"Πάρε», μοῦ ‘χε πεῖ ὁ πάπα-Θεόφιλος, «καὶ τὸ ραδιοφωνάκι μαζί σου» – τί νὰ τὸ κάνω, σκέφτηκα, τὸ τρανζίστορ μὲς στὴ βάρκα;
Ἔχουμε βγεῖ οἱ δυό μας νὰ μαζέψουμε ἕνα μικρὸ παραγαδάκι ποὺ ‘χε ρίξει τὴν προηγουμένη λίγο πιὸ ἔξω ἀπ’ τὴν Οὐρανούπολη, ὅπου αὐτὸς λειτουργεῖ σὲ μιὰ ἐκκλησιὰ κι ἐγὼ κάνω θερινὲς διακοπές. Ἦταν συμφοιτητής μου στὴν Ἀρχιτεκτονική, ποὺ μετὰ πῆγε στὴ Θεολογικὴ καὶ κατέληξε στὸ ἱερατικὸ σχῆμα.
Ὁ καιρὸς εἶναι καλός, λαμπρός.
Ἀρχὲς Αὐγούστου. Εἴμαστε κι οἱ δυὸ στὴ βάρκα μὲ τὰ μαγιό. Ἔχει νηνεμία κι ὁ Ἄθωνας, δίπλα μας, ὀρθώνεται καμπουριαστός, γαλαζωπὸς δεινόσαυρος. Ἀνεβάζοντας τὸ μικρὸ παραγάδι (οὔτε τριάντα ἀγκίστρια), εἴπαμε νὰ τὸ ξεψαρίσουμε σιγὰ σιγὰ μὲς στὸ σκάφος. Βλέπουμε νὰ ἔχουνε πιαστεῖ κάτι μικρὰ ψάρια καὶ ἕνα μουγγρί, ποὺ τὸ ἔχει κουκουλώσει ἕνα χταπόδι καὶ τὸ ρουφάει, τὸ ἀπομυζάει ὁλόκληρο. Ἔχει, ἀφήσει, μόνο ἕνα κομμάτι – τὸ ὑπόλοιπο ἀπόμεινε σκελετός, γυμνὴ ἡ ραχοκοκαλιὰ καὶ τ’ ἀγκάθια. Τὸ ξαγκιστρώνω καὶ τὸ ἀφήνω στὴν κουπαστή.
«Προχτές», μοῦ λέει ὁ παπάς, «ψάρευα ἀπέξω, ἀπ’ τὰ βράχια. Καὶ τσιμπάει ἕνα μεγάλο χταπόδι – δὲν μποροῦσα νὰ τὸ βγάλω. Λαστιχάριζα τὴν πετονιὰ καὶ δὲν τραβιότανε. Βουτάω κρατώντας ἕνα μυτερὸ ξύλο ἀπ’ τὶς ντοματιές. Εἶχε βραχώσει, εἶχε βεντουζάρει στὴν πέτρα τὸ χταπόδι καὶ δὲν ἔβγαινε μὲ τίποτα. Τὸ λυπήθηκα τελικὰ – ἔκοψα τὴν πετονιὰ καὶ τ’ ἄφησα. Τέτοιο πάθος γιὰ ζωή…»
Ξεσκαλώνω μερικὲς μικρὲς τσιποῦρες καὶ κεφαλόπου
«Σήμερα», λέει ὁ ἱερέας, «δὲν βλέπω τόνους. Τὴν προηγούμενη βδομάδα γέμισα μιὰ μπανιέρα μὲ τονάκια μονόκιλα. Φαίνεται εἶχα πέσει σὲ κοπάδι, ἀπὸ κεῖνα ποὺ κατεβαίνουνε ἀπ’ τὴ Μαύρη Θάλασσα. Μιλᾶμε γιὰ πογκρόμ. Θὰ ἤτανε πάνω ἀπὸ εἴκοσι πέντε κιλά.»
Τελειώνουμε τὸ ξεψάρισμα κι ἀνάβω τσιγάρο.
«Γιάννη, ἄνοιξε τὸ ραδιόφωνο», μοῦ λέει, ἐνῶ ἄρχισε νὰ λεντίζει στὸ πανέρι τὶς πετονιὲς ποὺ εἴχανε γίνει κανταΐφι ἀπ’ τὸ μπέρδε
«Σοῦ ἀρέσει ἡ μουσική;»
«Ὄχι ἐμένα τόσο, ὅσο στὰ δελφίνια. Ἂνοιξ’ το καὶ θὰ δεῖς, θὰ ‘ρθοῦνε νὰ μᾶς βροῦνε.
Ἀνοίγω τὸ τρανζίστορ – παίζει κάτι τραγουδάκια τοῦ Κηλαηδόνη.
«Πιὸ δυνατά», λέει, ὁ ἱερέας.
Ἀνεβάζω τὴν ἔνταση καί, δὲν περνάει, ἕνα λεπτὸ καὶ τὰ νερὰ γύρω μας γεμίζουν δελφίνια. Κολυμποῦνε ὁμαδικὰ ἢ κατὰ ζεύγη καὶ ἐκτινάσσονται, ἐπιδέξια γύρω μας – θὰ ‘ναι πάνω ἀπὸ ἑφτὰ ὀχτώ. Γλιστροῦνε γύρω ἀπ’ τὴ βάρκα, τινάζονται ψηλά, καμπυλωτὰ καὶ ξαναβουτοῦνε γλυκὰ ἀπολαμβάνοντας τὴ μουσική.
Στὸ μεταξύ, ἐγὼ ποτὲ δὲν ἔχω δεῖ δελφίνι ἀπὸ τόσο κοντά· βγαίνουνε δίπλα στὰ πλαϊνὰ τῆς βάρκας, στὸ μισὸ μέτρο. Μάλιστα τὸ ἕνα ἀναδύεται πολὺ ἀργά, κοιτάζει μέσα, ἐμᾶς, καὶ καθυστερεῖ, σὰν γιὰ νὰ ἀκούσει πιὸ καθαρὰ τὶς νότες. Τὰ μάτια του εἶναι ἔντονα, ἔξυπνα κι ἀκούω τὸν ἀέρα ποὺ βγάζει σφυρίζοντας ἀπ’ τὴν ὀπὴ στὴ ράχη του σὰν ἀναπνοὴ τενόρο
«Χάιδεψ’ το», μοῦ λέει ὁ πάπα-Θεόφιλος.
Διστάζω λίγο, ἀλλὰ μετά, μόλις ξανάρχεται καὶ καθυστερεῖ δίπλα μας μὲ τὸ μισό του σῶμα ἀπέξω, σκύβω πρὸς τὰ νερὰ κι ἀγγίζω μὲ τὸ δάχτυλο ἥσυχα, ἀργὰ τὸ ὑγρὸ γυαλιστερό του μέτωπο.
Τὸ χαϊδεύω τρεῖς φορές. Ἐκεῖνο στέκεται ἀμήχανο κοιτάζοντας. Σέρνω τὸ χέρι μου στὴ ράχη του – ὡς τὸ πτερύγιο. Τὸ δελφίνι, σὰν νὰ τρεμούλιασε λίγο καὶ μετὰ βυθίζεται καμπυλωτὰ στὴν ἄβυσσο, χάνεται καὶ ξαναγυρίζει γράφοντας κύκλους γύρω μας.
Τὸ χταπόδι στὴν κουπαστὴ συνεχίζει νὰ σαλεύει, ἀργὰ καὶ νὰ ἀπομυζάει τὸ μουγγρὶ παρότι πεθαίνει καὶ τὸ ἴδιο, σβήνει.
Ὁ παπὰς παίρνει τὸ τρανζίστορ καὶ τὸ κλείνει. Τὰ δελφίνια χάνονται. Μοῦ λέει:
«Μερικὲς φορὲς ποὺ ψαρεύω μόνος μου καὶ μὲ κουράζει ἡ μοναξιά, ἀρχίζω καὶ ψέλνω. Καὶ τότε ἔρχονται πάλι τὰ δελφίνια. Μοῦ ἀρέσουνε, μὲ παρηγοροῦνε, ἂν καὶ κάνα δυὸ φορές μοῦ κομμάτιασαν τὰ δίχτυα».
Πιάνει ἐπιδέξια το ζωντανὸ χταπόδι μὲ τὸ μουγγρὶ καὶ τὸ ἀφήνει, ἀπ’ τὰ πλαϊνά, μέσα στὸ νερό. Ἐκεῖνο στέκεται γιὰ λίγο ἀκίνητο καὶ μετὰ ποντίζεται μὲ κινήσεις πανικοῦ. Συνεχίζει:
«Ἀπ’ τὴν πείρα μου σοῦ λέω πὼς στὰ δελφίνια ἀρέσει πιὸ πολὺ νὰ ἀκοῦνε τὸ “Ἁγνὴ Παρθένε Δέσποινα, Ἄχραντε Θεοτόκε …”».
«Ἄ, τὸ ‘χω ἀκούσει. Εἶναι ὑπέροχο. Τὸ ἔχουνε κυκλοφορήσει οἱ Ἀθωνίτες πατέρες, οἱ Σιμωνοπετρίτες, καὶ σὲ σιντί».
«Τὸ ἔγραψε ὁ ἅγιος Νεκτάριος Αἰγίνης, τὸν 19ο αἰώνα, ὅταν ὑπηρετοῦσε ὡς διευθυντὴς στὴ Ριζάρειο τῆς Ἀθήνας».
Καί, σὰν συνεννοημένοι ἀπὸ πρίν, πιάνουμε κι οἱ δυὸ μὲ μιὰ φωνή, σὲ ἦχο πλάγιο Α’:
«Ἁγνὴ Παρθένε Δέσποινα …», ὅσο πιὸ δυνατὰ μποροῦμε – ἐγὼ δυσκολεύομαι, ἀκολουθῶ γιατί δὲν τὸ ξέρω καλὰ καὶ ἀγκομαχῶ λόγω ἀγυμνασιᾶς καὶ τσιγάρου.
Ὁ καπνὸς μοῦ ἔχει σοβαντίσει τὸν λαιμό. Μουρμουροψέλνω ἀδέξια κι ἐνδιάμεσα βήχω. Ἀλλὰ ἡ φωνὴ τοῦ παπᾶ εἶναι βαθιὰ καὶ κατακλυσμικὴ – τὴ νιώθω νὰ ἀντιλαλεῖ ὣς πέρα, μακριὰ ξώμακρα, ὣς τὴν ἀκτή, ὣς τὴν ἀνάσα τοῦ ἄλλου κόσμου.
Στὸν τρίτο στίχο: «Ὑψηλoτέρα οὐρανῶν, ἀκτίνων λαμπροτέρα», τὰ δελφίνια ἐμφανίζονται ξανά-θαρρεῖς ἀπ’ τὸ πουθενά –, οἱ ράχες τους γυα-λοκοποῦνε μπαινοβγαίνοντας καὶ μερικά, στὰ ἀνεβάσματα καὶ στὶς κορυφώσεις τῆς φωνῆς, δίνουν ἁψιδωτὰ σάλτα στὸν ἀέρα ξαναπέφτοντας μὲ παφλασμὸ χαρᾶς μέσα στὸ διάφανο βάθος καὶ χάνονται γιὰ νὰ ἀναδυθοῦν, καὶ πάλι, στὸ πιὸ ἀπρόσμενο σημεῖο τῆς θάλασσας.
Ὁ ἱερέας κάνει τρεῖς φορὲς τὸν σταυρό του ἐνῶ ψέλνει. Κι ἐγώ, ποὺ ἔχω νὰ πάω δεκαπέντε χρόνια σὲ ἐκκλησιὰ (ἂν ἑξαιρέσω γάμους, βαφτίσια καὶ κηδεῖες) κι ἄλλα τόσα νὰ μπῶ στὸ Ὅρος, ἔχω σωπάσει πιά.
Στέκομαι καὶ τὸν βλέπω καὶ τὸν ἀκούω ἄναυδος. Ἀνάβω τσιγάρο. Βήχω. Αἰσθάνομαι τὴν αἰσχροκέρδεια τοῦ χρόνου καὶ νὰ φεύγει ἀργά, νὰ σβήνει, αὐτὴ ἡ σταθερή, ὕπουλη ἀπελπισία ποὺ σέρνεται μέσα μου ἀπὸ καιρό. Νιώθω νὰ ξαλαφρώνω.
Καὶ κρατώντας ἀκόμα τὸ τσιγάρο σηκώνομαι πατώντας στὴ γάστρα, ἰσορροπῶ κάπως καὶ ἀλαλάζοντας κάνω μιὰ ξαφνικὴ ἀνάποδη, ἀτσούμπαλη κωλοτούμπα καὶ πέφτω ἀδέξια σκάζοντας μὲ τὴν κοιλιά, παφλάζοντας μέσα στὰ θεϊκὰ νερά.
Νοέμβριος, εκδόσεις Πατάκη, 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου