Ι
Θεέ αχόρταγε ο την αγρυπνία μου τρέφων·
Θεέ διψασμένε που την αιώνια δίψα ανανεώνεις στα δικά μου
δάκρυα,
Θεέ κενέ που το στήθος μού τύπτεις με γροθιά πέτρα, με γροθιά
καπνό,
Θεέ που με ερημώνεις,
Θεέ έρημε, βράχε που βαπτίζεις την ικεσία μου,
Θεέ που μέσα στη σιωπή του ανθρώπου που ρωτάει εσύ απαντάς
με σιωπή ακόμα μεγαλύτερη,
Θεέ κούφιε, Θεέ του τίποτα, Θεέ μου:
αίμα, το αίμα σου, το αίμα, μου δείχνει εμένα τον δρόμο.
Το αίμα της γης,
αυτό των ζώων και των φυτών των υπναλέων,
των ορυκτών το απολιθωμένο αίμα
και εκείνο της φωτιάς που κοιμάται μες στο χώμα,
το αίμα σου,
το αίμα του φρενήρους οίνου που τραγουδάει την άνοιξη,
Θεέ κομψέ, λυγερέ και ηλιακέ,
Θεέ της αναστάσεως,
αστέρι εσύ τραυματικό,
ο άγρυπνος αυλός που υψώνει τη γλυκιά του φλόγα ανάμεσα
στους ίσκιους τους πεσμένους,
ω Θεέ που προσκαλείς στις εορτές γυναίκες αναφανδόν
παραληρούσες
και τις πλανητικές κοιλιές και τους άγριους γλουτούς τους
θέτεις σε τροχιά,
τα στήθη τους τα ηλεκτρικά και ακίνητα,
να τραβερσώνουν το παράφορο και γυμνωμένο σύμπαν
και τη διψαλέα επέκταση της νύχτας που έχει πέσει κατακόρυφα
και είναι σωριασμένη.
Αίμα
που ακόμα σε λεκιάζει με βαρβαρικές ανταύγειες,
το αίμα το χυμένο στης θυσίας τη νύχτα,
αυτό των αθώων και εκείνο των αδίκων,
αυτό των εχθρών σου και εκείνο των δικαίων σου,
το αίμα το δικό σου, της δικής σου θυσίας το αίμα.
`
ΙΙ
Προς σε η άνοδος, η κάθοδος,
μέσα από τη ρίζα, από την καταγωγή μου μέσα,
προς το γενετήσιο φρέαρ
όπου χαλιέται το σπέρμα μου και γίνεται άλλα,
πιο παλιά, ανώνυμα,
τυφλά ποτάμια που αγρούς διαρρέουν τεφρώδεις.
Σε αναζήτησα, σε αναζητώ,
στην άγονη ξαγρύπνια, σκαραβαίε
του περιφερόμενου λόγου:
στα φουσκωμένα όνειρα οιωνών πλανημένων
και στα μαύρα ρεύματα που εξαπολύει το παραλήρημα:
ο στοχασμός είναι σπαθί
που φωτίζει και καταστρέφει,
και μετά την αστραπή δεν υπάρχει τίποτα
εκτός από μιαν αέναη ροή προς το αχανές
κι ένα ενώπιος ενωπίω απέναντι από έναν τοίχο.
Σε αναζήτησα, σε αναζητώ,
στην οργή την αμιγή όλων της γης των κολασμένων,
εκεί όπου οι άνθρωποι μονιάζουν για να πεθάνουνε χωρίς
εσένα
μεταξύ μιάς αράς και ενός αποκεφαλισμένου άνθους.
Όχι, δεν ήσουν σʼ εκείνη την τσακισμένη όψη σε χίλιες
όψεις πανόμοιες.
Σε αναζήτησα, σε αναζητώ,
ανάμεσα στʼ απομεινάρια της ερειπωμένης νύχτας,
στʼ αποφάγια του φωτός που ερημώνει,
στο ζητιανάκι που ονειρεύεται στην άσφαλτο περιγιάλια
και αφρισμένα κύματα,
δίπλα στα σκυλιά που τριγυρνούν τη νύχτα,
όψεις με ομίχλες και με μαχαιρώματα
και έρημους που περπατήθηκαν από υπνοβατικά τακούνια.
Μέσα μου σε αναζητώ: είσαι άραγε
η όψη μου τη στιγμή ακριβώς που σβήνεται;
το όνομά μου που, όταν το λέω, εξαφανίζεται;
είσαι εσύ η επί ματαίω διάλυσή μου;
`
ΙΙΙ
Λόγος ζων ζοφερός,
λόγος της απαρχής,
απαρχή άνευ λόγου,
λίθος επί λίθου, ξεραΐλα,
πράσινο εξ απίνης,
πυρ άσβεστο, αείζωο,
νερό που λάμπει εντός κυψέλης:
δεν υπάρχεις, και ωστόσο ζεις,
κατοικείς την αγωνία μας,
στο βαθύ κενό της στιγμής
–ω πλήξη, ω βαρεμάρα–,
στην εργασία και στον ιδρώτα, και είσαι καρπός τους,
στον ύπνο που παράγει και στον τοίχο που απαγορεύει.
Θεέ κενέ, Θεέ κουφέ, Θεέ μου,
δάκρυ μας, βλασφημία,
λόγε και σιωπή του ανθρώπου,
σημείο του λυγμού, του αίματος ψηφίο,
σχήμα τρομερό του τίποτα,
του φόβου αράχνη,
του χρόνου αντίστροφο,
χαρίεν του κόσμου θέλγητρο και μυστικό ανείπωτο,
δείξε την όψη σου που εξοντώνει το ον,
έτσι όπως πάω στη στάχτη του οργασμού,
στο πυρ το ακάθαρτο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Πηγή: Ποιείν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου