όμως, έχει σοβαρότερες δουλειές μ’ ένα παλικαρόπουλο, που κόλλησε το γιατάκι του δίπλα στο δικό της.


—Θε μου! προσεύχεται γονατιστή η γιαγιά. Δώσε να ξημερώσει ένα καλό αύριο για τη Σμύρνη μας!


Το άλλο πρωί μας ξυπνήσανε χλιμιντρίσματα και καλπασμός αλόγων. Πεταχτήκαμε μεμιάς ορθοί κι ανοίξαμε τα μάτια μας. Το τούρκικο ιππικό περνούσε καμαρωτό από την παραλία. Κανείς δεν έβγαλε τσιμουδιά. Και τα μωρά κερώσανε. Μόνο μια πολύ ψιλή παιδική φωνούλα ρώτηξε:


—Τί θα μας κάνουνε οι Τούρκοι;


Τί θα μας κάνουνε; Αυτή ’ταν ολουνών η αγωνία, μα κανείς δεν τήνε ξεστόμιζε. Από μερικά μπαλκόνια ξένων σπιτιών ακούστηκαν αδύναμα παλαμάκια και «γιασασίν». Σαν τέλειωσε η παρέλαση, έγινε νεκρική ησυχία. Η δικιά μας μανούλα ήταν η τελευταία απ’ τις εξήντα και βρισκότανε σιμά στην ξηρά. Σε λίγο ακούστηκε τελάλης.


—Μπρε σεις, τι λέει;


—Λέει, να βγει ο κόσμος και να πάει στις δουλειές του δίχως να φοβάται· κανένας δε θα κακοπάθει.


—Μπορεί η νίκη να μερώνει τσ’ ανθρώπους, είπε η μάνα μου.


—Οι Μεγάλες Δυνάμεις δώκανε εντολή να μην ανοίξει ρουθούνι χριστιανικό.


—Αυτή ’ναι η αλήθεια. Φτάνει το αίμα. Τι τα γενιτσαριά θα ’χουμε;


—Τόσοι στόλοι! Τόσα βασιλικά για τα μάτια ηθαρρέψατε πως στέκουνε δω χάμου;


Ο αδερφός μου ο Κώστας με πλησίασε όλο χαμόγελα και φουσκώνοντας σαν διάνος, μου ’πε ειρωνικά:


—Τι γνώμη έχεις τώρα, Μανωλάκη, για το χτήμα π’ αγόρασα; Έκανα καλά ή με πέρασε κορόιδο ο μπαρμπα-Θόδωρος;


Ήμουνα τόσο χαρούμενος που θα του συγχωρούσα χίλιες τόσες κακοκεφαλιές κι άλλες τόσες ειρωνείες. Όλοι στη μαούνα γινήκαμε τώρα μια παρέα. Βγάλαμε ό,τι φαγώσιμο είχαμε, παστά, αυγά, κονσέρβες. Αρχίσαμε τα τραταμέντα και τις τσιρεμόνιες.


Ξάφνου, μέσα στη γενική χαρά, ακούστηκε μια φωνή κι ύστερα πολλές μαζί:


—Φωτιά!


—Φωτιά!


—Βάλαν φωτιά στη Σμύρνη!


Πεταχτήκαμε ορθοί. Κοκκινόμαυρες φλόγες τινάζονταν στον ουρανό, χοροπηδηχτές.


—Είναι κατά την Αρμενογειτονιά.


—Κατά κει φαίνεται να ’ναι.


—Πάλι οι Αρμεναίοι θα τα πλερώσουνε!


—Αποκλείεται να κάψουνε ολόκληρη τη Σμύρνη. Ποιό συμφέρον έχουνε; Αφού έγινε πια δική τους…


Ποιο συμφέρον είχαμε μεις που καίγαμε τα τουρκοχώρια στην υποχώρηση;


Η φωτιά απλωνόταν παντού. Ντουμάνιασε ο ουρανός. Μαύρα σύγνεφα ανηφορίζανε και μπερδευότανε το ’να με τ’ άλλο. Κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες κόσμος, τρελός από φόβο, αρχίνισε να τρέχει απ’ όλα τα στενοσόκακα και τους βερχανέδες και να ξεχύνεται στην παραλία σαν μαύρο ποτάμι.


—Σφαγή! Σφαγή!


—Παναγιά, βοήθα!


—Προφτάστε!


—Σώστε μας!


Η μάζα πυκνώνει, δεν ξεχωρίζεις ανθρώπους, μα ένα μαύρο ποτάμι που κουνιέται πέρα δώθε απελπισμένα, δίχως να μπορεί να σταθεί ούτε να προχωρήσει. Μπρος θάλασσα, πίσω φωτιά και σφαγή! Ένας αχός κατρακυλάει από τα βάθη της πολιτείας και σπέρνει τον πανικό.


—Τούρκοι!


—Τσέτες!


—Μας σφάζουνε!


—Έλεος!


Η θάλασσα δεν είναι πια εμπόδιο. Χιλιάδες άνθρωποι πέφτουνε και πνίγονται. Τα κορμιά σκεπάζουνε τα νερά σαν να ’ναι μόλος. Οι δρόμοι γεμίζουνε κι αδειάζουνε και ξαναγεμίζουνε. Νέοι, γέροι, γυναίκες, παιδιά ποδοπατιούνται, στριμώχνονται, λιποθυμούνε, ξεψυχούνε. Τους τρελαίνουν οι χατζάρες, οι ξιφολόγχες, οι σφαίρες των τσέτηδων!


—Βουρ, κεραταλάρ! (Χτυπάτε τους τους κερατάδες!).


Το βράδυ το μονοφώνι κορυφώνεται. Η σφαγή δε σταματά. Μόνο όταν τα πλοία ρίχνουνε προβολές γίνεται μια πρόσκαιρη ησυχία. Μερικοί που καταφέρανε να φτάσουνε ζωντανοί ίσαμε τη μαούνα, μας ιστορούνε το τι γίνεται όξω, στις γειτονιές. Οι τσέτες του Μπεχλιβάν και οι στρατιώτες του Νουρεντίν τρώνε ανθρώπινο κρέας. Σπάζουνε, πλιατσικολογούνε σπίτια και μαγαζιά. Όπου βρούνε ζωντανούς, τους τραβούνε όξω και τους βασανίζουνε. Σταυρώνουνε παπάδες στις εκκλησίες, ξαπλώνουνε μισοπεθαμένα κορίτσια κι αγόρια πάνω στις Άγιες Τράπεζες και τ’ ατιμάζουνε. Απ’ τον Αι-Κωνσταντίνο και το Ταραγάτς ίσαμε το Μπαλτσόβα το τούρκικο μαχαίρι θερίζει.


Η φωτιά όλη νύχτα αποτελειώνει το χαλασμό. Γκρεμίζονται τοίχοι, θρυμματίζονται γυαλιά. Οι φλόγες κριτσανίζουνε μαδέρια, έπιπλα και φτούνε σιδερικά· ξεθεμελιώνουνε την πολιτεία ολόκληρη. Απλώνουν πάνω στα έργα των ανθρώπων και τα διαλύουνε. Σπίτια, εργοστάσια, σκολειά, εκκλησίες, μουσεία, νοσοκομεία, βιβλιοθήκες, θέατρα, αμύθητοι θησαυροί, κόποι, δημιουργίες αιώνων· εξαφανίζουνται κι αφήνουνε στάχτη και καπνούς.


Αχ, γκρέμισε ο κόσμος μας! Γκρέμισε η Σμύρνη μας! Γκρέμισε η ζωή μας! Η καρδιά, τρομαγμένο πουλί, δεν ξέρει πού να κρυφτεί. Ο τρόμος, ένας ανελέητος καταλυτής άδραξε στα νύχια του κείνο το πλήθος και το αλάλιασε. Ο τρόμος ξεπερνάει το θάνατο. Δε φοβάσαι το θάνατο· φοβάσαι τον τρόμο. Ο τρόμος έχει τώρα το πρόσταγμα. Τσαλαπατά την ανθρωπιά. Αρχίζει από το ρούχο και φτάνει ίσαμε την καρδιά. Λέει: Γονάτισε, γκιαούρη! Και γονατίζει. Ξεγυμνώσου! Και ξεγυμνώνεται. Άνοιξε τα σκέλια σου! Και τ’ ανοίγει. Χόρεψε! Και χορεύει. Φτύσε την τιμή σου και την πατρίδα σου! Και φτύνει. Απαρνήσου την πίστη σου! Και την απαρνιέται. Άχ ο τρόμος! Όποια γλώσσα κι αν μιλάς, λόγια δε θα βρεις να τόνε περιγράψεις.


Τι κάνουν, λοιπόν, οι προστάτες μας; Τι κάνουν οι ναυάρχοι με τα χρυσά σιρίτια, οι διπλωμάτες κι οι πρόξενοι της Αντάντ! Στήσανε κινηματογραφικές μηχανές στα καράβια τους και τραβούσανε ταινίες τη σφαγή και τον ξολοθρεμό μας! Μέσα στα πολεμικά οι μπάντες τους παίζανε εμβατήρια και τραγούδια της χαράς, για να μη φτάνουν ίσαμε τ’ αφτιά των πληρωμάτων οι κραυγές της οδύνης και οι επικλήσεις του κόσμου. Και να ξέρει κανείς πως μια, μόνο μια κανονιά, μια διαταγή, έφτανε για να διαλύσει όλα κείνα τα μαινόμενα στίφη. Κι η κανονιά δε ρίχτηκε κι η εντολή δε δόθηκε!


Ο πάτερ Σέργιος ήταν από τους τελευταίους που σκαλώσανε στη μαούνα μας. Δίχως καλυμμαύχι και ράσο, θεόγυμνος, με μια κουρελιασμένη ματωμένη φανέλα κι ένα μακρύ σώβρακο, με ξέμπλεκα τα λιγοστά μαλλιά του κι ανάκατα τα γένια του, με δυο γουρλωμένα μάτια που τα ’καιγε πυρετός, έμοιαζε μ’ άγνωστο στη φύση πλάσμα. Από τα λόγια και τα φερσίματά του καταλάβαμε πως ολόκληρη η φαμελιά του πνίγηκε καθώς πάσχιζε να σκαλώσει σ’ ένα αμερικάνικο πολεμικό. Το μυαλό του γέροντα δεν άντεξε· σάλεψε! Εκειδά που καθότανε ήσυχα και καλά, αμίλητος και σοβαρός, εκειδά πηδούσε ολόρθος και χειρονομούσε και φώναζε δυνατά με στόμφο:


—Πέντε τα παιδιά μου! Κι η γυναίκα μου έξι! Κι η κουνιάδα μου επτά! Επτά οι αστέρες της αποκαλύψεως! Επτά διαόλοι να σας κοπανάνε στην κόλαση, δολοφόνοι! Δολοφόνοι! Δολοφόνοιοιοι.


Έπεφτε χάμω σαν σεληνιασμένος, κυλιότανε έβγαζε άναρθρες κραυγές και τύφλωνε με πόδια και με χέρια τ’ αμερικάνικο πολεμικό.


—Μας τινάξανε από τη σκάλα όπως τινάζεις ένα τραπεζομάντιλο να πέσουνε τα ψίχουλα! Τα ψίχουλα! Είμαστε τα ψίχουλα. Τα πετεινά τ’ ουρανού θα χορτάσουν από τα ψίχουλα. Ω, άνθρωποι!


Τα παιδιά της μαούνας τον πήρανε χαμπάρι και φωνάζανε:


—Ο λωλός! Ο λωλός!


Πιάνανε θέσεις γύρω του και περιμένανε τις φωνές του, όπως περιμένεις τον κούκο ενός ρολογιού να πεταχτεί για να κάνεις χάζι.


Τραβήχτηκαν στην άκρη της μαούνας και κάθισα σε μια γωνιά. Η θάλασσα ανταριασμένη, κουνούσε πέρα δώθε δυο τουμπανιασμένα κορμάκια παιδιών σαν να τα νανούριζε: «Κοιμηθείτε! Δε θέλει πια η γης παιδιά!». Τα μικρά κεφαλάκια χτυπούσανε τα ύφαλα του εγγλέζικου καταδρομικού μ’ επιμονή: «Ανοίξτε μας να μπούμε! Δε βλέπετε; Δεν ακούτε;» Δε βλέπουνε! Δεν ακούνε!


Σούσουρο μεγάλο ξέσπασε στις μαούνες. Ήρθε να μας επισκεφτεί ένας Εγγλέζος αξιωματικός με τη συνοδεία του.


—Τι ζητάει ο ναύαρχος;


—Πως ήταν και κόπιασε;


—Ρωτήστε τον…


—Πέστε του…


Ο καθένας πετούσε και μια καυτή ερώτηση, κάποιο παράπονο, μιαν ικεσία. Μας έκαιγε όλους η αγωνία για το τι μας περιμένει.


—Τι θ’ απογίνουμε, αυτό να μας πει.


Ο δραγουμάνος του μας αποκρίθηκε:


—Αυτό θέλει να εξετάσει και κείνος. Που θα θέλατε να πάτε;


—Μακριά από τη σφαγή! Θέλει και ρώτημα; φωνάξαμε όλοι μαζί.


Μερικοί πιάσανε το δραγουμάνο απ’ το σακάκι.


—Γι’ άκουσε! Πες του να μας πάει Σάμο, Χίο, Μυτιλήνη. Να μπορούμε να γυρίσουμε γρήγορα σαν περάσει το κακό…


—Καλά, είπανε και φύγανε.


Με το σούρουπο οι Τούρκοι κάνανε στόχο τις μαούνες. Χτυπήσανε κάμποσες φορές. Είχαμε λαβωμένους και δυο νεκρούς. Όλη νύχτα δεν κλείσαμε μάτι.


—Μωρέ, κάτι τρέχει. Κάτι άλλαξε!


Τις αυγές ήρθανε ρυμουλκά και τραβήξανε τις μαούνες. Δεν αργήσαμε ν’ αντιληφτούμε πως τα ρυμουλκά δεν ήταν εγγλέζικα, μα τούρκικα.


—Τούρκοι μέσα στα ρυμουλκά! ακούστηκε.


—Τούρκοι;


—Τούρκοι!


—Μας πάνε για σφαγή!


—Φωνάξτε, να πάρουν χαμπάρι οι στόλοι! Τούρκοι! Τούρκοιοι!


Οι μάνες ψάχνανε για τα παιδιά τους, τ’ αγκαλιάζανε και σπαράζανε. Τα παιδιά λες και τα ’πιασε παροξυσμός. Τρέμανε, τσιρίζανε. Οι άντρες τρέχανε άσκοπα εδώ κι εκεί. Λύνανε και δένανε μπόγους, πασχίζανε να σκεφτούνε.


—Μας προδώσανε!


—Μας ξεπουλήσανε!


—Π’ ανάθεμά τους!


—Ναύαρχε! Τι κάνεις;


—Ναύαρχε! Σώσε μας!


—Για όνομα του Χριστού! Μη μας αφήστε! Έχουμε μωρά μαζί μας! Έχουμε γερόντους, κορίτσια!


—Είστε υπεύθυνοι!


—Ναύαρχε! Ναύαρχεεε!


Τα τούρκικα ρυμουλκά συνεχίζανε το δρόμο τους. Τότε, μέσα στον πανικό που ξέσπασε, χιλιάδες άνθρωποι πέσανε στη θάλασσα κοπαδιαστά! Μαύρισε το νερό. Ο ένας πιανότανε απ’ τα μαλλιά, απ’ το λαιμό του αλλουνού και πνιγόντανε. Γαντζώνανε στα πολεμικά να σωθούνε και δεχόντανε ζεματιστά νερά και χτυπήματα με λοστούς και ξύλα. Όσοι δε χάσαμε την ψυχραιμία μας και μείναμε στις μαούνες έτοιμοι να παλέψουμε με τη μοίρα μας, είχαμε περσότερη πίστη στη θηριωδία των Τούρκων παρά το έλεος των συμμάχων.


Ένας αξιωματικός έδωσε διαταγή να δέσουνε τις μαούνες στους χαλκάδες της παραλίας και να βάλουνε ολόγυρα φρουρά. Κάθε μια δυο ώρες θρασεμένοι ζεϊμπέκοι με κόκκινα ζουνάρια, φορτωμένοι κουμπούρια και χατζάρες μπουκάρανε και ξαφρίζανε το άνθος των νιάτων.


—Εσύ! Κι εσύ! Κι εσύ!


Χερούκλες απλώνονταν πάνω σε λιμπιστερά παλικάρια και σε όμορφα κορίτσια. Τα σέρνανε πίσω απ’ το Τελωνείο, και πιο πέρα τα βιάζανε και τα εκτελούσανε. Έτσι έγινε με την Αφρούλα και με τη Ρέα, μια μαθητριούλα δεκατεσσάρω χρονώ. Η γιαγιά της Αφρούλας, καλότυχη, με το που είδε να πιάνουν το κορίτσι έμεινε στον τόπο. Μα η μάνα της Ρέας σπάραζε κι έσκιζε τα μάγουλά της κι έτρεχε πίσω τους:


—Αφήστε το κοριτσάκι μου! Εμένα πάρτε!


Τα ματωμένα δάχτυλά της τσάκωσαν το μπλουζάκι της και το ξέσχισαν.


—Κοιτάχτε! έκανε κι έδειχνε το στήθος της σαν υπόσχεση. Εμένα πάρτε! Όχι αυτό! Κοριτσάκι μου, Ρέα μου!


Κανείς δεν ήτανε πια σε θέση να νιώσει συγκίνηση για την τύχη του διπλανού του! Τρία μερόνυχτα μας κρατήσανε οι Τούρκοι στις μαούνες και τα τρία μερόνυχτα δε σταματήσαμε να παίζουμε με το θάνατο ένα φοβερό κρυφτούλι. Συμφωνήσαμε μ’ έναν πατριώτη μου να κρατούμε βάρδιες όλη νύχτα, έτσι που να μη μας ξεφεύγει καμιά κίνηση των Τούρκων. Κάθε φορά που ψάχνανε ένα χώρο, εμείς γλιστρούσαμε σ’ αυτόν και τους ξεφεύγαμε.


Την τέταρτη μέρα ήρθε ένας αξιωματικός και είπε:


—Ν’ αδειάστε τις μαούνες. Τραβάτε στη στεριά!


Τρέξαμε να φύγουμε. Πιστεύαμε πως κάθε μετακίνηση έκρυβε κάποιαν ελπίδα.


—Στο νεκροταφείο! Πάμε στο νεκροταφείο. Δεν πατούν εκεί Τούρκοι. Σκιάζονται!


Πήγαμε στο νεκροταφείο. Ούτε σπιθαμή να σταθείς. Είχανε προλάβει άλλοι, πριν από μας, και πήρανε την πρωτοκαθεδρία. Βγάλανε απ’ τους τάφους λιωμένους κι άλιωτους νεκρούς και βάλαν οι ζωντανοί τα στρωσίδια τους και τα παιδιά τους. Γυναίκες γεννούσανε πρόωρα. Είχε διαδοθεί στους γύρω μαχαλάδες: «Όποια είναι για γέννα, στο νεκροταφείο. Παραστέκουνε και γιατροί!». Γερόντισσες βράζανε νερά για τις λεχώνες με προσάναμμα κόκαλα πεθαμένων!


—Δεν είναι τόπος να σταθούμε, έκανε η αδερφή μου κι όλοι συμφωνήσαμε.


Με δυσκολία ανοίγαμε δρόμο να φύγουμε. Πάνω σ’ ένα μνήμα μια γυναίκα ξαπλωμένη τα μπρούμουτα, χτυπούσε με τις γροθιές της τη μαρμαρένια πλάκα και φώναζε στον άντρα της:


—Βρασίδα! Που είσαι να δεις τι σου κάνουν το κοριτσάκι σου! Τ’ αγνό σου κοριτσάκι, Βρασίδα! Το ατιμάσανε! Στρατός… λεφούσι πάνω στο κορμάκι του! Βρασίδα, σήκω! Αναστήσου! Έλα να μας παρασταθείς. Βρασίδα!


Φύγαμε. Ψάχναμε σ’ όλη την Πούντα να βρούμε μια γωνιά να σταθούμε. Όπου κι αν μπαίναμε, σε σκολειά, εκκλησιές, εργοστάσια, αποθήκες, όξω στους ανοιχτούς ταρλάδες, παντού, χιλιάδες πρόσφυγες περιμένανε να δούνε τι θ’ απογίνουνε. Πουλητάδες και μαυραγορίτες Τούρκοι και Εβραίοι εμπορευότανε τη γουλιά το νερό, τη σταγόνα το λάδι, τις κονκάρδες με τη φιγούρα του Κεμάλ, τις σημαιούλες και τα περιβραχιόνια με την ημισέληνο!


—Πάρτε να σωθείτε!


Σ’ ένα εργοστάσιο ανταμώσαμε πατριώτες και φίλους και μας κάνανε λίγη θέση ν’ ακουμπήσουμε. Ήμασταν ψόφιοι. Είπαμε πως θα κοιμηθούμε και δε θα ξυπνήσουμε. Όμως μόλις ξαπλώσαμε το μάτι στυλώθηκε. Τα ντουβάρια των καμένων σπιτιών κατρακυλούσανε μέσα στη νύχτα. Τουφεκιές κι ομοβροντίες κάθε λίγο και λιγάκι γαζώνανε τη σιωπή…


—Αυτές εδώ είναι εκτελέσεις! μας εξηγούσανε οι παλιοί και τρέμανε.


—Ψες μπήκανε Τούρκοι στην καρσινή αποθήκη να πάρουνε… άρχισε να διηγιέται ο χωριανός μας ο μπαρμπα-Κωστής. Τα παιδιά του μακαρίτη του Αντώνη Μάντζαρη, ο Δημητράκης και η Μαρία, μόλις ακούσανε πως έρχονται Τούρκοι τρομάξανε, γιατί θυμηθήκανε το σφαγμένο πατέρα τους και χωθήκανε μέσα στο σωρό τα κάρβουνα, να κρυφτούνε. Η μάνα τους είχε βγει όξω προς νερού της. Ακούει πως πλάκωσαν οι Τούρκοι. Τρέχει μέσα να προστατέψει τα παιδιά. Τα γυρεύει εδώ, τα γυρεύει εκεί· αλαφιάζεται. Κείνα τήνε βλέπουνε και την ακούνε μα δε βγάζουνε τσιμουδιά όσο οι Τούρκοι στέκουν εκεί. Η έρμη η μάνα τρελαίνεται, παίρνει τσι δρόμοι, ψάχνει, σκούζει, χτυπιέται: «Τα παιδιά μου, καλέ! Μην είδατε τα παιδιά μου, για όνομα του Θεού! Ώχ μου τα πήρανε! Τι τήνε θέλω τη ζωή; Τα παιδιά μου! Τα παιδιά μου!» Βάζει μια τρεχάλα για τη θάλασσα, πέφτει και πνίγεται! Τα ορφανά, σαν εβγήκανε απ’ το κάρβουνο, κλαίγανε τη μάνα τους και την ερημιά τους…


Αγρυπνούμε. Μερικοί που βγήκανε για την ανάγκη τους γυρίζουνε τρομαγμένοι.


—Κάτι θα γίνει! Ασκέρι έζωσε τις φάμπρικες. Ίσως μας σηκώσουνε! Ποιος ξέρει!


Το πρωί μπήκανε στρατιώτες στο εργοστάσιο. Πιάσανε τους άντρες. Διαταγή, λέει, του Νουρεντίν πασά: Όλοι οι άντρες από 18 χρονώ μέχρι 45, θα μείνουνε αιχμάλωτοι, να ξαναχτίσουνε ό,τι χαλάσανε! Οι άλλες ηλικίες καθώς και τα γυναικόπαιδα θα φύγουνε με τα βαπόρια.


—Ν’ αδειάσει ο τόπος απ’ τους γιουνάνηδες!


Καμιά μάνα δε θέλει να παραδεχτεί πως τ’ αγόρι της είναι 18 χρονώ. Καμιά γυναίκα πως ο άντρας της είναι κάτω από πενήντα. Κλαίνε, δέρνονται. Η δική μου μάνα, αδάκρυτη, με τα χέρια πεφτάτα, στέκει μαρμαρωμένη. Σκύψαμε με τον Κώστα και τήνε φιλήσαμε, όπως φιλάς κάτι που δε θα το ξαναδείς.


—Μάνα, της είπα, μη σκιάζεσαι. Θα γυρίσουμε…


Πρόλαβα κι είδα ν’ αστράφτει άγριο το μάτι της. Το μπαμπακιασμένο χείλι της έπιασε να τρέμει ασταμάτητα. Ο Κώστας έκλαψε. Σαν να το ’ξερε πως δε θα ξαναγυρίσει, όπως δεν ξαναγύρισε κι ο Σταμάτης μας…


—Έχε γεια, μάνα!


Σωτηρίου Διδώ, Ματωμένα Χώματα, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 306-321

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου