Δευτέρα 15 Ιουνίου 1925
Το ίδιο ερώτημα σβήνει στα μάτια μας όταν τυχαία συναντηθούμε στο δρόμο… μ’ αντιπερνάμε χωρίς καμμιά δύναμη να πάρουμε το δρόμο που αφήσαμε πίσω μας…
Γύρνω μονάχα και τον κυττάζω πάντα το δρόμο που αφήσαμε. Είνε μακρύς, σκοτεινός, γεμάτος δυσκολίες και φρίκη… είνε τόσο μακρύς, τόσο δύσκολος… κι’ όμως –θεέ συγχώρεσέ με- θα τον έπαιρνα με την καρδιά γεμάτη δάκρυα και μεταμέλεια…
Με την καρδιά δεμένη με τα σίδερα της αμαρτίας θα ξεκινούσα να σ’ εύρω, μοναδική κι’ αξέχαστή μου αγάπη…
Δεν έχω τίποτε άλλο στη ζωή μου τόσο γλυκό, τόσο όμορφο που θα μου δικαιώνει τη ζωή, κι’ ο θεός θα με συχωρούσε… θα με συχωρούσες και συ φίλε που γεύομαι στης άδολης χαράς σου το ποτήρι βέβηλα… ανόσια… θα με συχωρούσες… το ξέρω…
Γυρνώ κι’ αναμετρώ το δρόμο πάντα. Γύρισε προς ‘μένα το κεφάλι στην άκρη εκεί που βρίσκεσαι, κι’ ούτε ένα βήμα μην κάνεις εσύ στο δρόμο της αμαρτίας, θα πάρω μόνη μου στις αχαμνές μου πλάτες το φορτίο και θα ‘ρθω… μονάχα βλέπε με καθώς θα ‘ρχομαι, μην πάρης τα μάτια σου από μένα και πνιγώ μέσ’ στο σκοτάδι…
Δε θέλω τίποτε άλλο, μόνο να φτάσω, να σταθώ κοντά σου τόσο που φτάνει για να ιδώ.. να ιδώ το πρώτο βλέμμα σου εκείνο που μου ΄ριχνες σαν έφτανα… τις μικρούλες όλες εκείνες ρυτίδες στο πρόσωπό σου… ω, ξέρω καλά πώς η καθεμιά τους γίνεται… να ιδώ το χαμόγελό σου –πως είνε όλα τους στο λογικό μου εδώ γραμμένα- να ιδώ τα χέρια σου ν’ απλώνονται σε μένανε να με αγκαλιάσουν… να ιδώ…να νοιώσω το φίλημά σου…
Εδώ είμαι και καρτερώ, σε βλέπω, μη φύγεις, στρέψε την όψη σου από ‘δώ… μη με αρνηθής, θα ζήσω στην πιο άχαρη ζωή χωρίς εσένα.
Βλέπω μπροστά μου δροσερά λουλούδια ν’ ανθούν για μένα κι’ όμως δεν τα θέλω και δεν τα χαίρουμαι.
Έλα εσύ και στρώσε με αγκάθια το δρόμο να πατήσω να χυθή στάλα τη στάλα όλο μου το αίμα και να σβήσω μπροστά σου, μισημένη από σε τον ίδιον κι’ ίσως περιφρονημένη.
Μα δε γυρνάς καθόλου… ποιος ξέρει σε τι ευτυχίας με σκέφτεσαι λιμάνι και δεν τολμάς… ποιος ξέρει πάλι αν έχη ξανανθίσει εσέ η καρδιά σου κι’ ολότελα με ξέχασες…
Εδώ είμαι και καρτερώ να στρέψης την όψη σου σε μένα… ρέει το δάκρι απ’ τα φτωχά μου μάτια νύχτα-μέρα… τριγύρω μου φαρμακερά θ’ ανθίσουν λουλούδια…θα υψωθούνε να με ζώσουν και θα πνιγώ απ’ αυτά, πέρα κρυμμένη πάντα. Κι’ απ’ τα δικά σου μάτια.. μείνε!
Πηγή: Μαρία Πολυδούρη, Άπαντα, Επιμέλεια -τυπογραφική διόρθωση: Ξένια Πλαχούρη, Εκδόσεις: Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος, 2012
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου