«Βλέπεις; μας ήρθε κι άλλος μουσαφίρης, που δεν περιμέναμε!» είπε ο πατέρας, σαν έφυγε ο λήσταρχος. «Σ' άρεσε η βράκα του; Είδες πόσα κύματα γύρω τριγύρω;»
Πολύ απορήσανε όλοι στο σπίτι. Και τρομάξανε. «Παναγία μου Δέσποινά μου», είπε η θεία Διαλεχτή, που νόμιζε πως έρχεται να μας σφάξει! Η Σοφιδώ όμως την κατάλαβε την καρδιά του την καλή. Της πρόσφερεν από το χέρι του το διοσμαρί, κι εμοσκοβόλησεν ο κόρφος της, βλέπεις από βουνό κατεβασμένο. Του πρόσφερεν εκείνη κάθισμα, κι εκοντοστάθηκεν εκείνος πριν το λάβει, εμισοχαμογέλασε, κι είπε τα χρόνια είναι πολλά, κι εξέμαθεν το κάθισμα.
«Ανάψετε τα φώτα». Ήρθε το βράδυ. Κατά την ώρα που ξεφτιλίζουνε* τα λυχνάρια. Τα σουβλερά του γουρνοτσάρουχα* πηγαίνανε μπροστά, κι επιάνανε τον κόσμο, και στον τοίχο ο ίσκιος του ετύλιγεν τον τοίχο, σα θεριό. Απάνω στο ραβδί του αποραβδίζει, τα χέρια ανοιχτά, και ξεκουράζεται, κι όλοι αψηλώνομε για να του φτάσομε τα μάτια. Ήρθε το βράδυ που ξεφτιλίζουνε τα λυχνάρια, όπου εσκιαχτήκαμε και τη νύχτα πολύ, και γιατί είναι φονιάς.
«Επείνασα», είπε, «και ήρθα». Ξεραΐλα ετούτον το χρόνο. Μια ανυδρίες, μια αγέρηδες».
«Παναγία μου Δέσποινά μου, και μ' ίντα να τονε χορτάσεις, όπου θα θέλει βούιδι! Εμείς δε συνηθούμε το βράδυ το κρέας...»
«Κλείσετε τις πόρτες», είπε ο πατέρας, «ας μη γίνει απόψε τίποτα ιδιαίτερο. Το δικό μας δείπνο. Ας μη γίνουνται και πολλοί θόρυβοι... —λίγη ησυχία— κλείσετε τις πόρτες».
Σταυροκοπιέται, κι ανοίξαν τα νεφρά της, η θεια Διαλεχτή. «Γρουσούζικια χρονιά εφέτος... Ό,τι σου μέλλει η μοίρα σου για να περάσεις, θα το περάσεις. Να κλειδομπαρωθείς με το ληστή!... Ετούτο πάλι; πώς σας εφάνηκε; Της πικροδάφνης* το ζουμί το κατακάθι, τέτοια μοίρα εφέτος!...».
Ήρθε το βράδυ. Κι έλεγε: «Ο τόπος να βαδίσεις μακριά ένα γύρω* ήταν παντέρημος. Ήτανε νύχτα, κι ώρα καλιώρα η αποψινή. Εκρύωνα, κι είχα και δίψα. Βλέπω ένα φως στα μακρινά, δρόμο δρόμο τα ξερολίθαρα, αλλού ακονιζιές* επαραμέρισα, κι έφτασα την καλύβα του. Ώρα καλή, του λέου, δε μ' αποκρένεται ώρα καλή. Διψώ, του λέου, γιατ' έρχομαι απ' αλάργα, επότισα τα ζωντανά, μα 'χεν αβδέλλες το νερό. Εγώ 'βγαλα μου λέει την κόρη μου* για να μην μπερδευτώ σε μοιρασιές, και μου 'ρθες τώρα;...
»Ως ήταν ώρα δείπνου, είχεν αποσωσμένες καμπόσες ελιές, εστήθηκεν ολόρθος, η κεφαλή του μ' εξεπέρασεν άλλη μια κεφαλή, τα μάτια του εγυαλίσανε, κι εχυθήκανε ελιοκούκουτσα από τα γόνατά του. Είναι φερμένοι, μου λέει, της ακρίβειας καιροί. Πέντε ελιές να φας, για τρεις το ελάχιστο βαραίνουν τα κουκούτσια, ήβαλά τα σε ζυγαριά, ακρίβειες... Εγώ 'βγαλα την κόρη μου ν' απέχω από μοιρασιές, έχω συντρόφισσα τη δύναμή μου τώρα.
»Φτου σου! του λέου, είμαι χορτάτος. Ήρθα να πιω νερό, και για να ζεσταθώ. Τον ήξερα άρχοντα μεγάλο. Δε θα σ' άφηνα σ' έξοδο, με την ανάπαψη και το νερό, τώρα όμως φτου σου! Του λέου όσο παλεύαμε: μη με ρίξεις στην κρίση*. Όσο που δε φοβούμαι το Θεό, σ' τη λέου την αμαρτία μου, το χωροφύλακα τόνε φοβούμαι.
»Τα χρόνια μου ήταν τότες λιγοστά. Δεν το στοχαζόμουν, για να σε πιάσει η κρίση πως είναι ανάγκη μαρτυριάς*... κι είμαστε καταμόναχοι μέσα στη νύχτα. Του χωροφύλακα ο φόβος ήτανε.
»Ήταν εκείνος θεριό μονάχο, αντρειωμένος. Τα νιάτα μου όμως ενικήσανε. Καμπόσα δάχτυλα άφησα πάνω στης κατοικιάς του τη γης, μου τ' απόκοψε με το λάζο*. Τα βρήκαν ύστερα, θα το θυμόσαστε, οι χωροφυλάκοι. Εμένα δε μ' εβρήκανε ποτές.
»Εδώ εκεί, μες στα βουνά, το πράμα ζόρικο πολύ δεν είναι. Τα μαθαίνεις και σε μαθαίνουνε. Σε μαθαίνουνε κι οι χωροφυλάκοι. Ψήνεις κανένα γίδι, χορταίνεις για λίγο καιρό, χορταίνουνε κι εκείνοι, και σ' έχουνε παραιτημένο. Πρώτη φορά μου απόψε κατεβαίνω. Άσκημη χρονιά, επείνασα. Πρώτη φορά και που τα ξιστορίζω».
«Όταν τελειώσεις», του λέει ο πατέρας, «θα 'χουν στρωμένο πια το τραπέζι και θα περάσομε δίπλα. Όλο και κάτι θα 'χουν μαγειρέψει γι' απόψε, οι γυναίκες».
Ο λήσταρχος λέει: «Δε θ' απομείνω ώρα πολλή. Μέσα στα σπίτια εξέμαθα, και στεναχωριούμαι. Είν' οι σκεπές σας χαμηλές, κι ο καθείς γένεται κοντοβίστας*. Μέρα με την ημέρα το φως σου αποκόβεται, ντουβάρια, όλο εμπόδια, δε φταις εσύ σα δε βλέπεις και παραπέρα. Μπρε συ Μανούσο, τι είναι εκείνα βρε; στο ξαδερφάκι μου έλεγα, το 'χα μαζί μου όταν επρωτοβγήκα, μήτε συ δεν κατέχεις; Ήμουνε σ' απορία... Κι ήτανε μες στην άνοιξη οι κωλοφωτιές! Πράματα αλλιώτικα! όταν επρωτοβγήκα! Δέντρα! ενόμιζες πως ήτανε μαύρα ποτάμια από ψηλά κι ετρέχανε όσο που σειόντανε τα φύλλα, ενόμιζες πως ήταν ιερέηδες κι ελέγαν το ευλογητό μ' ανοιχτά τα χέρια. Φώκιες μπρε συ Μανούσο, τρέχα, να δεις... φωκοφωλιές!
»Κι ετρέχαμε με το Μανούσο. Οι φώκιες εμπαλεύανε, κι όσες όπου ενικόνταν εδίνανε ένα μακροβούτι κι αποτραβιόνταν στης θάλασσας το βυθό. Ανοίξανε, Μανούσο, τ' ασφεντρίλια*, τρέχα, πάμε να δούμε και τις λυγαριές κατά τα νοτινά π' εγεμίσανε σήμερα πάχνες*. Ετρέχαμε με το Μανούσο. Όλο αλλιώτικα πράματα! Από ψηλά όλα είναι ωραία, εφώναζεν ο αγέρας, εφωνάζανε οι άνθρωποι, τραγουδούσαν. Στα χαμηλά ο αγέρας εκατασκεύαζεν την ξεραΐλα, ολοχρονίς επνίγαν οι βροχάδες τα πρόβατα, κι ελασπωνόνταν οι προβιές σ' όποια απομέναν.
»Έχετε και πολέμους εδώ στα χαμηλά, καθώς όπ' έμαθα, τ' άκουσα πάνε χρόνια, κι ακόμα δεν εξεμπερδέψετε λέει, κι άκουσα απόψε όσο εκατέβαινα, κι ήμουν φτασμένος μες στις κατοικίες, ήτανε μαζεμένες πολλές γυναίκες, και, —ποιος για να 'ναι ο άτυχος, τίνος θα λάχει ο κλήρος, για να το πάει το μήνυμα στη μάνα του!— εμουγκρίζανε, για κείνο λέει, το παιδί, το γνώριζα κι ο ίδιος, ήμαστε συνομήλικοι, πριν απ' το φόνο, όταν εκατοικούσα ανάμεσο μ' εσάς, —κι οι γυναίκες εκλαίγανε, και με το δίκιο, την είχε καλή την καρδιά,— το μάδησεν το βόλι, λέει, κι εκείνο το Αλεκάκι του Σμυρλή»*.
Ετρώγαμε ύστερα πιλάφι. Κι ο λήσταρχος με τα κομμένα δάχτυλα είναι πολύ αστείος τρώγοντας πιλάφι. Με έννοιες, με σκιαξίματα και τόσες λύπες, οι περισσότεροι πώς να μην απομείνουν νηστικοί τριγύρω απ' το τραπέζι εκείνο το βράδυ...
«Μας είπες πράματα καταπληχτικά απόψε, καπετάν Γεντέκα. Και η κόρη* μου, το 'δες πως τ' άκουσε με πολλή προσοχή. Δεν είναι κρίμας για όλον τον κόσμο τα ψηλά βουνά. Αραιώνει εκεί πάνω ο αγέρας, και τα πνεμόνια χρειάζουνται να είναι πολύ γερά για να ρουφούν. Μας εσυντρόφιασες όμως απόψε ...είμαστε, ως μας βλέπεις, πάντα το ίδιο μοναχοί. Έφερες ύστερα κάποια νέα θλιβερά, και που δεν εγνωρίζαμε. Πάει και ο Αλέξαντρος Σμυρλής και τα παιδικά του ματάκια».
«Μα βέβαια, πώς και για να τα μάθομε! εκλείσαμε καλά τις πόρτες, απόψε τέλεια πια από τον κόσμο αποκοπήκαμε, ο κόσμος όξω θα βοά απόψε...»
Και τότε παίρνει ο λήσταρχος τον πατέρα μου λίγο παράμερα, — τρέμεται* η θεια Διαλεχτή και γουρλώνει τα μάτια μήπως και τονε καμακέψει*, «δεν έλαβα τον κόπο να κάμω τόσο δρόμο», του λέει, «για το τραπέζι σας, ήρθα να γυρέψω λεφτά. Λεφτά μ' εχρειαζόντανε, κι ο λόγος όπ' εκατηφόρισα πρώτη φορά από τα ψηλά».
«Δεν έχομε», λέει ο πατέρας. «Ξέρεις, λεφτά δεν έχομε εμείς πια. Σου 'πρεπε εσένα ποσόν κάποιο μεγάλο και δεν έχομε. Σου δίνω», λέει, «το λόγο μου, έλα να δεις το μέρος όπου τα κρύβαμε άλλη φορά, αδειατό*, και — δεν έχομε», του λέει με δυσκολίες μέσα στα μάτια και στη φωνή.
«Βέβαια, δεν έχομε! καλά τα λέει ο πατέρας σου να τονε ξεγελάσει, για να μας γδύσει ο θεομπαίχτης οπ' εροβόλησε, δεν έχομε!», ακούω δίπλα μου πολύ σιγά. Οι δυσκολίες όμως του πατέρα στη φωνή και τα μάτια δεν μπορεί να είναι ψεύτικες, συλλογίζομαι. Εκείνη την καημένη τη γιαγιά συλλογίζομαι, σ' εκείνα τα πρωτινά χρόνια, «να δίνεις χρήματα πάντα σ' όποιον δεν έχει, παιδί μου, έχομε εμείς αρκετά...» και η μυρωδάτη τσάντα της, κι οι ζητιάνοι κάτω στην πόρτα αράδα, —πολύ άσκημα τα κατάφερα να μην προλάβω να την έχω ρωτήσει— ποιος θα μας έδινε εμάς λεφτά; σα δε θα 'χαμε πια... —Δεν έχομε τώρα..
Δε σου γυρεύω», λέει τώρα στον πατέρα μου ο λήσταρχος, «τώρα δε σου γυρεύω πια. Ο λόγος σου μ' εχόρτασε, και το πουγκί σου βάστα το, — καθώς που λέει κι η παραλοή*». Κι ο λήσταρχος αποτινάχτηκε, ως να δέχτηκε στο κορμί του δυο τρεις φορές μεγάλη προσβολή.
«Λιγοστές μέρες είναι, επήρα την απόφαση να κατέβαινα. Έβαλα με το νου μου την ειδική σου αρχοντιά — Από κει και να πάει, είπα, ας αρχίσομε, κι ύστερα βλέπω. Τα φέρνομε ύστερα γύρα και τ' άλλα αρχοντικά, άλλη φορά. — Εζώστηκα το λάζο, και για την πάσα ανάγκη και το στιλέτο μες στα καπούλια, εδώ — για τις αντίστασες. Τονε ποφάσισα τον εαυτό μου κατρακυλώντας στα χαμηλά. Μπορεί και να με καταδώκει, είπα, για μπορεί να 'ναι και παλικαράς, και ποφασίστηκα. Όποιος πομένει όποιος θα πάει, είπα. Μα είσαι συ, παλικαράς αλλού, κι α δεν εμέτρησα τα νύχια σου...»*. Κι ανάμεσα στα στήθια, χτυπώντας τη γροθιά του, κατασκευάζει αντίλαλο σα να χτυπά νταούλια ο ληστής.
«Είσαι άνθρωπος», λέει, «εσύ, — κατά που θέλει ο Θεός είσ' άνθρωπος, και νιώθεις από ανθρώπους...».
«Μάρι* παιδάκι μου, ετοιμάσετε κάλλιο* τα ξίδια! Δεν το πιστεύω για να τ' αντέξω μέχρι το τέλος και λογαριάζω να λιγωθώ*. Εγρίεψεν ο δαίμονας, τα βλέπεις τώρα; και χτυπιέται!».
«Κι η κατοικιά σου, εσένα, δεν είναι πολύ φραχτή. Όμορφη κατοικιά την έχεις, δεν εστενοχωρέθηκα. Και τώρα όθε* κινώ τ' απάνω, τον ανήφορο, και μήτε θα ξανακατέβω —και τριγυρίζει ολόγυρα μάτια παράξενα,— θα τη θυμούμαι, στα ψηλά, την όμορφη κατοικιά σου».
Κι αντίκρυ ένας στον άλλον, ο ληστής κι ο πατέρας μου, κοντός καθώς είναι ο πατέρας μου κι ο λήσταρχος θεόρατος, κι οι δυο μαζί γελούνε σα να φχαριστηθήκανε πολύ, αντίκρυ και γελούνε, και — Καληνύχτα, καλή σας νύχτα, και— Δόξα εν υψίστοις Θεός, Πάτερ ημών...— η θεια καλαναρχά*, γιατί πώς εγλιτώσαμε κι εγλίτωσεν τα ξελιγώματα, και πάει στον αγύριστο ο θεομπαίχτης ο φονιάς.
ξεφτιλίζουνε: αλλάζουν το καμένο φιτίλι κι ανάβουν τα λυχνάρια.
γουρνοτσάρουχα: γουρουνοτσάρουχα· τσαρούχια από δέρμα γουρουνιού.
πικροδάφνης: η φράση ολόκληρη σημαίνει: φέτος περάσαμε πολλές δοκιμασίες.
ένα γύρω: ολόγυρα.
ακονιζιές: αγκαθωτοί θάμνοι.
έβγαλα την κόρη μου: την έστειλα σε άλλο σπίτι, την πάντρεψα.
κρίση: δικαστήριο.
είναι ανάγκη μαρτυριάς: χρειάζονται μάρτυρες.
λάζο: μαχαίρι.
κοντοβίστας: κοντόφθαλμος.
ασφεντρίλια: ασφόδελοι, χόρτο με ψηλό στέλεχος και γαλαζωπά άνθη.
πάχνες: εννοεί τα άνθη της λυγαριάς.
Σμυρλής: οικογενειακός φίλος της αφηγήτριας, στρατευμένος.
η κόρη μου: εννοεί την αφηγήτρια.
τρέμεται: ιδιωμ. τρέμει.
καμακεύω: χτυπώ με την κάμα, μαχαιρώνω.
αδειατό: ιδιωμ. αδειανό.
παραλοή: τραγούδι, παροιμία.
α δεν εμέτρησα τα νύχια σου: αν δεν εμέτρησα τη δύναμή σου.
μάρι: μωρέ.
κάλλιο: καλύτερα.
να λιγωθώ: να λιποθυμήσω.
όθε: όπου.
καλαναρχά: κανοναρχά, επαναλαμβάνεται όπως ο κανονάρχος, ο οποίος απαγγέλλει ένα στίχο και τον ψάλλει έπειτα ο ψάλτης.
Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Β΄ Γενικού Λυκείου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου