Σιγάς, ω χλόη της γης μου και συ, ω βιασμένο
απ' τον εχθρόν σκλάβο δεντρί του αγρού που ακόμα
δέσμιο απ' την δυνάστριαν λύσσα, ξένο
κι άγνωρο, γνώριμη γη, εσύ, φως, χώμα
κι ίσκιο ζητάς. Μα οκνός ο στίχος μου τον αίνο
και την ωδή δε θε να υψώση και το στόμα
κλειστό, έρμο το υνί σα νοιώθει και θλιμμένο
τ' αλέτρι, άνεργα τα δυο κι οκνά στο δώμα
το ράθυμο, ίδια σκέλεθρα να κρέμωνται έρμα.
Μα αυτός που απ' του τύμβου του τα ερέβη βλέπει
της οργοτόμας των αλκής το άχαρο γέρμα
και του χαλκού των το άπραγο και σκεβρό ρέπι
να, δεν μπορεί απ' του τύμβου του τη σκιά τη στείρα
της πένθιμής των αρετής να κλαίει τη μοίρα.
Παναγιώτης Μαυρέας ( Καλαμάτα 1897-Αθήνα 1957)
Πηγή: Παναγιώτης Μαυρέας, Έλεγοι, Σειρά Δ΄. Αθήνα: Τύποις Κ.Σ. Παπαδόγιαννη 1928.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου