"Του κάθε τρελού η κάθε κουβέντα, αν εξετάσεις καλά την
ψυχή του και το πώς έζησε, βλέπεις πως έχει σημασία."
(Γιώργης Ζάρκος, "Ζωντανά πτώματα")
"Η τρέλα σ' όλα τα στάδια"
Η παθητική διαμαρτυρία της παλινδρόμησης
• Ο Αναστάσης τρελάθηκε με το διωγμό και τις σφαγές που γίνανε στη Μικρασιατική καταστροφή. […] Ήτανε έμπορας υφασμάτων. […] με πρόσωπο που δεν έχει καμιά έκφραση, όλη μέρα μένει σκυφτός αποβλακωμένος χωρίς να μιλάει. Αυνανίζεται ταχτικά, γυμνώνεται όταν τον στενοχωρούνε τα ρούχα του, και τρώει μόνον όταν του δίνουνε. Όταν πεινάει δεν ζητάει αλλά πηγαίνει στις βούτες και τα αποχωρητήρια, αν είναι ημέρα και τον έχουνε έξω, και τρώει ακαθαρσίες. Η μάνα του, μια δυστυχισμένη γριούλα, που τον έχει μονάκριβο, δουλεύει και κοιμάται μέσα στο τρελοκομείο, πλύστρα. Πλένει τρεις φορές την εβδομάδα τις μπλούζες και τα εσώρουχα των δύο νοσοκόμων που είναι στο διαμέρισμα τού γυιού της για να της τον περιποιούνται. […] Την ημέρα τον δένει, ο νοσοκόμος, με μια αλυσίδα στα κάγκελα, για να μην πηγαίνει στα αποχωρητήρια και τρώει ακαθαρσίες. (σελ. 34)
• Σ' αυτό το χώρο, στις κολόνες ήτανε δεμένος ένας γυμνός και με ένα τσουβάλι -που το είχε φορέσει κι από μια τρύπα έβγαινε το κεφάλι του- προσπαθούσε να κρύψει τη γύμνια του. Εφώναζε […] Φώναζε δυνατά και γρήγορα σαν κείνες τις φωνές που βγάνουνε, στις ταβέρνες, οι μεθυσμένοι όταν μαλώνουνε. Χάμω το τσιμέντο ήτανε βρεμένο με κάτουρα και λερωμένο από ακαθαρσίες δικές του. […] Σε μια άλλη κολόνα ένα γέρος, ολόγυμνος, με πρησμένα χέρια και πόδια, ήτανε δεμένος, με μια φαρδιά ζώνη πέτσινη, από τη μέση… γιατί δεν μπορούσανε να τον δέσουνε με αλυσίδα, ούτε από τα πληγιασμένα του πρησμένα χέρια, ούτε από τα πόδια που ήσαντε το ίδιο κι αυτά πρησμένα. Αυτός γέλαγε, τραγούδαγε και φώναζε: «Εγώ είμαι ο Πασχαλίδης· ακούτε ρε σεις τρελοί: είμαι ο Πρόεδρος των Κουμουνιστών των τρελοκομείων. Το πρόγραμμά μου είναι: στις ζωντοχήρες θα δώσω δύο άντρες, τις χήρες και τις λεύτερες θα τις παντρέψω, τις παντρεμένες θα τις χωρίσω. Φυσική τρέλλα εγώ δεν έχω: έχω μηχανική τρέλλα, επιστημονική τρέλλα, τρέλλα της φτώχειας, τρέλλα της δυστυχίας, πραχτική τρέλλα και ερωτική τρέλλα… έχω πέντε ειδών τρέλες…»
[…] και σε όλη την τραπεζαρία, χάμω το τσιμέντο ήτανε γεμάτο από ακαθαρσίες ανθρώπινες και κάτουρα, που τα είχανε κάνει οι τρελοί, που ξενυχτήσανε δεμένοι. Κάτι χειρότερο από αποχωρητήριο ήτανε και όχι τραπεζαρία αυτό το υπόστεγο… (σελ. 69-70)
• Στον θάλαμο [των χεζάκηδων] μένουνε παιδιά 15-18 χρονών μισοπαράλυτα, επιληπτικά, μουγκά… Όλη τη νύχτα αλείβονται με τις ακαθαρσίες τους -κοιμούνται καβάλα τόνα απάνω στάλλο, τα κάνουνε απάνω τους, αλείβονται μ' αυτά… Κάθε πρωί -όπως κι αυτό το πρωί- τα γδύνει ο νοσοκόμος και με τη βοήθεια δύο που είναι μισότρελα τα πλακώνει με ντενεκέδες νερό που τους ρίχνει με ορμή σαν να πλένει κατάστρωμα βαποριού… τους φοράει καθαρά ρούχα, τα βγάζει έξω να λιαστούνε γιατί τρέμουνε από το κρύο και μετά σφουγγαρίζει το θάλαμο. (σελ. 106)
"Ζωντανά πτώματα"
Η ασύδοτη βία της ψυχιατρικής καταστολής
• Προσπαθούσανε να τον πιάσουν οι νοσοκόμοι για να τον δέσουν. Είχε γίνει θηρίο. Του ξεσκίσανε τα ρούχα. Τον ρίξανε χάμου. Κλώτσαγε, δάγκωνε και φώναζε: «Νερό μωρέ! Καίγομαι!» Ένας νοσοκόμος τού πάταγε το χέρι στον καρπό, πούτανε ματωμένος από τα χτυπήματα, πάνω στην πληγή και η σόλα του παπουτσιού του είχε κοκκινίσει από το αίμα… Με τα δυο χέρια πασαλειμμένα αίμα τού πίεζε το κεφάλι για να του το βαστάει κολλημένο στο πάτωμα. Το παντελόνι του ήτανε σκισμένο και φαινότανε τα κρέατά του που ήταν κόκκινα προς το μελανό από τη στενάχωρη μεγάλη κυκλοφορία που έκανε το αίμα του. Άλλοι δυο πολεμάγανε να του τυλίξουν στο ένα χέρι μια αλυσίδα και να την κλειδώσουν μ' ένα λουκέτο. […] Μετά τον βγάλαν έξω σούρνοντάς τον στα χαλίκια της αυλής και τον δέσανε σ' ένα σιδερένιο παράθυρο από το χέρι, κανονισμένο τόσο ύψος που να θέλει μια πιθαμή για να καθίσει όταν κουραστεί. Έτσι κάνουν στους πολύ ανήσυχους τρελούς. Τους δένουν και τους αφήνουν δεμένους μια βδομάδα, μέρα και νύχτα, με τέτοιον τρόπο που να μην μπορούν να καθίσουν. Όταν κουράζονται σωριάζονται και κρέμεται όλο τους το κορμί στο δεμένο με αλυσίδα χέρι τους που μελανιάζει και πρήσκεται. Εκεί τα κάνουν πάνω τους, τρώνε τις ακαθαρσίες τους και τους λύνουν όταν γίνονται σκελετοί. (σελ 47-48)
• ̶ Στάσου προσοχή! λέει ο νοσοκόμος στον Καραγιωργόπουλο και του δίνει μια βουρδουλιά στον πισινό. […] Πες το Πιστεύω!... Θα το πεις γρήγορα και χωρίς να κάνεις λάθος. Λέγε λοιπόν!... Άρχισε!... Του δίνει πάλι μια βουρδουλιά στον πισινό. Ο Καραγιωργόπουλος πονάει και μπήγει τις φωνές. Ο νοσοκόμος τού λέει:
̶ Για γύρισε και κατέβασε τα πανταλόνια σου για να δούμε τι έχεις. Ο τρελός δεν συμμορφώνεται, από ντροπή, αμέσως, στη διαταγή τού νοσοκόμου. Ο νοσοκόμος τον αρχίζει στις γρήγορες. Λύνει και κατεβάζει γρήγορα τα πανταλόνια του ο τρελός. […] Αρχίζει να λέει γρήγορα το Πιστεύω, μα κάνει λάθη και κομπάζει (έτσι όπως ήταν με τα πανταλόνια κατεβασμένα). Ο νοσοκόμος τον δέρνει σε κάθε λάθος ή ξεροκατάπιμα. […] Σε μιαν άκρη τού θαλάμου είναι ένα πιάτο με αποφάγια. Το κλωτσάει σέρνοντάς το ο νοσοκόμος και το βάζει στη μέση της πόρτας. Λέει στον Καραγιωργόπουλο:
̶ Έλα φτάνει πια η προσευχή. Κάμε το σταυρό σου και φίλησε το πιάτο!..
Σκύβει σα να κάνει μετάνοια και βάνει τα μούτρα του μέσα στο πιάτο για να το φιλήσει. Του δίνει μια κλωτσιά στον πισινό ο νοσοκόμος. Το πιάτο, με κολλημένο μέσα το πρόσωπο τού τρελού σέρνεται γλιστρώντας στο τσιμέντο και πετιέται έξω ο φουκαράς ο Καραγιωργόπουλος σαν ψάρι. Ο νοσοκόμος γελάει με το κατόρθωμά του, ένα σατανικό γέλιο. (σελ. 100-102)
Το σκίρτημα της εξέγερσης...
• Μέσα στις γυναίκες γίνεται καυγάς. Σκούζουν απελπισμένα σα να τις σφάζουνε. Βρίζουν, καταριόνται, κλαίνε, φωνάζουν θάλεγε κανείς χίλιες γυναίκες όλες μαζί. Τρέχει όλο το προσωπικό. Σε λίγη ώρα βγάζουν έξω μια γυναίκα μισόγυμνη, [τη Θάλεια], την αλυσοδένουν και την αφήνουν να ξενυχτίσει στο κρύο πάνω στα χαλίκια, χωρίς σκεπάσματα. «Την καημένη» σκέφτεται ο τρελός μας. «Αργότερα όταν ησυχάσουν όλοι θα της πάω μια κουβέρτα». […] Ο τρελός μας πιάνει το καδρόνι με τα δυο του χέρια […], το ξύλινο κάγκελο που είναι δεμένη η Θάλεια, το ξεκαρφώνει και ξεπερνάει την αλυσίδα. […] Γελάν και οι δυο όλο χαρά. Ο τρελός μας γελάει με τα μάτια γεμάτα δάκρυα. Το ίδιο και η Θάλεια. Ο τρελός μας της λέει:
̶ Περίμενε δω! Θα πάω απάνω να σου φέρω αντρικά ρούχα να ντυθείς. Θα καβαλήσουμε τη μάντρα στο πάνω μέρος που είναι χαμηλή και θα πάμε σπίτι μου. […]
Ένας νοσοκόμος (ο σκοπός) πιάνει τη Θάλεια απ' το χέρι. Αυτή διαμαρτύρεται να την αφήσει. Δεν την αφήνει. Του δίνει ένα χαστούκι, δεύτερο, τρίτο. Του ξεφεύγει την ώρα που κάνει να σφυρίξει. Σφυράει, βάνει τη σφυρίχτρα του στην τσέπη και την κυνηγάει. Την πιάνει. Παλεύουν και πέφτουν χάμω. Τρέχουν και άλλοι νοσοκόμοι. Της φοράνε ζουρλομανδύα και σηκωτή την πάνε σ' απομονωτήριο. Ο τρελός μας κοιτάζει μ' αγωνία και θλίψη από το παράθυρό του. Στην αρχή θέλει να φωνάξει, μα πιάνεται η φωνή του. Μετά θέλει να τρέξει, μα έχει όλο του το σώμα παραλύσει. Τον πιάνει μια φοβερή κρίση και θολώνει το λογικό του ολότελα. (σελ.114-117)
... και η σιωπή
• Αργά τη νύχτα κάθεται πάνω στο παράθυρο τού θαλάμου του θλιμμένος και μ' επιθυμία στην ψυχή του να γεννηθεί μέσα του παράπονο που θα τόλεγε σε κάποιον που τον νιώθει, τον αγαπάει, για να ξεσπάσει σε κλάμα. Δεν τούρχεται όμως το παράπονο γιατί δε βρίσκει σε ποιόνε να το πει. […] «Και αφού δεν υπάρχει κανείς» […], σκέφτεται και πέφτει σε μια πολύ επικίνδυνη αρρώστεια. Η αρρώστεια που φτάνει τον άνθρωπο στην αυτοκτονία. (σελ. 112)
• • • • •
Φωτογραφία Raymond Depardon
(Ψυχιατρικό νοσοκομείο στο Collegno, 1979)
• Οι νοσοκόμοι που είναι στο ψυχιατρείο δεν είναι σαν τους νοσοκόμους που ξέρει ο καθένας, που ξέρουν ν' αλλάζουν πληγές, να κάνουν ενέσεις και γενικά να περιποιούνται έναν ασθενή. Αυτοί είναι γεροί άντρες με σκληρή καρδιά που ξέρουν να δέρνουν τους, τρελούς, όπως ο θηριοδαμαστής τα θηρία του, όταν τα πιάνουν εξάψεις. Καλά λοιπόν θα ταίριαζε αν τους λέγανε τρελοδαμαστές.[…]
[Ο νοσοκόμος] είναι γενικός διχτάτορας […], γιατί οι γιατροί πηγαίνουν κάθε πρωί, φοράνε τις άσπρες μπλούζες, κάνουν μια βόλτα, μετά γυρίζουν, τις βγάζουν και φεύγουν.(σελ. 11 & 12)
• Ρωτάνε κάθε τόσο :«Πώς πάει ο τάδε ασθενής; Ησύχασε ή στεναχωριέται;» Αν του απαντήσει ο νοσοκόμος ότι στεναχωριέται, γράφει ο γιατρός στο δελτίο του: «η κατάστασίς του εξακολουθεί να είναι η ίδια»… (σελ. 31)
.........................................................................................................................................................
Σημειώσεις:
1. Ο Γιώργης Ζάρκος (1902-1967) εντάχθηκε από νεαρή ηλικία στο ΚΚΕ και δούλεψε ως δεύτερος μηχανικός σε φορτηγά καράβια. Δημοσίευσε διηγήματα, μικρές νουβέλες και (κατά τη δεκαετία του 1930) λιβέλους εναντίον σημαντικών προσώπων της τότε πνευματικής και πολιτικής ζωής. (Τους λιβέλους επανεξέδωσαν το 2008 οι εκδόσεις του περιοδικού "Φαρφουλάς".) Πρωτοστάτησε επίσης στην ίδρυση του "Εργατικού θεάτρου" και αργότερα από το 1956 έως το 1964 εξέδωσε ένα αγγλόφωνο περιοδικό ("International Anthology") με έργα Ελλήνων και ξένων συγγραφέων. Κατά τη διάρκεια της μεταξικής δικτατορίας εξορίσθηκε στην Ανάφη, όπου παρέμεινε εξόριστος για επτάμιση χρόνια.[a] Αργότερα μεταφέρθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, αλλά μετά την απελευθέρωση το ΚΚΕ τον κατηγόρησε και τον απομάκρυνε.
a. Γιώργης Ζάρκος, Ομάδες συμβίωσης πολιτικών εξορίστων Ανάφης, 1946.
2. Η ψυχιατρική του περιπέτεια ξεκίνησε όταν ανακάλυψε ότι η Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια είχε προβεί σε λογοκλοπή εις βάρος του. Όντας χαρακτήρας ασυμβίβαστος και μην έχοντας χρήματα για δικαστικές διεκδικήσεις, αποφάσισε να βρει το δίκιο του "με επαναστατικό τρόπο" όπως έλεγε ο ίδιος: Δημοσίευσε λιβέλους εναντίον των πνευματικών ανθρώπων που θεωρούσε συνυπεύθυνους,[a] έστειλε υβριστικές επιστολές και απείλησε με ξυλοδαρμό τον Κωστή Παλαμά που ήταν ο υπεύθυνος της φιλολογικής ύλης όταν έγινε η λογοκλοπή.[b] Συνελήφθηκε, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε πεντάμηνη φυλάκιση. Μετά την έκτιση του συνόλου της ποινής του, αντί να αφεθεί ελεύθερος, οδηγήθηκε με εισαγγελική εντολή (που μάλλον δικαίως υποπτευόταν ότι προκάλεσαν οι ισχυροί αντίπαλοί του) κατ' ευθείαν από τις φυλακές στο "Δαφνί", όπου κρατήθηκε αυθαίρετα πενήντα μέρες "για παρακολούθηση".
a. Γιώργης Ζάρκος, Τέσσερις λίβελλοι, εκδ. Φαρφουλάς, 2008.
b. "Απόσπασμα από τον λίβελο Πώς τα κατάφερε ό Ξενόπουλος να γίνει ακαδημαϊκός, όπου ο Ζάρκος περιγράφει την ανάκρισή του από τον Διοικητή του 3ου Τμήματος Ασφαλείας με αφορμή την αποστολή γράμματος του Γ.Ζάρκου στον Παλαμά, τον Αιγινήτη και σε άλλους ακαδημαϊκούς", περιοδικό Βακχικόν, τεύχος 3.
3. Τα βιβλία του Γιώργη Ζάρκου επανεκδόθηκαν το 1981 από τις εκδόσεις Κάλβος.
Διαβάστε περισσότερα στο ΨυχοΑντιMαχίες: "Ζωντανά πτώματα". Η καθημερινή ζωή στο ψυχιατρικό άσυλο (Γιώργης Ζάρκος) https://belopoulos.blogspot.com/2017/05/GiorgisZarkos.html#ixzz6XdEgJX8d
Διαβάστε περισσότερα στο ΨυχοΑντιMαχίες: "Ζωντανά πτώματα". Η καθημερινή ζωή στο ψυχιατρικό άσυλο (Γιώργης Ζάρκος) Αναδημοσίευση από: https://belopoulos.blogspot.com/2017/05/GiorgisZarkos.html#ixzz6XdDqGlDg
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου