Άνοιξε η πόρτα και έκλεισε μετά πατάγου. Οι εντός του οικίσκου εφώναξαν «Ποιος είναι;» Βλέποντες δε ότι ουδείς είχε εισέλθει και ότι απάντησις καμιά δεν ήρχετο, οι εντός του δωματίου συνεπέραναν: ο αέρας θα βρόντηξε την πόρτα.
Και όμως η άπνοια ήτο απόλυτος. Θα έλεγε κανείς ότι ο χρόνος είχε σταματήσει. Παρ’ όλον τούτο, πίσω απ’ το κλειστό παράθυρο το παραπέτασμα εσάλευε σαν πέπλος που ταλαντεύεται από ριπάς ανέμου. Εις το δωμάτιον κάτι ανεκύκλιζε τον μέχρι προ ολίγου στάσιμον αέρα – σαν να κτυπούσαν, τώρα, εκεί, πτερά πελώριου πελαργού, σαν να πτερούγιζε εκεί ένας λευκός αρχάγγελος το φέγγος των ουρανών εις το κλειστόν δωμάτιον επί αιχμής ρομφαίας κομίζων.
Η οικοκυρά εκοίταξε εμβρόντητος τους άλλους. Έπειτα όλοι εκοίταξαν μαζί το ανθογυάλι, που ευρίσκετο επί μικράς κονσόλας και έμειναν όλοι άναυδοι… Τα χάρτινα λουλούδια που περιείχε το δοχείο μεγάλωναν ακαριαίως σαν άνθη κήπου αληθινά και ο ταπεινός ο χώρος ευωδίαζε εντόνως, σαν τόπος αγιότητος, σαν τόπος αγιωσύνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου