Για τον Νιλς Μάρτιν Ευαγγέλου που γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου του 2013
Δεν θα σου πω πως ήρθες να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς –
θα ’ναι φριχτή κοινοτοπία: όλοι οι καιροί είναι ενδιαφέροντες
όσο και μικρόχαροι συνάμα.
Ούτε σου λέω πως γεννιέσαι σε εποχή φρίκης – ή και αγάπης·
κάθε εποχή είναι εποχή ανείπωτης φρίκης και αγάπης ανεπανάληπτης –
τούτη η αντίφαση είναι ριζωμένη βαθιά μέσα στη φύση του ανθρώπου.
Μήτε και έχω να σου δώσω κάποια συμβουλή ή ορμήνια,
δεν βοηθούνε ούτε οι συμβουλές ούτε οι οδηγίες –
και κρύβουν έπαρση ανοικονόμητη από αυτόν που τις δίνει.
θα ’ναι φριχτή κοινοτοπία: όλοι οι καιροί είναι ενδιαφέροντες
όσο και μικρόχαροι συνάμα.
Ούτε σου λέω πως γεννιέσαι σε εποχή φρίκης – ή και αγάπης·
κάθε εποχή είναι εποχή ανείπωτης φρίκης και αγάπης ανεπανάληπτης –
τούτη η αντίφαση είναι ριζωμένη βαθιά μέσα στη φύση του ανθρώπου.
Μήτε και έχω να σου δώσω κάποια συμβουλή ή ορμήνια,
δεν βοηθούνε ούτε οι συμβουλές ούτε οι οδηγίες –
και κρύβουν έπαρση ανοικονόμητη από αυτόν που τις δίνει.
Τίποτε τέτοιο δεν θα σου πω.
Το μόνο που έχω να σου δωρίσω για καλωσόρισμα είναι μια εικόνα.
Ένα ταξίδι με το τρένο κάποιον Φεβρουάριο:
εγώ καθισμένος στην τετράδα,
κι απέναντί μου μια ηλικιωμένη κυρία.
Σε όλο το ταξίδι κοιτούσε μελαγχολικά απ’ το παράθυρο·
το χειμωνιάτικο φως έπεφτε στο πρόσωπό της,
έκανε ασημένια τα μαλλιά της,
βάθαινε τις ρυτίδες του προσώπου της,
σκοτείνιαζε το βλέμμα της, θάμπωνε το βάθος των ματιών της.
Μα όταν ήρθε το δειλινό (κοντεύαμε στην πόλη Δ.),
την ώρα που μόβιαζε για τα καλά ο ουρανός,
το είδα καθαρά: ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της.
Το μόνο που έχω να σου δωρίσω για καλωσόρισμα είναι μια εικόνα.
Ένα ταξίδι με το τρένο κάποιον Φεβρουάριο:
εγώ καθισμένος στην τετράδα,
κι απέναντί μου μια ηλικιωμένη κυρία.
Σε όλο το ταξίδι κοιτούσε μελαγχολικά απ’ το παράθυρο·
το χειμωνιάτικο φως έπεφτε στο πρόσωπό της,
έκανε ασημένια τα μαλλιά της,
βάθαινε τις ρυτίδες του προσώπου της,
σκοτείνιαζε το βλέμμα της, θάμπωνε το βάθος των ματιών της.
Μα όταν ήρθε το δειλινό (κοντεύαμε στην πόλη Δ.),
την ώρα που μόβιαζε για τα καλά ο ουρανός,
το είδα καθαρά: ένα δάκρυ κύλησε στο πρόσωπό της.
Α, ένα δάκρυ την ώρα του δειλινού:
Ποιος ξέρει τι να σήμαινε, ποια να ήταν η αιτία του…
Μια θύμηση πικρή, μια θλιβερή ανάμνηση;
Κάποιο όνειρο που έχει χαθεί προ πολλού;
Έναν απελπισμένο έρωτα, μία στιγμή παραδομού;
Μια ματαιωμένη ευτυχία; Μια πρόσκαιρη χαρά;
Κάτι που ήταν να γίνει, μα δεν έγινε;
Ποιος ξέρει τι να σήμαινε, ποια να ήταν η αιτία του…
Μια θύμηση πικρή, μια θλιβερή ανάμνηση;
Κάποιο όνειρο που έχει χαθεί προ πολλού;
Έναν απελπισμένο έρωτα, μία στιγμή παραδομού;
Μια ματαιωμένη ευτυχία; Μια πρόσκαιρη χαρά;
Κάτι που ήταν να γίνει, μα δεν έγινε;
Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το σκοτάδι ήρθε·
το τρένο έτρεξε σαν δαιμονισμένο, έφτασε στο σταθμό.
(Μεγαλώνοντας θα το μάθεις αυτό: τα τρένα τρέχουν σαν δαιμονισμένα
και, αλίμονο, πάντοτε φτάνουν…)
το τρένο έτρεξε σαν δαιμονισμένο, έφτασε στο σταθμό.
(Μεγαλώνοντας θα το μάθεις αυτό: τα τρένα τρέχουν σαν δαιμονισμένα
και, αλίμονο, πάντοτε φτάνουν…)
Κι έτσι μου έμεινε η εικόνα – μια τόσο λειψή, τόσο ανολοκλήρωτη εικόνα:
εκείνη η ηλικιωμένη γυναίκα να δακρύζει την ώρα του δειλινού.
εκείνη η ηλικιωμένη γυναίκα να δακρύζει την ώρα του δειλινού.
Αυτό το δάκρυ έχω να σου δωρίσω για καλωσόρισμα,
μαζί με την αγάπη μου φυσικά.
Ένα δάκρυ την ώρα του δειλινού
να σε φυλάει, μάτια μου, απ’ τη φαρμακερή συνήθεια της ερημιάς.
μαζί με την αγάπη μου φυσικά.
Ένα δάκρυ την ώρα του δειλινού
να σε φυλάει, μάτια μου, απ’ τη φαρμακερή συνήθεια της ερημιάς.
Wstawać˙ όταν η Ιστορία απελευθερώνει, 2013
Απληστία
Όταν σκότωσαν τον Χαμί Νατζάφι,
αφγανό μετανάστη δεκαπέντε χρόνων,
(τον διαμέλισε μια βόμβα «επαναστατική», έξω από ένα δημόσιο κτήριο,
περνούσε συμπτωματικά με τη μάνα του και με την αδελφή του από εκεί)
οι αναρχικοί φίλοι μου κι εγώ ήμασταν αμήχανοι.
Βλέπεις, τούτη τη φορά δεν έκανε το φόνο ένας μπάτσος,
μα ένας από εμάς – σύντροφος μέσες άκρες·
και τώρα έπρεπε να μιλήσουμε για αυτό
κι όχι για τους αφορισμούς του Γκι Ντεμπόρ και του Αγκάμπεν.
αφγανό μετανάστη δεκαπέντε χρόνων,
(τον διαμέλισε μια βόμβα «επαναστατική», έξω από ένα δημόσιο κτήριο,
περνούσε συμπτωματικά με τη μάνα του και με την αδελφή του από εκεί)
οι αναρχικοί φίλοι μου κι εγώ ήμασταν αμήχανοι.
Βλέπεις, τούτη τη φορά δεν έκανε το φόνο ένας μπάτσος,
μα ένας από εμάς – σύντροφος μέσες άκρες·
και τώρα έπρεπε να μιλήσουμε για αυτό
κι όχι για τους αφορισμούς του Γκι Ντεμπόρ και του Αγκάμπεν.
Ωστόσο, κάποτε φτιάξαμε μια αφήγηση του γεγονότος
(πάντοτε φτιάχνεται μια αφήγηση, είτε από μας είτε από τους παραδίπλα,
είναι διαδικασία απαραίτητη για να συνεχίζει η ζωή…)
Όλα, λοιπόν, συνέπεσαν μια τυχαία στιγμή:
η βόμβα ήτανε στον κάδο των σκουπιδιών
(προσοχή στις λέξεις: ή τ α ν ε ,
θαρρείς να είναι από μόνες τους οι βόμβες,
σπαρμένες από τον Θεό ή από το μηχανοδηγό της Ιστορίας),
η φαμίλια των Αφγανών πέρασε από εκεί,
η μάνα τού ’πε του παιδιού, άσε, μην ψάχνεις σε κείνονε τον κάδο –
μα αυτό το σκασμένο ε κ ε ί , ν α ψ ά ξ ε ι.
(πάντοτε φτιάχνεται μια αφήγηση, είτε από μας είτε από τους παραδίπλα,
είναι διαδικασία απαραίτητη για να συνεχίζει η ζωή…)
Όλα, λοιπόν, συνέπεσαν μια τυχαία στιγμή:
η βόμβα ήτανε στον κάδο των σκουπιδιών
(προσοχή στις λέξεις: ή τ α ν ε ,
θαρρείς να είναι από μόνες τους οι βόμβες,
σπαρμένες από τον Θεό ή από το μηχανοδηγό της Ιστορίας),
η φαμίλια των Αφγανών πέρασε από εκεί,
η μάνα τού ’πε του παιδιού, άσε, μην ψάχνεις σε κείνονε τον κάδο –
μα αυτό το σκασμένο ε κ ε ί , ν α ψ ά ξ ε ι.
Και με τέτοια λόγια
πασχίζαμε να πείσουμε τους εαυτούς μας
πως φταίει κατά το μείζον η μοίρα, το τυχαίο, το ανυπολόγιστο
–θα ’χε μιλήσει για αυτό ο Γκι Ντεμπόρ ή, έστω, ο Αγκάμπεν–
και κατά το έλασσον η απληστία του παιδιού.
πασχίζαμε να πείσουμε τους εαυτούς μας
πως φταίει κατά το μείζον η μοίρα, το τυχαίο, το ανυπολόγιστο
–θα ’χε μιλήσει για αυτό ο Γκι Ντεμπόρ ή, έστω, ο Αγκάμπεν–
και κατά το έλασσον η απληστία του παιδιού.
Wstawać˙ όταν η Ιστορία απελευθερώνει, 2013
Μες στην ομίχλη του αεροδρομίου
Πολλές φορές έχω σκεφτεί
από την πρώτη μου εφηβεία και μέχρι τώρα,
πώς εκείνη η φράση στο τέλος από την Καζαμπλάνκα,
η απάντηση που δίνει ο Ρικ στην Ίλζα
(ο Μπόγκαρτ στην Μπέργκμαν, τέλος πάντων)
μες στη νυχτερινή ομίχλη του αεροδρομίου,
εκείνο το «Εμείς θα έχουμε για πάντα το Παρίσι»,
ίσως να είναι η πιο σπουδαία ώρα όλης της
τέχνης του ανθρώπου
–ναι, όλης της τέχνης του ανθρώπου-,
θέλω να πω, είναι η ώρα όπου η τέχνη μπορεί να σε στηρίξει
στην προσπάθεια να βρεις κάτι
να το βάλεις αντίβαρο στον βέβαιο θάνατό μας,
τον αδυσώπητο χαμό μας,
τη μεγάλη αδήριτη ματαιότητα.
«Εμείς θα έχουμε για πάντα το Παρίσι…»
Είναι στ’ αλήθεια υπέροχο:
Ναι, θα πεθάνουμε,
θα χαθούμε στους αγέρηδες της Ιστορίας,
στην ομίχλη της ανωνυμίας,
θα θαφτούμε οριστικά στη σκόνη του χρόνου,
αλλά προηγουμένως θα έχουμε ζήσει την αγάπη,
ή -έστω- μια λειανή παρένθεση αγάπης,
ένα τοσοδά χνάρι που θα μείνει δικό μας,
a kiss is still a kiss,
κάτι για να μας μνημονεύσουν αυτοί που θα έρθουν,
να πουν πως, έστω και για μια στιγμή,
είχαμε για πάντα το Παρίσι.
Μα, αλίμονο, κάθε φορά
μια δεύτερη σκέψη δαγκώνει το μυαλό μου σαν σκορπιός
(κι όσο μεγαλώνω με δαγκώνει όλο και πιο βαθιά):
Άραγε τι να γίνεται με κείνους
που δεν έχουνε κανένα Παρίσι στη ζωή τους,
με κείνους που δεν έχουνε καμιά, έστω λειανή,
παρένθεση αγάπης,
κάτι για να θυμηθούνε τη φοβερή ώρα,
να δώσουν μια ασθενική απάντηση
ίσα για να ξεγελάσουνε τον εαυτό τους
καθώς σώνεται ο χρόνος
μες στην ομίχλη του αεροδρομίου της Καζαμπλάνκας,
κι ενώ το αεροπλάνο είναι έτοιμο να απογειωθεί;
Θα σας περιμένω, 2018
Η εκκλησία μου
«Τι κρίμα που δεν πιστεύεις στον Θεό»,
μου είπε κάποτε αγαπημένος φίλος:
«Χάνεις την ευκαιρία την ευκαιρία να ενωθείς λατρεύοντας,
να παραδοθείς ολοκληρωτικά σε μία Εκκλησία
όπως παραδίνεσαι στη θάλασσα όταν ξαπλώνεις ανάσκελα
και επιπλέεις πάνω στο νερό,
να αφεθείς δίχως να επιζητάς καμία προστασία,
να ανοίξεις δίχως σκέψη, όπως ανοίγουν οι ανθοί των λουλουδιών,
γίνονται ένα με κάτι μεγαλύτερο.»
μου είπε κάποτε αγαπημένος φίλος:
«Χάνεις την ευκαιρία την ευκαιρία να ενωθείς λατρεύοντας,
να παραδοθείς ολοκληρωτικά σε μία Εκκλησία
όπως παραδίνεσαι στη θάλασσα όταν ξαπλώνεις ανάσκελα
και επιπλέεις πάνω στο νερό,
να αφεθείς δίχως να επιζητάς καμία προστασία,
να ανοίξεις δίχως σκέψη, όπως ανοίγουν οι ανθοί των λουλουδιών,
γίνονται ένα με κάτι μεγαλύτερο.»
Μάλλον δεν είχε άδικο.
Είναι πράγματι πολύ πικρό να μην έχεις μια Εκκλησία,
να μην μπορείς να αφεθείς,
να μην μπορείς, έστω για μια στιγμή, να ανοίξεις δίχως σκέψη.
Είναι πράγματι πολύ πικρό να μην έχεις μια Εκκλησία,
να μην μπορείς να αφεθείς,
να μην μπορείς, έστω για μια στιγμή, να ανοίξεις δίχως σκέψη.
Ωστόσο
κάποτε βρέθηκα
στο δωματιάκι υποδοχής ενός ορφανοτροφείου στην Αντίς Αμπέμπα
(το λέγανε Τέσφα - που θα πει «Ελπίδα»),
μία παράγκα ήτανε με τενεκεδένια στέγη,
κάθεσαι μέσα και σου φέρνουνε τα προς υιοθεσία παιδιά.
Εκεί, λοιπόν, υπήρχε ένας μονάχα καναπές,
τόσο μα τόσο βρώμικος,
καθώς πάνω σε αυτόν κάθε μέρα
τρία ή τέσσερα ζευγάρια περνούσανε οχτώ ώρες
με το μωρό που ήταν να υιοθετήσουν,
κι ο λερός καναπές βρώμιζε όλο πιο πολύ
από νέα κάτουρα και μύξες και ευκοίλιες,
γιατί τα παιδιά εκείνων των ορφανοτροφείων έχουν πάντοτε ευκοίλια
(και είναι τα τυχερά – τα υπόλοιπα πεθαίνουν στον δρόμο).
κάποτε βρέθηκα
στο δωματιάκι υποδοχής ενός ορφανοτροφείου στην Αντίς Αμπέμπα
(το λέγανε Τέσφα - που θα πει «Ελπίδα»),
μία παράγκα ήτανε με τενεκεδένια στέγη,
κάθεσαι μέσα και σου φέρνουνε τα προς υιοθεσία παιδιά.
Εκεί, λοιπόν, υπήρχε ένας μονάχα καναπές,
τόσο μα τόσο βρώμικος,
καθώς πάνω σε αυτόν κάθε μέρα
τρία ή τέσσερα ζευγάρια περνούσανε οχτώ ώρες
με το μωρό που ήταν να υιοθετήσουν,
κι ο λερός καναπές βρώμιζε όλο πιο πολύ
από νέα κάτουρα και μύξες και ευκοίλιες,
γιατί τα παιδιά εκείνων των ορφανοτροφείων έχουν πάντοτε ευκοίλια
(και είναι τα τυχερά – τα υπόλοιπα πεθαίνουν στον δρόμο).
Κάθισα κι εγώ σε αυτόν τον καναπέ,
και συναντήθηκα με την Α., την Μπ., τον Σ. και την Γκ.,
μωρά που γεννήθηκαν στον πάτο του καζανιού,
και είδα με τα μάτια μου την Χ. και την Α. και την Ν. και την Μ.
να κλαίνε, να κλαίνε, να κλαίνε
αγκαλιάζοντάς τα.
και συναντήθηκα με την Α., την Μπ., τον Σ. και την Γκ.,
μωρά που γεννήθηκαν στον πάτο του καζανιού,
και είδα με τα μάτια μου την Χ. και την Α. και την Ν. και την Μ.
να κλαίνε, να κλαίνε, να κλαίνε
αγκαλιάζοντάς τα.
Και σκέφτομαι,
καλέ μου φίλε,
πως πάντοτε υπάρχει ένας τέτοιος καναπές
γεμάτος με ιερά κάτουρα και ιερές ευκοίλιες παιδιών
σε μία Τέσφα, σε μιαν Αντίς Αμπέμπα,
σε κάποιον πάτο καζανιού του κόσμου.
καλέ μου φίλε,
πως πάντοτε υπάρχει ένας τέτοιος καναπές
γεμάτος με ιερά κάτουρα και ιερές ευκοίλιες παιδιών
σε μία Τέσφα, σε μιαν Αντίς Αμπέμπα,
σε κάποιον πάτο καζανιού του κόσμου.
Κι ακόμη σκέφτομαι
πως αυτός ο τόσο λερωμένος καναπές,
ο γεμάτος κάτουρα και μύξες και ευκοίλιες,
ο γεμάτος δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα,
ίσως
να είναι η Εκκλησία μου.
πως αυτός ο τόσο λερωμένος καναπές,
ο γεμάτος κάτουρα και μύξες και ευκοίλιες,
ο γεμάτος δάκρυα, δάκρυα, δάκρυα,
ίσως
να είναι η Εκκλησία μου.
Θα σας περιμένω, 2018
Πόσο βολικό
Στ’ αλήθεια, πόσο βολικό, πόσο γλυκό για όλους μας
που το κορίτσι με τα σπίρτα του Άντερσεν
κάθισε στο ρείθρο του δρόμου
και απλώς έκαψε τα σπίρτα της,
γυρεύοντας στις φλόγες την γιαγιά της,
κι έπειτα πέθανε από το κρύο –
που το κορίτσι με τα σπίρτα του Άντερσεν
κάθισε στο ρείθρο του δρόμου
και απλώς έκαψε τα σπίρτα της,
γυρεύοντας στις φλόγες την γιαγιά της,
κι έπειτα πέθανε από το κρύο –
Σωστότερα: ψόφησε από το κρύο.
Για την καλή της διαγωγή θα την ανταμείψουμε,
θα στήσουμε χιλιάδες αγάλματα με το όνομά της,
θα γυρίσουμε χιλιάδες ταινίες για την αδικία που της έγινε,
θα την διδάξουμε σε όλα τα σχολεία του πολιτισμού μας.
Γιατί αρέσει σε όλους εμάς τους χορτάτους
που το κορίτσι κάθισε και πέθανε στο ρείθρο του δρόμου μας
βλέποντας όνειρα με τη γιαγιά του
κι όχι πετώντας τα αναμμένα σπίρτα κάτω από την πόρτα μας –
κάτω από την ολέθρια, αιματοβαμμένη, κλειστή πόρτα μας.
Για την καλή της διαγωγή θα την ανταμείψουμε,
θα στήσουμε χιλιάδες αγάλματα με το όνομά της,
θα γυρίσουμε χιλιάδες ταινίες για την αδικία που της έγινε,
θα την διδάξουμε σε όλα τα σχολεία του πολιτισμού μας.
Γιατί αρέσει σε όλους εμάς τους χορτάτους
που το κορίτσι κάθισε και πέθανε στο ρείθρο του δρόμου μας
βλέποντας όνειρα με τη γιαγιά του
κι όχι πετώντας τα αναμμένα σπίρτα κάτω από την πόρτα μας –
κάτω από την ολέθρια, αιματοβαμμένη, κλειστή πόρτα μας.
Θα σας περιμένω, 2018
Θα σας περιμένω
Όταν πεθάνω
οι φίλοι που θέλετε να με θυμάστε
να ξυπνάτε τις νύχτες
και να ψάχνετε στα κινητά σας αν βρέχει στην Αντίς Αμπέμπα,
αν κατεβάζει λάσπη ο χείμαρρος στο Ορφανοτροφείο της Τέσφα,
αν το κροτάλισμα της μπόρας στη λαμαρίνα
φοβίζει τον ύπνο των παιδιών.
οι φίλοι που θέλετε να με θυμάστε
να ξυπνάτε τις νύχτες
και να ψάχνετε στα κινητά σας αν βρέχει στην Αντίς Αμπέμπα,
αν κατεβάζει λάσπη ο χείμαρρος στο Ορφανοτροφείο της Τέσφα,
αν το κροτάλισμα της μπόρας στη λαμαρίνα
φοβίζει τον ύπνο των παιδιών.
Σε αυτήν την αναζήτηση
(και όχι σε βιβλία ή κείμενα ή λέξεις)
θα φωλιάζει η μνήμη μου.
(και όχι σε βιβλία ή κείμενα ή λέξεις)
θα φωλιάζει η μνήμη μου.
Εκεί θα είμαι,
στο άγγιγμα του δαχτύλου σας στην οθόνη αφής σας,
και θα σας περιμένω να ξημερώσει
για να μου πείτε πως η λαμαρίνα άντεξε,
πως τα παιδιά ξυπνήσανε καλά.
στο άγγιγμα του δαχτύλου σας στην οθόνη αφής σας,
και θα σας περιμένω να ξημερώσει
για να μου πείτε πως η λαμαρίνα άντεξε,
πως τα παιδιά ξυπνήσανε καλά.
Θα σας περιμένω, 2018
Πηγή: https://lesxianagnosismaroussi.blogspot.com/2019/04/blog-post_16.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου