Ακρωτήριο τ’ ουρανού ακτή ψημένη άμμος
Είναι ρίζα που χάνει το σχήμα της πίνοντας χυμούς κι ελπίδα
Αν το δέρμα από αχτίδες και πρωί περάσει σα δροσερή ώρα
Από την ησυχία
Και γίνει βλέφαρα σφαλιστά
Μικρή τρίχα τσίνορου
Ακρωτηριασμένο ανάστημα φωτιά χωρίς αναπαμό
Έρχεται κείνο που λείπει να πάρει τη θέση του
Με όλες τις φωνές του γεμάτες ανταύγεια
Από εκείνη την ανταύγεια που ξεθωριάζει από πολλή ανταύγεια
Η παρουσία του κατεβάζει τον ήλιο στη φλούδα του ροδιού
Ανεβάζει τα περιστέρια στα σύννεφα
Γεμίζει με κουρέλια τον εγκέφαλο
Με γιασεμί και κορίτσια τις φλέβες
Κι αποκοιμιέσαι
Έρχεσαι τα μεσάνυχτα γύρισες όλη τη γη κουράστηκες
Κάτω από μια χουρμαδιά ονειρεύτηκες τον Ερωτόκριτο
Πάνω σε μια χερσόνησο φαντάστηκες την προστασία
Είδες τα μάτια της τα μπράτσα της και είπες: Η θάλασσα
Ήσουν παιδί όταν μεγάλωνες ο Μπαρμπαλιάς σου είπε:
Με ξυπόλυτα όνειρα μην κάνεις παρέα είναι παλιόπαιδα
Ούτε μ’ επιθυμίες που φοράν λουστρίνια
Τώρα έχω γεύση, ένα παγόβουνο αρμενίζει εντός μου
Ντύθηκα το κουφάρι του ουρανού, πήρα το σχήμα βαποριού
Να με θυμάσαι αγάπη μου εφοπλιστή μου
Μη ρωτάς, ανάμεσα στα χέρια και στην άμυνά τους
Ένα «μη» σιγανό σα συλλαβή νερού σαν πεθαμένο τρίξιμο
στην κλείδωση
Μη ρωτάς, η λύπη ακούμπησε στον ήλιο και τα χαμομήλια
άλλαξαν τη φτώχεια τους
Δροσομάης Μάης κορτάκιας
Το σπέρμα του γεμάτο αστέρια και νεροκληματαριές
Σκλαβιά που καταπίνεσαι μονάχη, κάμπια του πεύκου
Ρούχο της άλλης κάμπιας
Ροή τραγουδιστή ροή που καίει.
Εντός Παρενθέσεως (1945-1949)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου