Τρίτη 14 Ιουνίου 2022

Κώστας Αρκουδέας-Μουσικές των νησιών


«Η μετεμψύχωση προήλθε απ’ τους “σούδρας”, τους ηττημένους λαούς της Ινδίας», έλεγε ο Μαρσύας. «Ήταν η ανάγκη των δυστυχισμένων να πιστεύουν ότι θα ζήσουν καλύτερα κάπου αλλού».
Βρισκόμασταν πάνω στο λιγδιασμένο κατάστρωμα του Σχοινούσα. Δίπλα μας κοιμόταν μια παρέα γραφίστες, που μέχρι να ξεραθούν έκαναν μεγάλο σαματά. Σε ολόκληρο το σκάφος δεν είχαμε βρει σπιθαμή χώρου διαθέσιμη και, για να βολευτούμε, είχαμε στριμώξει τους υπνόσακους ανάμεσα στους διπλωμένους κάβους και τα σκοινιά του πλοίου.
«Η εποχή των θεών έχει περάσει», συνέχισε ο Μαρσύας και ξετύλιξε το σάκο του. «Τώρα είναι η εποχή των ανθρώπων».
«Δεν έχεις άδικο», σημείωσα. «Θεωρίες σαν της μετεμψύχωσης σε κάνουν παθητικό δέκτη. Σε κάνουν ν’ αδιαφορείς για όσα συμβαίνουν. Ό,τι χρειάζονται, δηλαδή, εκείνοι που μας κυβερνούν».
«Δεν εννοούσα αυτό», είπε ο Μαρσύας και χώθηκε στο σάκο του. «Η γνώση είναι μια πέτρα. Την πετάς κι όποιον πετύχει».
Δεν κατάλαβα τι ήθελε να πει.
Ο Αίολος ήταν στο φόρτε του και συνοδευόταν από αξέχαστο κρύο. Με πήρε ο ύπνος, αλλά ξύπνησα γύρω στα μεσάνυχτα γιατί κάποιος με πάτησε κατά λάθος στο πρόσωπο. Δεν είναι τίποτα - μαθαίνεις να ζεις με αυτά. Ξυπνάς βέβαια σοκαρισμένος, σκουπίζεις τα μούτρα σου, βλέπεις πως δεν υπάρχει κανείς γύρω σου να ζητήσει συγγνώμη και συνεχίζεις τον ύπνο. Όχι για πολύ. Καράβια σαν το Σχοινούσα έχουν την ιδιότητα να μπατάρουν και να μπάζουν από παντού νερά. Αυτή τη φορά σηκώθηκα και τίναξα τον υπνόσακό μου, είχε γίνει μούσκεμα. Και του Μαρσύα είχε ποτίσει, αλλά εξακολουθούσε να κοιμάται. Δεν τον πείραζαν αυτόν κάτι τέτοια. Είχε συνηθίσει σε πιο ακραίες καταστάσεις.
Κάποιος απ’ τους γραφίστες ξύπνησε και άρχισε να παίζει φυσαρμόνικα. Πήρα το βρεγμένο υπνόσακό μου και πήγα κοντά του. Σύντομα ξύπνησαν και οι φίλοι του. Το ενδιαφέρον μας εστιάστηκε σ’ ένα ζευγάρι που βρισκόταν κάτω από μια ναυαγοσωστική λέμβο. Εκείνος ήταν Αρμένιος κι εκείνη Μαροκινή - η καταγωγή τους προέκυψε κατόπιν ψηφοφορίας. Η γυναίκα είχε επίπεδο στήθος και θεόχοντρα πόδια. Οι στάσεις που έπαιρνε ήταν ιδιαιτέρως περιπαθείς. Κάθε φορά που το φουστάνι της σηκωνόταν, το περιεχόμενό του γινόταν αντικείμενο πολλαπλών σχολίων, το πιο πετυχημένο εκ των οποίων ήταν «γέρικοι κορμοί δέντρων που καθώς ανεβαίνεις, πλαταίνουν κι εσύ αγωνίζεσαι να φτάσεις στην κορυφή».
Ο ήλιος φλόγιζε το πρόσωπό μας, όταν κρυμμένα πίσω απ’ τη Νάξο φάνηκαν τα Γλαρονήσια*. Ήταν λες και η φύση είχε σκορπίσει άναρχα κομμάτια γης στη θάλασσα. Ολόγυρα υπήρχαν εκατοντάδες ξέρες, εκατοντάδες γυναίκες που έχασαν τους άντρες τους και πέτρωσαν στο νερό. Το Γλαρονήσι ήταν το μοναδικό ψαραδοχώρι. Τα υπόλοιπα - η Δονούσα, η Σχοινούσα, η Κέρος και η Ηρακλειά - είχαν ελάχιστους κατοίκους.
Μια λάντζα ήρθε και μας παρέλαβε, ενώ μια άλλη, μικρότερη, πήρε τα πράγματά μας. Δύο μωρά πέρασαν κλαίγοντας πάνω απ’ το κενό που δημιουργούσε η μπουκαπόρτα με τη λάντζα. Οι γραφίστες έκαναν κερκίδα και κρατώντας ένα μπουκάλι ρούμι, σαν πειρατές, άρχισαν να λένε τραγούδια απ’ την "Αλίκη στο ναυτικό". Στην άκρη είδα να φτιάχνεται ένας λιμενοβραχίονας. Κρίμα! Τα Γλαρονήσια θα γνώριζαν με τη σειρά τους τα «οφέλη» της τουριστικής ανάπτυξης.
Η πλειονότητα των επιβατών πήγε στη Χώρα. Τους υπόλοιπους μας παρέλαβε ένα αγροτικό και άρχισε το ημι-ανατρεπόμενο ταξίδι του ανάμεσα στις ξερολιθιές. Μας ξεφόρτωσε στην παραλία του Φοίνικα. Το μέρος ονομαζόταν έτσι γιατί διέθετε ένα φοίνικα, έναν και μόνο, το καμάρι της περιοχής. Προχωρήσαμε και φτάσαμε στην παραλία τής Μαρίας. Έλαμπε σε σχήμα μισοφέγγαρου και σ’ έκανε να ξεχνάς κάθε άλλη ακτή.
Στρατοπεδεύσαμε τελικά κάτω από μια κούρμπα των βράχων.
Στο ίδιο σημείο είχαν στρατοπεδεύσει ο Ηλίας με τη Σίβυλλα. Ήταν και οι δυο γύρω στα εικοσιένα. Παρότι τους άρεσαν τα ταξίδια, από τότε που είχαν γνωριστεί δεν είχαν πάει πουθενά γιατί, έλεγαν, η σχέση τους ήταν από μόνη της ένα ταξίδι. Η Σίβυλλα έκανε δώδεκα χρόνια κλασικό μπαλέτο και ο Ηλίας έκανε δώδεκα χρόνια τον βοηθό στις οικοδομές του πατέρα του ξεκαρφώνοντας πρόκες.
«Καθένας με την τέχνη του», είπε κουνώντας στωικά το κεφάλι.
Πετάξαμε τα ρούχα μας και βουτήξαμε. Το νερό ήταν δροσερό και είχε το διάφανο οινοπνευματί χρώμα των διαφημίσεων. Το περίγραμμα της Κέρου, απέναντι, θύμιζε χαρτόνι κομμένο προσεκτικά με ψαλίδι. Στο δρόμο για τη Δονούσα, ένας βράχος μπηγμένος στη θάλασσα έμοιαζε με προτομή του Μάο.
Το απομεσήμερο, η Σίβυλλα με πήρε απ’ το χέρι και με οδήγησε σ’ ένα ηλιοπάτητο μονοπάτι. Σμήνη εντόμων βούιζαν γύρω μας. Κακά στέφανα μας τρύπαγαν τα πόδια - έτσι λένε στα μέρη αυτά τα αγκάθια, γιατί μοιάζουν με το στεφάνι του Χριστού. Πήγαμε σ’ ένα μαγαζί δίπλα στη θάλασσα. Λειτουργούσε άλλοτε σαν περίπτερο, άλλοτε σαν εστιατόριο κι άλλοτε σαν παμπ. Όποιος ήθελε έβαζε μουσική, όποιος ήθελε χόρευε. Στο πίσω μέρος είχε τέσσερις υπαίθριες ντουζιέρες. Μιας και στην παραλία της Μαρίας όλοι έμεναν σε σκηνές ή κάτω απ’ τα βράχια, ήταν το καμαρίνι των πάντων.
Εκεί, σε μια από τις ωραιότερες στιγμές του καλοκαιριού, η Σίβυλλα ολόγυμνη, με μια πετσέτα στο κεφάλι της σαν τουρμπάνι, έβαλε στα μάγουλά μου αφρό και με ξύρισε στα όρθια. Μια περαστική οικογένεια έμεινε να μας χαζεύει, με τα πιτσιρίκια να γελούν κατεργάρικα.
Το ίδιο βράδυ, πήγαμε με τον Μαρσύα στο μαγαζί. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, είχαν γίνει όλοι μια παρέα. Η Τζούντυ Γκάρλαντ έδωσε ένα φιλί στον Μίκυ Ρούνεϋ, που απομακρύνθηκε παραπατώντας. Κάποιος μάθαινε στον Τζίμι Χέντριξ κιθάρα, ενώ ο Βαν Μόρρισον ψιθύριζε τα λόγια του Brown eyed girl στο αυτί της καλής του. Δίπλα τους κρυφάκουγαν - καθένας για διαφορετικούς λόγους - ο Μπουκόβσκι, ο Κέρουακ και ο Μπάρροους. Ο Κόρτο Μαλτέζε είχε κοντά του μια Σομαλή και τα έπιναν καθισμένοι σ’ ένα τραπέζι στην άκρη.
Σε λίγο ήρθαν και μας βρήκαν ο Ηλίας με τη Σίβυλλα. Μαζί τους έφεραν έναν τύπο με σπαρταριστή φυσιογνωμία, που έμοιαζε του Γούντυ Άλλεν. Μάθαμε πως είχε ουζερί στο Μαρούσι, με το όνομα «Ή στραβός είν’ ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε». Κάθε καλοκαίρι το έκλεινε για να έρθει στο νησί. Είδε την κιθάρα του Μαρσύα ακουμπισμένη στο πλάι και του είπε:
«Νιώθεις έτοιμος ν’ αντιμετωπίσεις τη Μαρλήν;»
«Ποια είν’ αυτή;»
«Α, δεν την ξέρεις; Άκου, λοιπόν. Τα καλοκαίρια μαζεύονται διάφοροι μουσικοί εδώ. Έχει παράδοση ο τόπος. Συναγωνίζονται μεταξύ τους κι όποιος αρέσει περισσότερο στον κόσμο, έχει τσάμπα στέγη και τροφή. Με την υποχρέωση, βέβαια, να παίζει μερικές νύχτες στο μαγαζί».
Κάτι τριβόταν στο πόδι μου και το λέρωνε κάτω απ’ το τραπέζι. Ήταν ο Φώτης, ο σκύλος του Γούντυ Άλλεν, ένα κόκερ σπάνιελ.
«Η Μαρλήν είναι Ολλανδέζα», συνέχισε ο Γούντυ Άλλεν, που σαν πιο παλιός ήξερε τα κατατόπια. «Έχει φοβερή φωνή. Είναι τρεις βδομάδες στο νησί και μου φαίνεται πως πάει να βγάλει τσάμπα όλο το καλοκαίρι. Όταν πρωτόρθα, πήγα να την κοντράρω. Μ’ έφαγαν όμως τα όργανα λαϊκής βάσης. Εγώ παίζω βιολί κι αυτή κιθάρα. Μου ’ριξε ένα ροκ εντ ρολ και με τσάκισε».
«Χμμ… ενδιαφέρον», έκανε ο Μαρσύας.
«Καλομελέτα κι έρχεται».
Στο μαγαζί μπήκε ένα κορίτσι που κρεολόφερνε, με διάφανο άσπρο φόρεμα και αλογοουρά μακριά σαν της Σαντέ.
«Τον περασμένο χειμώνα κάτι έπαθε στη χώρα της και της αφαίρεσαν τη σπλήνα», μας σφύριξε ο Γούντυ Άλλεν. «Βλέπετε τι ανάρρωση κάνει».
Οι αντένες του κόσμου στράφηκαν πάνω της. Η Μαρλήν κάθισε σ’ έναν ψηλό πάγκο και κούρδισε την κιθάρα. Τα δάχτυλά της κατέβηκαν χαμηλά και με τα παράξενα αγγλικά της έπιασε ένα τραγούδι ανάλαφρο και συνάμα μελαγχολικό.
Yesterday a child came out to wonder, Caught a dragony inside a jar, Fearful when the sky was full of thunder, And tearful at the falling of a star…
Όντως, είχε φοβερή φωνή.
And the seasons they go round and round, And the painted ponies go up and down, We’re captive on a carousel of time, We can’t return we can only look behind from where we came And go round and round and round in a circle game… *
Δεν είχε προλάβει να παίξει τις τελευταίες νότες, όταν ακούστηκε πίσω μας ο ήχος μιας κιθάρας. Στραφήκαμε ξαφνιασμένοι - ακόμα κι ο Φώτης που είχε κάνει τη δουλειά του και είχε αρχίσει να τρώει. Ο Μαρσύας είχε στηρίξει το δεξί του πόδι σε μια καρέκλα, είχε στεριώσει πάνω του την κιθάρα και το χέρι του ανεβοκατέβαινε στα ακόρντα ενός τραγουδιού.
Να ’χα μια καρδιά ακόμα, να την έκανα χαλάλι, καθεμιά να σ’ αγαπούσε πιο πολύ από την άλλη…
«Νησιώτικο στην κιθάρα, ε; Αυτός κι αν είναι συνδυασμός λαϊκής βάσης», σχολίασε ο Γούντυ Άλλεν.
Κοίταξα τη ραμφοειδή φιγούρα του Μαρσύα. Είχα κάνει λάθος γι’ αυτόν στην αρχή. Δεν είχε σχέση με λούμπεν ήρωες. Ήταν ένας μοναχικός πρωτόγονος, λησμονημένος απ’ το χρόνο, σαν τον Κουρτς στην «Αποκάλυψη τώρα». Μόνο που τούτος δω ήταν διαφορετικός απ’ αυτόν της ταινίας.
Ο Ηλίας και η Σίβυλλα παρότρυναν τον Γούντυ Άλλεν να πάρει το βιολί του. Εκείνος έκανε πως δεν ήθελε. Μα το Θεό, πολύ ντροπαλός τύπος. Όταν ερχόταν στο τσακίρ κέφι, έσπαγε κάτω χαρτοπετσέτες. Τελικά σηκώθηκε, πήρε το βιολί του και πλαισίωσε τον Μαρσύα.
Έλα να πάμε στη Δονούσα,στην Ηρακλειά και τη Σκοινούσα, κι όταν θα κάναμε το γάμο απ’ το χορό θα πέσεις χάμω…
Η ατμόσφαιρα ζεστάθηκε. Ο Γούντυ Άλλεν πήρε τα πάνω του και συνέχισε να παίζει βιολί κάνοντας ρυθμικούς κύκλους γύρω απ’ τον Μαρσύα, σαν να τον φλέρταρε. Μια συντροφιά κοριτσιών άρχισε να χορεύει. Ο μαγαζάτορας σήκωσε ψηλά το ποτήρι του κι ευχήθηκε στην έγκυο γυναίκα του:
«Να ’ναι ό,τι να ’ναι, Γιώτα μου, αρκεί να κατουράει όρθιο».
Τα κορίτσια έφυγαν χορεύοντας απ’ το μαγαζί και πετώντας ένα ένα τα ρούχα τους, βούτηξαν γυμνές στη θάλασσα. Κατόπιν βγήκαν έξω, ξαναφόρεσαν τα ρούχα τους κι έτσι βρεγμένες όπως ήταν, συνέχισαν το χορό.
… Και στο μικρό το Κουφονήσι, εμείς οι δυο θα βρούμε λύση, κι όταν θα κάναμε το γάμο απ’ το χορό θα πέσεις χάμω…
Είδα τη μικρή Ολλανδέζα να βάζει την κιθάρα στη θήκη και να αποχωρεί διακριτικά. Ο άτυπος διαγωνισμός είχε τελειώσει.
«Της έκανες μεγάλη εντύπωση», είπε ο Γούντυ Άλλεν στον Μαρσύα. «Άμα σ’ τη φέρω εδώ, θα σ’ την πέσει».
«Α, όχι», έκανε τρομαγμένος εκείνος. «Δε τη θέλω χωρίς σπλήνα».
Ήμασταν πολύ κουρασμένοι, όταν γυρίσαμε στο αμμουδερό μας ξενοδοχείο. Η Σίβυλλα έβγαλε ψωμί και τυρί από μια χαρτοσακούλα, λίγες ξινές ελιές και τρεις μεγάλες ντομάτες, και μας τα πρόσφερε. Είχε κι ένα καρπούζι που πάγωνε μες στη θάλασσα, αλλά δεν το αγγίξαμε. Ο Μαρσύας τράβηξε απ’ το σακίδιό του ένα μπουκάλι σαντορινιό βισάντο και ήπιαμε. Η βραδιά ήταν μυθική. Δεν φύσαγε καθόλου. Μια τεράστια σελήνη υψωνόταν πάνω από τη νεκρόπολη της Κέρου.
Πιο πέρα, είδα κάποιον να σκεπάζεται με εφημερίδες. Σηκώθηκα και πήγα κοντά του.
«Να σου δώσω μια πετσέτα να σκεπαστείς;» του πρότεινα.
«Τι να την κάνω την πετσέτα;» με αποπήρε. «Μια χαρά είναι οι εφημερίδες. Μπορεί να γράφουν ένα σωρό μαλακίες, αλλά είναι ζεστές και δε φοβάσαι μη σ’ τις κλέψουν».

*Κουφονήσια
* Buffy Sainte-Marie, Circle Game
Κώστας Αρκουδέας / Μουσικές των νησιών από «Το τραγούδι των τροπικών», 1988 και «Τα σιγκλάκια», 2010

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου