Η ΤΑΡΑΤΣΑ της Μπουμπουλίνας έχει το πιο γνωστό πλυσταριό του κόσμου. Η ασφαλίτικη επινοητικότητα με εντελώς μηδαμινά μέσα, έναν πάγκο, ένα σκοινί και μερικά στειλιάρια, δημιούργησε μια από τις πιο ένδοξες αίθουσες βασανιστηρίων της εποχής μας.
Πριν σε πάνε εκεί, την ξέρεις. Όταν μπαίνεις, έχεις την εντύπωση πως την έχεις ξαναδεί. Αυτό που είναι καινούριο για σένα είναι ο πανικός που σου δημιουργείτε. Είναι κάτι που δεν ελέγχεται. Παίρνει διαστάσεις μεταφυσικές. Είναι κάτι σαν το θρησκευτικό φόβο της κόλασης. Κάθε τοπογράφηση είναι αδύνατη. Υπάρχεις μέσα σ’ αυτό το φόβο εντελώς ανίσχυρος.
Μ’ ανεβάζανε στην ταράτσα. Η γνωστή παρέα και ο Σπανός. Κάποιος χαφιές που τους είδε να ανεβαίνουν τους χαιρέτησε λέγοντας: «Από κυνήγι έρχεστε;». Στο δρόμο τα παιδιά κάνανε χιούμορ. Όπου το χιούμορ δεν ήταν αποτελεσματικό, μια φάπα ή μια κλοτσιά το δυνάμωνε. Αυτό έβγαζε πάντα γέλιο. Τα αστεία των παιδιών:
— Πάει, αυτός θα πεθάνει απόψε.
— Ρε μαλάκα, ξέρεις ότι η γυναίκα σου είναι πουτάνα;
— Τι πουτάνα, ρε, τσιμπουκλού της οδού Αθηνάς είναι.
— Και η μάνα του είναι πουτάνα. Τι να σου κάνει, το παιδί έχει μεγαλώσει σε μπουρδέλο.
— Θα πάμε να τις φέρουμε και να τις γαμήσουμε μπροστά σου.
— Θα του αρέσει το μπανιστήρι.
— Μα τέτοιος πούστης που είναι.
— Στο θέατρο είναι όλοι πούστηδες.
— Γαμάτε ρε στο θέατρο; Γαμάτε;
— Γαμιούνται μεταξύ τους.
— Ρε πούστη, δεν τσαντίστηκες που σου βρίζουμε τη μάνα;
— Αυτός ρε; Αυτοί δεν πιστεύουν σε Θεό.
— Κοίταξε τον πούστη, σαν Βούδας είναι. Εμείς τα λέμε, εμείς τ’ ακούμε.
— Είναι πωρωμένος ο πούστης, γάμα τον.
Μετά το διάδρομο στον τέταρτο έχει μια σκάλα. Η σκάλα οδηγεί στην ταράτσα. Μια πινακίδα γράφει: «Απαγορεύεται αυστηρά η είσοδος». Στην ταράτσα. Μετά το μικρό δωμάτιο. Όλα χωρίς καμιά βιασύνη. Οι οπτικές εμπειρίες από την είσοδό μου στην Ασφάλεια ως αυτή τη στιγμή ερχόντουσαν η μια πίσω από την άλλη. Σλάιτ. Καταλαβαίνω πως είναι ένα κτίριο κανονικό. Μια υπηρεσία δημόσια. Εργάζονται άνθρωποι. Τα πράγματα χωρίς φόβο είναι πιο απλά. Σχεδόν ήμουνα αφηρημένος. Ανάψανε το φως του πλυσταριού. Αισθάνθηκα το κύριο πρόσωπο της παρέας. Παρατηρούσα.
Ήμουνα ένας επιστάτης σε έργα υδρεύσεως. Έμοιαζε με ιεροτελεστία ανθρωποθυσίας. Κανένας δε μίλαγε πια. Δουλεύανε. Ψάχνανε να βρούνε το σκοινί. Δεν το βρίσκανε. Ρωμαίικα πράγματα. Τα βάζανε με κάποιον Μπάμπαλη και με κάποιο Μάλλιο, που είναι τσαπατσούληδες. Κάνουνε τη δουλειά τους και αφήνουν τους άλλους να σπάνε τα αρχίδια τους. Κάποιος μου είπε να μην κοιτάζω σαν μαλάκας και να ψάξω και εγώ. Ο Σπανός διαφώνησε και είπε να κάτσω εκεί που καθόμουνα, δεν τους χρειαζόταν η βοήθειά μου. Τελικά βρέθηκε το σκοινί. Ήτανε κάτω από τα ξύλα. Δεν ξέρω γιατί είχα συνδέσει μια ελπίδα με το σκοινί. Τώρα που βρέθηκε, δεν υπήρχε παρά ένας μόνο τρόπος. Αν έλεγα έστω και κάτι μικρό, ίσως τη γλίτωνα. Κάποιος πρότεινε «να μη χτυπήσουμε το παιδί που φαίνεται καλό, να τον αφήσουμε λιγάκι να σκεφτεί, να πιει ένα καφεδάκι και το πρωί μας τα λέει με την ησυχία του».
Αισθάνθηκα μια μικρή ευγνωμοσύνη. Κάθε λέξη που είπε ήταν ένα γερό στήριγμα. Βρέθηκα κιόλας να πίνω καφέ και να τακτοποιώ τα πράγματα. Να, λέω, το κόλπο τους: Σε φέρνουνε εδώ πάνω, σε τρομοκρατούν και όταν δούνε πως δεν πιάνει, βρίσκουνε άλλο τρόπο. Ο Σπανός δε μίλησε καθόλου. Ένας άλλος είπε: «Πολύ ασχοληθήκαμε μ’ αυτό τον πούστη. Αν είχε μυαλό, θα ’τανε τώρα σπιτάκι του. Τι να του δώσουμε καιρό. Να τα πει τώρα, να ησυχάσουμε όλοι». Κοίταξα το Σπανό. Περίμενα να πει κατεβάστε τον κάτω να σκεφτεί. Νόμιζα πως δε θα διακινδύνευε ένα πείραμα, χωρίς να ’ναι σίγουρος για το αποτέλεσμα. Ήτανε λογικό να πει: Καλά, αύριο.
Ο Σπανός είπε να με δέσουνε. Έκανε επιθεώρηση. Με δέσανε στον πάγκο πολύ σφιχτά. Δεν έφερα καμιά αντίσταση. Καμιά διαμαρτυρία. Τώρα που το σκέφτομαι, νομίζω πως πήγα σχεδόν πρόθυμα. Όπως πηγαίνεις στον οδοντογιατρό μόνος σου και κάθεσαι στην καρέκλα. Ο Σπανός κούνησε τα πέλματα, να δει αν ήτανε καλά δεμένα. Ο κ. Σπανός ικανοποιημένος. Αλλά δεν αρχίζει. Έχει διάθεση για κουβέντα. Με ρωτάει πώς αισθάνομαι, ενδιαφέρεται να μάθει αν ο πάγκος είναι σκληρός ή αν με κόβουν τα σκοινιά. Με ρωτάει αν άλλαξα γνώμη. Δε μιλάω καθόλου. Ίσως λέω να ’ναι καλύτερα. Τουλάχιστον να προκαλέσω το υπηρεσιακό του μένος, να μην το πάρουνε προσωπικά. Ο Σπανός με ρωτάει αν μ’ αρέσει το φιστίκι, έκφραση που δεν ήξερα τι σημαίνει, αλλά μ’ έκανε ν’ αντιδράσω. Σήκωσα το κεφάλι μου. Ήρθε αμέσως κοντά. Του είπα: «Αν νομίζετε πως θα βγάλετε τίποτα μ’ αυτό τον τρόπο, είστε πολύ γελασμένος. Είναι εικοστός αιώνας. Το λέω αυτό για την καριέρα σας. Θα σας καταγγείλω». Δεν ξέρω αν το πίστευα ή όχι, πάντως μου ’κανε καλό. Απάντηση Σπανού: «Θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια ρε. Και στον ΟΗΕ να με πας θα μου κλάσεις τ’ αρχίδια, κατάλαβες;». Οδηγίες Σπανού προς το χειρώνακτα βασανιστή.
— Δώσε φιστίκι, Κώστα.
— Ξύλο, σίδερο;
— Ξύλο και βλέπουμε.
— Μάλιστα, γιατρέ.
Μου φάνηκε πως άκουγα μια περίεργη διάλεκτο αφρικανικής φυλής. Είχα σφιχτεί και περίμενα. Κοίταζα τον Κώστα. Ο Κώστας έφτυσε στα χέρια του, πήρε το ξύλο. Άρχισε.
Ο φάλαγγας είναι μια υπερβολικά μεγάλη δύναμη που ενεργεί πάνω σου. Σου δίνει την εντύπωση πως γλιστράς σε μια μεγάλη, επικλινή, γυαλιστερή επιφάνεια και πέφτεις πάνω σ’ ένα σκληρό, γρανιτένιο τοίχο. Αν δεν ήξερες πως σε χτυπάνε στα πόδια, θα σου ήτανε αδύνατον να προσδιορίσεις από πού έρχεται. Τις κινήσεις του βασανιστή τις βλέπεις. Τα χτυπήματα είναι ο γρανιτένιος τοίχος. Η επικλινής επιφάνεια είναι τα διαστήματα ανάμεσα στα χτυπήματα. Όταν ο ρυθμός είναι κανονικός, είναι λιγότερο επώδυνος από τον ακανόνιστο ρυθμό. Τη λεπτομέρεια αυτή την ξέρουνε και σε χτυπάνε μια γρήγορα μια αργά. Αρχίζουνε να σε χτυπούν από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα. Ξέρουνε πως η πρώτη σου αντίδραση είναι να μαζέψεις λίγο τα πέλματα. Αυτό τους αφήνει αδιάφορους, γιατί ξέρουνε πως ύστερα από δέκα χτυπήματα το πόδι πρήζεται τόσο πολύ, που γεμίζει το παπούτσι.
Άρχισα να φωνάζω. Δεν ήξερα πόσο δυνατή είναι μια ανθρώπινη φωνή. Φώναξα τ’ όνομά μου. Άκουγα τη φωνή μου, που ήταν αφύσικα δυνατή. Σταματήσανε. Μα θα ’ταν δε θα ’ταν δέκα χτυπήματα. Δεν τόλμησα να κάνω καμιά σκέψη. Ο Σπανός με ρώτησε αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον κοίταξα. Ο Κώστας ξανάρχισε. Φώναζα. Κάποιος φεύγει και πηγαίνει στο αποχωρητήριο και παίρνει το σφουγγαρόπανο. Κολλάει το σφουγγαρόπανο πάνω στο στόμα μου. Όλη εκείνη η αηδία κυλάει στον οισοφάγο μου. Το βαστάει σφιχτά και το πανί στραγγίζεται στο στόμα μου. Δεν μπορώ πια ν’ αναπνεύσω. Σκέφτηκα να κάνω γιόγκα. Να κόψω τη μεταβίβαση του πόνου. Μάταιο. Σαν να θέλεις να βάλεις ένα χάρτινο φράγμα σ’ έναν καταρράχτη. Τινάχτηκε στον αέρα η γιόγκα μου. Δεν τέλειωνε. Περίμενα να λιποθυμήσω. Είχα μια κτηνώδη αντοχή. Περίεργο, εγώ, που για να βάλω τροχό στο δόντι μού κάνανε ένεση, άντεχα. Δε λέγανε να τελειώσουν. Πρέπει να σκέφτομαι κάτι άλλο. Ίσως αυτό ανακουφίζει. Αδύνατον. Τώρα το ξύλο δημιουργεί και έναν ήχο. Σαν μια μεγάλη ξύλινη καμπάνα. Σαν να ’σαι μέσα στην καμπάνα. Ύστερα γλιστράς. Σκοτάδι, ησυχία, ανακούφιση.
Μου ρίχνανε νερά. Λιποθύμησα. Συνερχόμουνα. Σχεδόν ήμουνα περήφανος που λιποθύμησα. Άμεση συνειδητοποίηση του χώρου. Η ελπίδα. Ίσως σταματήσουνε τώρα. Μπορεί να με λύσουνε. 0 φάλαγγας κανονικά πρέπει να ’χει ένα τέλος. Έγινε πια ολόκληρος κύκλος, τι θέλουνε; Ο Σπανός ρωτάει αν άλλαξα γνώμη. Δεν τον προσέχω. Ο Κώστας ξαναρχίζει. Μα μέχρι πότε; Αν έλεγα κάτι, θα μου έδινε την ευκαιρία να ξεφύγω για λίγο. Ο Κώστας συνέχιζε. Το πανί ξαναμπήκε στο στόμα μου. Αέρας, δεν υπήρχε αέρας. Πόσο μπορεί να ζήσεις χωρίς αέρα; Περίμενα να ακούσω τον ήχο της καμπάνας. Πουθενά, μόνο αυτά τα κύματα που ανεβαίνανε. Φαίνεται άρχισαν κάτι τινάγματα νευρικά στο κεφάλι. Ο Σπανός λέει: «Σταμάτα, κάτι θέλει να πει». Οι άλλοι το επιβεβαιώνουν. Ναι, θα μιλήσει. Ωρίμασε το πράγμα. Η καλή δουλειά φαίνεται. Κάποιος λέει στο Σπανό: «Μην πας κοντά, κύριε προϊστάμενε, θα σε φτύσει». Μα τι γίνεται εδώ;
Τους βασανίζουνε και όχι μονάχα δε μιλάνε, αλλά τους φτύνουν και από πάνω. Μακάρι να μπορούσα να το κάνω και εγώ. Ο Σπανός αλλάζει γνώμη. Ο Κώστας ξαναρχίζει.
Πρέπει η ανθρώπινη αντοχή να ’χει όρια. Μια εφιαλτική υπερδιέγερση μου έδινε εκπληκτική διαύγεια. Τους παρατηρούσα. Ήτανε μαζεμένοι γύρω γύρω, όπως μαζεύονται και κοιτάνε μια οικοδομή που κατεδαφίζεται. Ο Κώστας δε χτύπαγε πια. Τώρα ήτανε κάποιος άλλος. Είδα έναν που είχε φύγει από τον κύκλο και κοίταζε έξω από την πόρτα. Ίσως φρουρός, για να μην ανέβει κανείς απάνω. Ίσως δεν άντεχε να βλέπει. Πίστεψα το δεύτερο. Νέο κουράγιο. Κι εδώ ακόμα κάποιος που δε συμφωνεί. Αισθάνομαι φιλικά. Βλέπω γυρισμένη την πλάτη του. Το στομάχι μου πόναγε. Τ’ αυτιά βουίζανε. Ένας ήχος διαπεραστικός, οξύς. Μεγάλωνε. Ένα αίσθημα σαν να γκρεμίζομαι. Μια ταχύτητα. Στυφός ήχος, στριγκός, έτσι όπως σπάει το αεροπλάνο το φράγμα του ήχου. Κάπου θα πέσω. Λιβάδια. Κάτω από τα νερά. Ένα αίσθημα ξεγνοιασιάς. Συνειδητοποίηση του χώρου. Πάλι είχα λιποθυμήσει. Σαν να είχα σηκωθεί από αρρώστια. Μου φάνηκε πως ήμουν πολύ αδύνατος. Διάφανος. Τους κοιτάζω. Αξύριστοι, άγρυπνοι, κουρασμένοι. Δε ρωτάνε τίποτα πια. Όταν βλέπουνε πως μπορώ και στρέφω τα μάτια μου, ξαναρχίζουν.
Δεν ξέρω πια τίποτα. Σκέφτομαι ένα σκυλί λεπριασμένο, που του πετάνε πέτρες. Τα παιδιά στη γειτονιά μου του πετάνε πέτρες. Το σκυλί μού μοιάζει.
Τρομάζω. Μπορεί να τρελαθώ, λέω. Ξέρω πως στη Μακρόνησο από τα βασανιστήρια είχανε γίνει τρελοί. Μετά όμως γινήκανε καλά. Ένας γέρος έξω από μία πόρτα έχει τουμπανιάσει, έχει παγώσει από το κρύο. Κάτω από το πιγούνι του οι ζάρες κρέμονται σαν σταλαχτίτες. Είναι παγωμένος. Τον τραβάνε από τα πόδια. Ο γέρος εγώ. Δεν υπάρχει ανάκριση. Δεν υπάρχει τίποτα. Θέλω να κρατηθώ. Συνέχεια χτυπάνε, λες και είναι μηχανή. Αρχή σχιζοφρένειας. Μπορείς να την αποφύγεις με μια λέξη. Θα μιλήσω. Περιμένω. Μπορεί να σταματήσουν. Είναι μια διαδρομή που πρέπει να κάνω. Δεν μπορεί να χτυπάνε αιώνια, θα πάψει. Κάποτε, κάποτε θα πάψει. Ένα τεστ για να γίνεις αστροναύτης. Εξετάσεις σχολειού. Υποχρεωτικές ουρές. Πρέπει να περιμένεις. Μια μακριά ουρά στο σχολειό, γύρω από ένα καζάνι γάλα. Το σχέδιο Μάρσαλ. Γάλα σκόνη πετρωμένο, που μ’ έχει βάλει η δασκάλα να το σπάω μ’ ένα σφυρί. Το γάλα σκόνη μέσα στο βαρέλι έχει γίνει σκληρό σαν ασβέστης. Χτυπάω με το σφυρί. Ήχος σφυριού που χτυπάει ένα πορώδες πέτρωμα. Ο ήχος πνίγεται. Απορροφιέται σαν νερό.
Ξημέρωσε. Πρώτη αίσθηση του χώρου. Δυνατός ήλιος. Εγώ πεσμένος στο πάτωμα. Κάποιος μου ’τρίβε το κεφάλι σε κάτι λάσπες. Ξερατά. Μου έτριβε το κεφάλι πάνου στους εμετούς. Με συμβούλευε: «Φάε, γουρούνι, φάε, γκρου, γκρου, γκρου». Είχα κάνει εμετό. Ποιος ξέρει πότε. Πόση ώρα με χτυπάγανε. Πρέπει να υπολογίσω. Υπολογίζω. Τρεις ώρες, μόνο. Τι απέραντος χρόνος μπορεί να ’ναι τρεις ώρες. Είναι ίσως μια από τις μεγαλύτερες χρονικές εκτάσεις που θυμάμαι. Συμβαίνουν τόσα πολλά, που τελικά δεν προφταίνεις να τα κατατάξεις. Είχε ξημερώσει πια για τα καλά. Ωραία μέρα. Περίεργο, ωραία μέρα. Ήμουνα μόνος με τον άνθρωπο που εξακολουθούσε να μου τρίβει το κεφάλι. Έλεγε πως θα χέσει, για να μου δώσει να φάω, θα μου κάνει το φαΐ πιο νόστιμο. Καμιά έκπληξη. Έρχεται κάποιος χαφιές με νέες οδηγίες. Αφού ρώτησε τι έγινε και πήρε την απάντηση «τίποτα», λέει να με ξεσκατώσει και να με κατεβάσει κάτω. Με θέλει ο προϊστάμενος. Μου ρίχνει νερά. Θέλω να δείξου προθυμία. Θέλω να σηκωθώ, να περπατήσω μόνος μου. Αδύνατον να κουνηθώ. Με κατεβάζουν σούρνοντας στο Σπανό.
Η ίδια ατμόσφαιρα. Γελάσανε όταν μ’ είδανε. Τι θέλουνε πάλι. Ναι, ο Σπανός ζητάει πάλι τα ίδια πράγματα. Ίδιες ερωτήσεις. Μα τι σχέση έχουνε πια αυτά. Μοιάζανε αναχρονιστικά. Σου θύμιζε κάτι συγγενείς που έχεις να τους δεις είκοσι χρόνια και το πρώτο που σου λένε είναι γιατί δεν ήρθες να με δεις στη γιορτή μου. Κοίταζα έκπληκτος. Τι να πω.
Μου ρίξανε κρύο ή ζεστό νερό στα πόδια. Ήτανε φοβερά επώδυνο. Πετάχτηκα πάνω. Μετά δεν άκουγα καλά, σχεδόν δεν άκουγα τίποτα. Δεν ανησύχησα, χάρηκα, χάρηκα πολύ. Συνεχίζανε να με ρωτάνε. Ήτανε ένα βουβός κινηματογράφος. Κάποιος μου σφύριζε. Σφύριζε το Αθήνα Κόρη του Ουρανού. Το πράγμα πια ήτανε εντελώς γελοίο. Θυμώνανε, με σκουντάγανε και εγώ δεν τους άκουγα καθόλου. Ίσους να μην μπορούσα και να μιλήσω. Είχα ακούσει πως στη Μακρόνησο πολλοί είχανε μουγκαθεί από τα βασανιστήρια. Δεν τολμούσα να πιστέψω μια τέτοια ευτυχία. Δεν ήθελα να ανοίξω το στόμα μου, μην τυχόν απογοητευτώ. Τελικά δοκίμασα. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Ε, πια δε φοβόμουνα τίποτα.
Κάνω νόημα στο Σπανό να έρθει κοντά. Έρχεται τρέχοντας. Του ζητάω μολύβι και χαρτί. Το δίνει αμέσως. Του γράφω: «Ποιοι είστε;», «Τι θέλετε από μένα;». Το σκίζει έξω φρένων. Τους κάνω νόημα πως θα κατουρήσω στο γραφείο. Έντρομος ο Σπανός βάζει δυο και με σηκώνουν. Με πάνε στο αποχωρητήριο. Μπαίνουνε μαζί μου στην τουαλέτα. Ξανά στο γραφείο. Είχανε αρχίσει να πιάνουνε την καθημερινή τους δουλειά.
Με κατεβάζουνε σούρνοντας τέσσερα πατώματα. Σίγουρα πάω στην απομόνωση. Στις σκάλες ανέβαινε κόσμος, με στολή ή χωρίς στολή. Ένα συναρπαστικό ματς κυριαρχούσε. Λεπτομέρειες συζητιόντουσαν δυνατά. Παραμέριζαν για να με περάσουν. Κανένας δεν πρόσεχε. Το φίλαθλον πνεύμα είναι πάνω από τέτοιες μικρές, ανιαρές λεπτομέρειες.
Το κελί δεκαεφτά ήταν εκείνο όπου ο προηγούμενος κρατούμενος έμενε αυστηρά. Αυτό σήμαινε πως όλες οι ανάγκες του γινόντουσαν μέσα. Άπειρα σκουπίδια. Βρόμα περισσότερο από έντονη. Μόλις κλείδωσε την πόρτα και έμεινα μόνος, ένιωσα, σιγουριά. Το αίσθημα του ποντικού που, για να γλιτώσει από τη γάτα, μπαίνει στη φάκα. Τέλειωσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου