Καμιά φορά μες στην προχωρημένη νύχτα,
έβλεπαδρόμο μοναχικό, αδιέξοδο, να συντροφεύει σπίτια
να χάνεται αθόρυβα μέσα σ’ αυλές. Και ήμουν
σαν αφημένος σε δικιά μου μουσική, ζώντας αδιάκοπα
με παραισθήσεις κι αυταπάτες
να χάνεται αθόρυβα μέσα σ’ αυλές. Και ήμουν
σαν αφημένος σε δικιά μου μουσική, ζώντας αδιάκοπα
με παραισθήσεις κι αυταπάτες
Μα τώρα που επιστρέφει το βαθύ σούρουπο, ακούω
σα λιτανεία νάρχονται μέσα στο βυσσινί σύννεφο, πλήθος
θόρυβοι μακρινοί, στρατιώτες μάχιμοι, ανεύθυνα παιδιά
άντρες της ακτοφυλακής και γυρολόγοι
έρχονται αθόρυβα, συρτά, νόμιμα για να πάρουν
ό, τι περίσωσα, κειμήλια κι αναμνηστικά, μα περισσότερο
θέλουν τον Μύρωνα που σκότωσαν αυτοί και τώρα
ζητούν ευθύνες και φωνάζουν και ξεσκίζουνε
τα ρούχα τους
Κι έτσι τώρα πια βλέπω
δρόμο μοναχικό, αδιέξοδο, να πνίγεται
καθώς η νύχτα προχωρεί μες την επίγνωση
μιας ξοδεμένης απερίσκεπτα θυσίας
Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Ο θάνατος του Μύρωνα, 1960
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου