Οἱ δυό μας μποροῦμε νὰ εὐτυχήσουμε
Τὸν οὐρανὸ ἂς δοῦμε
Σῶσε τὰ μάτια μου ποὺ δαπανῶ δίχως σταματημὸ
Σὲ τοῦτα ἐδῶ τὰ φευγαλέα φῶτα
Σὲ τοῦτα τὰ ζαχαροκάλαμα
Στὰ δόντια τῶν μωρῶν παιδιῶν
Στοὺς ἥλιους, στ’ ἀγριόχορτα
Κράτα τ’ ἄτολμα χέρια μου ποὺ ἀκίνητα δὲν στέκονται
Προσπέρνα αὐτὰ τὰ σπίτια κι αὐτὰ τὰ σπίτια κι ἐκεῖνα
Τὸν οὐρανὸ ἂς δοῦμε.
Ὅπου νά ’ναι σὲ κάποια στάση φτάνουμε
Τὸν οὐρανὸ ἂς δοῦμε
Θὰ κάνουμε σῆμα στὸν ὁδηγὸ
Τὸ λεωφορεῖο θὰ σταματήσει, θὰ κατεβοῦμε
Αὐτὸ τὸ σκοτάδι εἶναι καλό.
Εὐχαριστῶ τὸν Θεὸ ποὺ ὅλοι κοιμοῦνται
Εἶναι ὄμορφα ἔτσι, μ’ ἀρέσει
Οἱ κλέφτες, οἱ ἀστυνόμοι, οἱ νηστικοὶ κι οἱ χορτασμένοι
Κοιμοῦνται
Ὅλοι κοιμοῦνται ἀλλὰ ἐσένα δὲν θὰ σ’ ἀφήσω νὰ κοιμηθεῖς
Κι οὔτε ἐγὼ θὰ κοιμηθῶ
Ὅταν ὅλοι λείπουν, εἴμαστε ἐμεῖς
Ἂ μὴν κοιμηθοῦμε
Ἔτσι κι ἀλλιῶς εἴμαστε μεθυσμένοι
Ἔτσι κι ἀλλιῶς φιλιόμαστε στὰ σοκάκια
Ἂσε με τὸν οὐρανὸ νὰ δοῦμε.
Δὲν ξέρω τί ἔχεις μὲς στὰ χέρια σου
Τὸν οὐρανὸ ἂς δοῦμε
Ὅταν τὰ κρατῶ θεριεύω, πλῆθος γίνομαι
Αὐτὰ τὰ μάτια σου τοῦ παλιοῦ καιροῦ
Σὰν μοναχικά, σὰν δέντρα (εἶναι)
Τὰ κοιτῶ γιὰ νὰ πυρώσουν τὰ ὕδατά σου
Κι αὐτὰ πυρώνουν
Σὲ πῆρα καὶ στὸ τρομερὸ αὐτὸ μέρος σ’ ἔφερα
Τὰ παραθύρια σου ἦταν ἀμέτρητα
Καὶ τά ’κλεισα ἕνα-ἕνα
Σ’ ἐμένα πίσω γιὰ νὰ γυρίσεις τὰ ἔκλεισα ἕνα-ἕνα
Τώρα τὸ λεωφορεῖο θὰ ἔρθει
Θὰ ἐπιβιβαστοῦμε, θὰ φύγουμε
Διάλεξε ἕνα μέρος ἀπ’ ὅπου δὲν θὰ γυρίσουμε
Ἀλλιώτικα εἶναι δύσκολο
Τὰ χέρια σου, τὰ χέρια μου εἶναι ἀρκετὰ
Ἀρκοῦν γιὰ νὰ σκάψουμε
Ἐσένα πῆρα γιὰ μένα σὲ ξεχώρισα
Μὴν σταματᾶς τὸν ἑαυτό σου νὰ θυμίζεις
μὴν σταματᾶς τὸν ἑαυτό σου νὰ θυμίζεις
μὴν σταματᾶς, τὸν οὐρανὸ ἂς δοῦμε.
Μετάφραση: Πηνελόπη Γιώσα
Οροπέδιο, τ. 18
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου