20 Ιουλίου 1969
Δε θα τη δεις την άλλη αίσθηση σε φλογάτες αθροίσεις
μυστηρίου χρώματος
Σε βυθίσματα και οριζόντιες χορευτικές διαθέσεις που
εκχυλίζεται η πεμπτουσία τού προς όλες τις μεριές
αιθρίου και τού προς όλες τις μεριές εμφύτου μύθου
που μετρήθηκε με ουρανούς και δάκρυα
Καθώς ο θηριώδης ανελήφθη ανοίγοντάς του διαδρόμους
η κομμένη ανάσα της τελευταίας στρατιάς
Εγώ επιτέλους ο της προελεύσεως άγνωστος δεν έβρισα
τους γιους μου
Έταξα τον ένα μακριά απ' τον άλλο να πλησιάζονται
όσο ποτέ
Και σε χοάνες δόξας και φωτιών
Φτερωτοί κι ανάλαφροι μόλις να ψελλίζουν
Τη δόξα και το θρίαμβο που συγκρατούν σα δυο στέρεες
όχθες
Το ποτάμι μου
Θα πέσω στα πόδια τους και με χειρονομίες που θα πείθουν
ότι έσβησα σα μια σταγόνα βροχής σε ηφαίστειο
θα τους παρακαλέσω να προλάβουν πριν κι αυτοί
πάθουν το ίδιο
Απ' τα υπάρχοντά μου να μου αφήσουν μόνο τη μικρή
αράχνη που ήρθε απ' τον ήλιο
Και τη στιγμή που θα ξεχνούν ένα-ένα ό,τι είδαν κι
άκουσαν
Κι ό,τι τους έλιωνε και τους σκόρπιζε
Εκείνη τη στιγμή ας πουν: ποιος ήταν λοιπόν γιατί
μηδένισε το κύρος του
Και γιατί στο πρώτο κάλεσμά μας ξαναμπαίνει στο
αίμα της περιπέτειας;
Όπως ο Ενδυμίων, Πρώτη Ύλη 1970.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου