Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020

Γιώργης Ζάρκος- Η φύση...ο πολιτισμός


Μέρος Α'

Τρία ημερόνυχτα έκανε κακοκαιριές. Ο ουρανός ήταν γεμάτος μαύρα φορτωμένα σύννεφα, σαν σφουγγάρια μουσκεμένα. Πέφτανε χοντρές στάλες σαν από βρεγμένο σφουγγάρι, ή άξαφνα έπιασε μπόρα σαν κάποιο χέρι να το ‘στιβε.

Οι χοροδιδάσκαλοι κι οι σωφέρ χαιρόσαντε, γιατί κάνανε χρυσές δουλειές· οι αμαξάδες βλαστημούσανε, γιατί  με τη βροχή γλιστράνε τα άλογα στην άσφαλτο ή κολλάνε τα’ αμάξια στους δρόμους που ‘χουνε κούπες με λάσπη· οι ήσαντε και αυτοί από τους χολιασμένους…Ε, λίγο πολύ, όλ' οι άνθρωποι,  όλοι θέλουν ε τη βροχή και άλλοι δεν τη θέλουνε.

Την τρίτη μέρα οι βραδινές εφημερίδες γράφουνε το δελτίο του Αστεροσκοπείου: “Πιθανός καιρός αύριο: κυκλώνες και αντικυκλώνες άστατος με βροχές…».

Το «πιθανός» όμως  είναι σαν του  φυστικά το «ζυγά ή μονά», που  παίζει με δικαιώματα και χάνει, καμιά φορά,  όλα τα φιστίκια  μαζί με το καλάθι.  Έτσι την έπαθε και το Αστεροσκοπείο· γιατί την τετάρτη μέρα ήτανε χαρά Θεού: ξάστερος o ουρανός από το πρωί, έμοιαζε με ένα μεγάλο γαλάζιο μπαλκόνι που κλείνει μέσα του όλο τον κόσμο.

 Ο καφετζής, μόλις εψήλωσε  καλά ο ήλιος,  έβγαλε το κλουβί με το καναρίνι και το κρέμασε σε ένα καρφί,   που το ’χε επίτηδες καρφώσει στο τηλεγραφόξυλο, στη γωνία του πεζοδρομίου.

Στη μέση του κλουβιού,  είχε ένα φλιτζάνι του τσαγιού γεμάτο νερό. Το καναρίνι μόλις χτύπησεν ο ήλιος, αρχίνησε να πηδάει από το ‘να ξυλάκι στο άλλο, αφήνοντας να ξεφεύγουνε από το στόμα του μονόφθογγες γλυκές κλάψες. Πήδησε κάμποση ώρα, για να ξεμουδιάσει και, μετά, με ένα πήδημα κατέβηκε και έκατσε στα χείλια του φλιτζανιού. Έσκυψε και έχωσε τη μύτη του στο νερό: την κουνούσε τιναχτά και πετιότανε το νερό. Κουνούσε την ουρά του και τις φτερούγες του και ανασηκώνε ούλα τα πούπουλα  του κορμιού του, για να βραχούνε με το νερό που πετιότανε: έκανε το πρωινό του λουτρό.

Δύο σκυλάκια-το ένα σερνικό και τα’ άλλο θηλυκό, το θηλυκό κατσαρό κανελί χρώμα και το σερνικό  με κοντές τρίχες στρωτές, σαν του αλόγου, μαύρες, με μπαλώματα άσπρα- κυνηγιόσαντε  στην πλατεία, απέναντι στην κολώνα που ήταν κρεμασμένο το καναρίνι. Ήσαντε  και τα δύο χαρούμενα, μεθυσμένα ,τρέλα από τη χαρά. Αγκαλιάζόσαντε σαν παιδάκια· δάγκωνε το ένα το άλλο, σαν να φιλιόσαντε· ξέφευγε το ένα,  και το άλλο το κυνηγούσε·  με το δρόμο που έπαιρνε,   έπεφτε πάνω του όταν το ‘φτανε, το αγκάλιαζε,  γιμόσαντε ένα κουβάρι, και περνάνε τέσερες-πέντε  τούμπες για να κοπεί η φόρα τους.

Στα καφενεία εκείνου που είχε το καναρίνι και του αλλουνού που το είχε απέναντι, δίπλα στο μαγέρικο,  καθόσαντε φοιτητές, μεσίτες, συνταξιούχοι αμαξάδες που δεν είχανε αγώγι,  και άλλοι χασομέρηδες άεργοι και άνεργοι,  χωρίς ορισμένο επάγγελμα, και ρουφάγανε τον πρωινό τους καφέ. Ο καπνός από τα στόματα έβγαινε σαν ατμός από ανοιχτά ρουμπινέτα καζανιού με δρόμο,  και,  μόλις κοβόταν ο δρόμος του από το ξεφύσημα,  γινότανε τουλούμπες σαν ξασμένα μαλλιά πρόβεια. Από τις κάφτρες  όταν δεν τραβούσανε ανεβαίνανε - δύο κλωστές- και γινόσαντε στεφάνια, που μοιάζανε με φανταστικά μανιτάρια. Άσπρος διάφανος καθώς είναι ο καπνός, τον χτυπούσε και ο ήλιος και έπαιρνε το μουντό χρώμα του ασημιού που οι χρυσοχόοι το λένε «μάτι». Αραίωνε ύστερα  ο καπνός και έπαιρνε χίλια δυο σχήματα· ψιλός σαν αράχνη…και έσβηνε για να βγει άλλος από τα στόματα και από τις καύτρες, για να σβήσει και αυτός και έτσι να γίνεται τέλεια και συντομότερη η επιστροφή του χορταριού στη φύση: η στάχτη στη γη και ο καπνός στον αέρα που θα τον ξαναπάρει η βλάστηση. Οι  σχολαστικοί και οι οικονομολόγοι,  βλέποντας τον καπνό να σβήνει λένε:  « να πως χάνεται το χρήμα». Η φύση όμως δεν καταλαβαίνει από τέτοιες θεωρίες. Θέλει να καεί, να σαπίσει, να φαγωθεί…το παλιό χορτάρι· θέλει  τη στάχτη και την κάπνα, τις σαπίλες  και τις κοπριές, για να φτιάξει καινούργιο το καπνό, που θα τον κάμουνε οι άνθρωποι τσιγάρα, μήλα που θα τα φάνε, κρίνα, παπαρούνες και βατόμουρα για τους αλήτες…

Το καναρίνι δεν ευχαριστιότανε να στέκεται στα χείλια του φλυτζανιού, και πήδησε μέσα. Κουνούσε το κεφάλι, τις φτερούγιες και την ουρά του· ανασήκωνε και τα μικρά πούπουλα και έμοιαζε με παπάκι που βουτάει.

 Στο μπαλκόνι, πάνω από το μαγέρικο, η χοντρή γυναίκα του μάγερα, με γυρισμένη την πλάτη κατά τον ήλιο, καθότανε σε μία καρέκλα· από το ένα μέρος και από το άλλο κρεμόσαντε οι  σάρκες του πισινού της που δεν χωρούσανε στο κάθισμα και στα ξέπλεκα μαλλιά της τράβαγε ένα χτένι...το κοίταζε…και σκότωνε αράδα χωρίς οίκτο «τα μικρόβια» που έβγανε.


Τα σκυλάκια που δεν χορταίνανε παιχνίδια , ξαφνιαστήκανε από ένα αυτοκίνητο, που πέρασε από κοντά τους,  και φύγανε τρομαγμένα κάτω μέρος της πλατείας που περνάει το τραμ. Εκείνη τη στιγμή ανέβαινε να τραμ  τον ανήφορο…τα σάστισε…το ένα πρόλαβε και προσπέρασε και έγινε άφαντο. Μερδικό σ τις χαρές έπαιρνε με το άλλο μονάχα. Στο δυστύχημα  και στις λύπες  το εγκατέλειψε. Το θηλυκό το πήρανε αποκάτου οι ρόδες. Σταμάτησε το τράμ δυο μέτρα μετά, στη στάση του.

Το σκυλί έμεινε, κοντά στις πισινές ρόδες, με τα μπροστινά πόδια λιωμένα· σπαρταρούσε από τους πόνους και έσκουζε δυνατά.

Οι επιβάτες που κατεβήκανε ακούσανε τα σκουξήματα και σκύψανε να δούνε.

Ένας έλεγε: «-Το καυμένο»·  άλλος ρωτούσε:  «Ποιανού είναι;»· τρίτος: «- Μα πως το έκοψε;»… και άλλοι ζητάγανε πληροφορίες για το καϋμένο,  το δυστυχισμένο»… γιατί το λυπόσαντε.

Πολλοί από το καφενείο σηκωθήκανε και πήγανε στο τραμ για να δούνε.

Άλλοι  που περνούσανε από μακριά και είδανε τον κόσμο μαζεμένον,   τρέξανε να δούνε ποιον έκοψε. Ο σκοπός αρχιφύλακας που είδε κόσμο μαζεμένον,  πήγε και αυτός να δει τι τρέχει.

Το σκυλί είχε πάψει να σκούζει και δάγκωνε τα λιωμένα του πόδια. Ο αστυφύλακας του φώναξε «όξω, όξω»-  για να βγει από τις γραμμές -μα αυτό δεν το κουνούσε· έβλεπε τον κόσμο γύρω του και φοβόταν μη βγει και πάθει χειρότερο από ό,τι είχε πάθει . Κάτου  από το τραμ κρυμμένο, του φαινότανε πως ήτανε ασφαλισμένο, παρά αν έβγαινε. Ο αστυφύλακας βρέθηκε σε δύσκολη θέση, γιατί δεν ήξερε πώς να διαλύσει τον κόσμο· πήρε  έναν αστυφύλακα ακόμα, και ήρθανε και οι τρεις το τραμ, με το σκυλί από κάτου, ζωσμένο με κόσμο, που ήταν αιτία να σταματήσει η κίνηση του δρόμου- γιατί το τραμ και τα αυτοκίνητα που πηγαίναμε και ερχόσαντε, είχανε σταθεί το ένα πίσω από το άλλο,  και κάνανε μακριές ουρές. Ένας πολίτης έδωκε  το μπαστούνι του στον έναν αρχιφύλακα που τον παρεκάλεσε να του το δώσει· έσκυψε και κεντούσε το σκυλί, να το αναγκάσει να βγει από το άλλο μέρος. Το σκυλί που δεν είχε πόδια για να κουνηθεί- μα και να είχε θα φοβότανε να βγει με τόσο κόσμο που ήταν τριγύρω- δάγκωνε το μπαστούνι και γκρινιάρικα έσκουζε. Παιδεύτηκε κάμποση ώρα, παίδεψε και το σκυλί, και στο τέλος, αφού είδανε και απόειδαν-η ουρά που κάνανε τα αυτοκίνητα μεγάλωνε και ο περίεργος κόσμος πολύστεβε- διάταξε ο αρχιφύλακας τον οδηγό να βάλει μπρος. Εκείνος έβαλε την «εγκοπή» και τσούλησε, αργά, λιγάκι το τραμ. Το σκυλί φοβήθηκε και σαλτάρισε…πιάστηκε στο πισινό του πόδι που έμενε ακόμα γερό στην πισινή ρόδα: έμπηξε πάλι τα σκουξίματα στοιχήματα και χτυπιότανε πάνου στη ρόδα, σαν λαγός πιασμένος σε δόκανο σιδερένιο.

«-Μη! Μη, το καημένο είναι κρίμα» φωνάζανε όλοι.

Ο αρχιφύλακας διέταξε τον οδηγό να σταματήσει. Το σκυλί έσκουζε. Ο αρχιφύλακας τότε διέταξε τον οδηγό να κάνει λίγο πίσω… Ελευθερώθηκε το σκυλί μου μα  ήταν λιωμένο και το τρίτο του πόδι…

Ο καφετζής που ήταν και αυτός με αυτούς που είχαν κυκλώσει το τραμ, σαν ελευθερώθηκε το σκυλί, πριν προφτάσει να τρυπώσει πάλι, άρπαξε από τα χέρια του αστυφύλακα το μπαστούνι και με το γυριστό του μέρος, σβέλτα, το τράβηξε έξω. Το τραμ έφυγε και το αυτοκίνητα αρχίσανε να κοιλάνε. Το σκυλί γλίτωσε το θάνατο για να μαρτυρήσει στη ζωή. Ο αστυφύλακας πήρε νερό από το καφενείο και έπλυνε το μπαστούνι, και τόδωσε στον κύριο με ένα ευχαριστώ ευγενικό. Οι πολίτες, άλλοι κοιτούσανε το σκυλί, και άλλοι τις ματωμένες γραμμές, στο μέρος που του έκοψε τα πόδια.


«-Σα να έκοψε άνθρωπο» είπε κάποιος.

«- Ζωντανό δεν είναι κι αυτό;» είπε άλλος.

«-Και αυτό ψυχή έχει» είπε τρίτος


Η ώρα περνούσε. Οι μεγάλοι φεύγανε γιατί θυμηθήκανε τις δουλειές τους και δεν είχανε καιρό να τον χάσουνε· μείνανε τα παιδιά που δεν σκοτίζονται για τον καιρό που φεύγει στα χαμένα. Όποιος περνούσε έριχνε μία ματιά και έφευγε. Όποιο παιδί, όμως, περνούσε, μένα να δει τι θα απογίνει «το καϋμένο το σκυλάκι».


Κοιτούσαν το σκυλί τα παιδιά με μάτια που δείχνανε φόβο και παρακάλι. Το στόμα του ήτανε γιομάτο λάσπη καμωμένη με το αίμα του. Είχε πάψει να σκούζει και δάγκωνε τα λιωμένα, λασπωμένα με χώματα, πόδια του που τον πονούσανε. Το κοιτάζανε όλα τα παιδιά με βουρκωμένα τα μάτια, και είχανε γύρει θλιμμένα τα κεφάλια τους.


Ο αστυφύλακας, από καλή του καρδιά, του έδωσε να φάει το πνευμόνι για να μην πάει και χαμένο. Όταν είχε πάει να βρει τον αρχιφύλακα, στην επιστροφή περνώντας από το χασάπη το είχε πάρει για να ξεγελάσει μ’ αυτό το σκυλί και να το βγάλει από κάτω που ήτανε τρυπωμένο. Όσοι τον είδανε να του δίνει πλεμόνι να φάει στο χάλι που ήτανε με όλη τους τη θλίψη σκάσανε στα γέλια με την κουταμάρα του.


Ο αρχιφύλακας με τους δυο του αστυφύλακες τραβηχτήκανε στην πάντα και κάνανε συμβούλιο. Πήρανε την τελική απόφαση, αφού πρώτα προτείνανε πολλές λύσεις και οι τρεις και ο ένας έφυγε για να φέρει το κάρο της δημαρχίας.


Το καναρίνι τέλειωσε το λούσιμο και είχε αρχίσει να χτενίζει με τη μύτη του τα φτερά του. Η γυναίκα του μάγερα χτενιζόταν και αυτή στο μπαλκόνι της, στον ήλιο «σαν καναρίνι» και, κάθε φορά που τραβούσε το χτένι, το κοίταζε με προσοχή…


Το κάρο της δημιουργίας ήρθε σε λίγο.

«-Πως θα το ρίξουμε μέσα;» ρώτησε ο σκουπιδιάρης με ύφος που έφερνε αμέσως τον κατακλυσμό. Δεν γινόταν τίποτα. Ήτανε αδύνατο για το σκουπιδιάρη ζωντανό να ριχτεί στο κάρο του που μόνον ψόφια και σάπια είχε συνηθίσει να ρίχνει.

«-Με το φτυάρι», του είπε ο αρχιφύλακας.

«- Ζωντανό πράγμα, στέκεται πάνου στο φτυάρι; Δεν το λυπόσαστε το φουκαριάρικο; να του δώσω μία το φτυάρι να το τελειώσω;»



Ο αρχιφύλακας θύμωσε. Δεν κάλεσε το σκουπιδιάρη για να δώσει συμβουλές. Είχανε κάνει και οι τρεις πριν συμβούλιο και είχανε πάρει απόφαση. Δεν επιτρεπότανε μπροστά στον κόσμο να φανούνε βάρβαροι. Αν ήσαντε σε απόκεντρο μέρος, που δεν θα τους έβλεπε κανείς ξέρανε τι θα κάνανε. Δεν ήτανε ανάγκη να τους το πει ο βρωμοσκουπιδιάρης. Τους λωποδύτες που πιάνουνε στο δρόμο τους πάνε στο κρατητήριο και κει, μακριά από τα μάτια του κόσμου του κόσμου, τους μαυρίζουνε τις φτέρνες στο ξύλο για να μαρτυρήσουν. Μπροστά στον κόσμο τους φέρνονται με ευγένεια. Έτσι πρέπει να φαίνεται -ευγενικό σώμα- η αστυνομία των πόλεων στα μάτια του κόσμου. Προσβλήθηκε και ξεροκοκκίνισε από τις αγύρεφτες συμβουλές του σκουπιδιάρη ο αρχιφύλακας και με τα λόγια που μπερδευόσαντε στο στόμα του από το θυμό διέταξε:

«- Αυτό που σου λέω ΕΓΩ. Δεν σε φέραμε να μας δώσεις γνώμες· κάμε σύντομα ότι σου λέου».

«- Καλά», είπε ο σκουπιδιάρης, μακραίνοντας το «α», δίνοντας ειρωνικό τόνο στη φωνή του.

Έπιασε το φτυάρι ανόρεχτα και προσπαθούσε να φτυαρίσει το ζωντανό σκυλί δίνοντας μια κωμική σοβαρότητα στην έκφραση του προσώπου του και στις κινήσεις του, όπως κάνουνε συνήθως οι άνθρωποι του λαού, που δεν σέβονται τους εξαιρετικούς, όταν θέλουνε να περιγελάσουν τους εκλεκτούς, τους επισήμους


Μόλις ακουμπούσε το φτυάρι, το σκυλί σπαρταρούσε. Το φτυάριζε σε γρήγορα και έκανε να το σηκώσει. Το σήκωνε λίγο, μα αυτό χόρευε και ξέφευγε. Έμπηξε πάλι τα σκουξίματα και ξαναμαζεύτηκε κόσμος. Ο αρχιφύλακας κιτρίνισε από το κακό του, γιατί έβλεπε πως τον περιγελούσε με το ύψος του ο σκουπιδιάρης, για την κουτή διαταγή που του είχε δώσει και νόμιζε πως το έκανε επίτηδες και δεν έριχνε το σκυλί στο σκουπιδόκαρό του, μα η αλήθεια είναι ότι ήτανε αδύνατο και δεν θα μπορούσε να το ρίξει μ’ αυτόν τον τρόπο όσο σοβαρά κι αν καταπιανότανε με αυτήν τη δουλειά. Έτρεμε από το κακό του ο αρχιφύλακας και αν δεν ήτανε ο κόσμος, θα έβγανε το κλομπ να του έσπαζε το κεφάλι.


Μέρος Β΄

Ο καφετζής παραμέρισε τον κόσμο- που είχε ξαναμαζευτεί με αυτή τη δεύτερη και τραγικότερη σκηνή από την πρώτη - και μπήκε στη μέση. «-Στάσου, βρε αδερφέ», είπε του σκουπιδιάρη και έσκυψε να πιάσει το σκυλί από το σβέρκο. Κείνο γύριζε το κεφάλι του, άνοιγε το στόμα, ανασηκώνεται τα χείλια του και έδειχνε τα δόντια του γκρινιάρικα: πολεμούσε να τον δαγκάσει.

«-Σε διατάζω να μην το πιάσεις, κύριε γιατί φέρω ΕΓΩ ευθύνη για ο,τιδήποτε συμβεί», είπε αυστηρά ο κύριος αρχιφύλακας.


Χωρίς να του δώσει σημασία ο καφετζής σε μία στιγμή το έπιασε άξαφνα από το πετσί του σβέρκου και το πέταξε σπαρταριστό, και σκούζοντας, στο κάρο.


Ο σκουπιδιάρης καβάλησε, κούνησε τα γκέμια του αλόγου, και, σαν ξεκίνησε το κάρο, είπε του σκυλιού για να τα ακούσουνε οι άνθρωποι και πιο πολύ ο αρχιφύλακας που κάνει πως όλα τα ξέρει, που κάνει τον σπουδαίον και δεν καταδέχεται να πάρει από τους κατώτερους του γνώμη:

«-Φουκαργιάρικο, όλοι τους φαίνεται πως σε λυπούνται, και κανένας χριστιανός δε βρέθηκε να σε λυπηθεί αληθινά…γιατί όλοι λυπόσαντε τον εαυτό τους και σκεφτόσαντε πως θα πονάγανε αν τους είχε το τραμ τα δικά του πόδια να λιώσει. Σαν βγούμε πιο όξω, με την κόψη του φτιαριού θα σε κανονίσω. Μια να σου δώσω σου φτάνει για να ησυχάσεις».


Ο ένας αστυφύλακας με το χέρι στην τσέπη (εκείνη που έχει το κλομπ, βαστώντας το, έτοιμο στο χέρι, από συνήθεια που την έχει όταν πλησιάζει ανθρώπους συγκεντρωμένους, με σκοπό να τους διαλύσει με κάθε τρόπο) πήγε κοντά στους μαζεμένους ανθρώπους και τους είπε ευγενικά:


«-Σας παρακαλώ, κύριοι διαλυθείτε».


Το καναρίνι φούσκωνε το λαρύγγι του και ανέβαζε μια φούσκα αέρα στο λαιμό του ίσα με ένα ρεβύθι. Έβγανε μια γλυκεία, στρογγυλή, χαρούμενη και μαζί πένθιμη φωνή: χαιρότανε για την ομορφιά της ημέρας και θλιβότανε γιατί ήτανε σκλαβωμένο μέσα στο κλουβί.


Η γυναίκα του μάγερα έκαμε την τουαλέτα της και βγήκε για να κάμει τον πρωινό της περίπατο. Δουλειά στην κουζίνα του σπιτιού δεν είχε, γιατί τα φαγιά του σπιτιού ετοιμάζονται από τον άνδρα της στην κουζίνα του μαγεριού μαζί με τα φαγιά των πελατών.


Πέρασε από κείνο το μέρος, μπροστά στα αίματα, έκαμε ένα μορφασμό αηδίας-κείνο που για τους άλλους ήτανε τραγικό και τους συγκινούσε γ’ αυτήν ήτανε σιχαμερό- και τράβηξε για το «άλσος». Συνηθισμένη από τα κρέατα τα αίματα… από τα κοτόπουλα που σφάζει ο άνδρας της και βλέπει ή σφάζει και αυτή κάθε μέρα για το μαγέρικο…δεν μπορούσε ποτέ να την συγκινήσει το αίμα και μάλιστα αίμα σκυλιού· γι’ αυτό, φυσικά, της έφερε αηδία.


Στο άλσος που πήγε και κάθησε σε ένα παγκάκι, που είχε μπόλικο φάρδος-κάθησε στη μέση και το σανίδι λύγιζε λίγο- κάθισε αναπαυτικά γιατί έστρωσε όλος ο πισινός της και δεν κρεμότανε κρέατα, όπως στο κάθισμα, από τόνα μέρος κι από το άλλο, κι άρχισε με το ραχάτι της ακουμπώντας τα χέρια της στην πρησμένη κοιλιά της να πλέκει το καινούργιο της τσαντάκι.


Ευτυχισμένη γυναίκα γιατί ξέρει να ζει ευχάριστα…


Τι να τις κάμει τις μεγάλες χαρές· αυτές μονάχα κείνοι που ζούνε με θλίψεις και αγωνίες τις νιώθουν για μια στιγμή και πάλι πέφτουν στην αγωνία… εξαιτίας της ανησυχίας τους.

Η φύση… ο πολιτισμός, το διήγημα για το οποίο κάνει λόγο στους λίβελούς του ο Γιώργης Ζάρκος, είναι από τα πρώτα του και πρωτοδημοσιεύτηκε στη Νέα Εστία, τεύχος 78, Μάρτιος 1930, σελ. 314-325. Κατόπιν ο συγγραφέας το συμπεριέλαβε- ελαφρά τροποποιημένο-στον ίδιο τόμο με το μυθιστόρημα Η τρέλα σε όλα τα στάδια, 1932. Η τρίτη δημοσίευση έγινε στη συλλογή διηγημάτων Γιατί άλλαξα ιδέες και άλλα διηγήματα, εκδ. Κάλβος, 1981. Αυτή η τρίτη δημοσίευση αποτελεί και την δική μας πηγή. 


Αναδημοσιεύσεις από:

http://lesxiamaliadas.blogspot.com/2017/11/blog-post_27.html

http://lesxiamaliadas.blogspot.com/2017/12/78-1930.html


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου