Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Γι­ῶρ­γος Σκαμ­πα­δώ­νης- Πά­ρε τὸ τραν­ζί­στορ στὴ βάρ­κα

 "Πάρε», μοῦ ‘χε πεῖ ὁ πά­πα-Θε­ό­φι­λος, «καὶ τὸ ρα­δι­ο­φω­νά­κι μα­ζί σου» – τί νὰ τὸ κά­νω, σκέ­φτη­κα, τὸ τραν­ζί­στορ μὲς στὴ βάρ­κα;

Ἔ­χου­με βγεῖ οἱ δυ­ό μας νὰ μα­ζέ­ψου­με ἕ­να μι­κρὸ πα­ρα­γα­δά­κι ποὺ ‘χε ρί­ξει τὴν προ­η­γου­μέ­νη λί­γο πιὸ ἔ­ξω ἀ­π’ τὴν Οὐ­ρα­νού­πο­λη, ὅ­που αὐ­τὸς λει­τουρ­γεῖ σὲ μιὰ ἐκ­κλη­σιὰ κι ἐ­γὼ κά­νω θε­ρι­νὲς δι­α­κο­πές. Ἦ­ταν συμ­φοι­τη­τής μου στὴν Ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή, ποὺ με­τὰ πῆ­γε στὴ Θε­ο­λο­γι­κὴ καὶ κα­τέ­λη­ξε στὸ ἱ­ε­ρα­τι­κὸ σχῆ­μα.
Ὁ και­ρὸς εἶ­ναι κα­λός, λαμ­πρός.
Ἀρ­χὲς Αὐ­γού­στου. Εἴ­μα­στε κι οἱ δυὸ στὴ βάρ­κα μὲ τὰ μα­γιό. Ἔ­χει νη­νε­μί­α κι ὁ Ἄ­θω­νας, δί­πλα μας, ὀρ­θώ­νε­ται καμ­που­ρια­στός, γα­λα­ζω­πὸς δει­νό­σαυ­ρος. Ἀ­νε­βά­ζον­τας τὸ μι­κρὸ πα­ρα­γά­δι (οὔ­τε τριά­ντα ἀγ­κί­στρια), εἴ­πα­με νὰ τὸ ξε­ψα­ρί­σου­με σι­γὰ σι­γὰ μὲς στὸ σκά­φος. Βλέ­που­με νὰ ἔ­χου­νε πια­στεῖ κά­τι μι­κρὰ ψά­ρια καὶ ἕ­να μουγ­γρί, ποὺ τὸ ἔ­χει κου­κου­λώ­σει ἕ­να χτα­πό­δι καὶ τὸ ρου­φά­ει, τὸ ἀ­πο­μυζά­ει ὁ­λό­κλη­ρο. Ἔ­χει, ἀ­φή­σει, μό­νο ἕ­να κομ­μά­τι – τὸ ὑ­πό­λοι­πο ἀ­πό­μει­νε σκε­λε­τός, γυ­μνὴ ἡ ρα­χο­κο­κα­λιὰ καὶ τ’ ἀγ­κά­θια. Τὸ ξαγ­κι­στρώ­νω καὶ τὸ ἀ­φή­νω στὴν κου­πα­στή.
«Προ­χτές», μοῦ λέ­ει ὁ πα­πάς, «ψά­ρευ­α ἀ­πέ­ξω, ἀ­π’ τὰ βρά­χια. Καὶ τσιμ­πά­ει ἕ­να με­γά­λο χτα­πό­δι – δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ τὸ βγά­λω. Λα­στι­χά­ρι­ζα τὴν πετο­νιὰ καὶ δὲν τρα­βι­ό­τα­νε. Βου­τά­ω κρα­τών­τας ἕ­να μυ­τε­ρὸ ξύ­λο ἀ­π’ τὶς ντο­μα­τι­ές. Εἶ­χε βρα­χώ­σει, εἶ­χε βεν­του­ζά­ρει στὴν πέ­τρα τὸ χτα­πό­δι καὶ δὲν ἔ­βγαι­νε μὲ τί­πο­τα. Τὸ λυ­πή­θη­κα τε­λι­κὰ – ἔ­κο­ψα τὴν πετο­νιὰ καὶ τ’ ἄ­φη­σα. Τέ­τοι­ο πά­θος γιὰ ζω­ή…»
Ξε­σκα­λώ­νω με­ρι­κὲς μι­κρὲς τσι­ποῦ­ρες καὶ κε­φα­λό­που
«Σή­με­ρα», λέ­ει ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, «δὲν βλέ­πω τό­νους. Τὴν προ­η­γού­με­νη βδο­μά­δα γέ­μι­σα μιὰ μπα­νι­έ­ρα μὲ το­νά­κια μο­νόκι­λα. Φαί­νε­ται εἶ­χα πέ­σει σὲ κο­πά­δι, ἀ­πὸ κεῖ­να ποὺ κα­τε­βαί­νου­νε ἀ­π’ τὴ Μαύ­ρη Θά­λασ­σα. Μι­λᾶ­με γιὰ πογ­κρόμ. Θὰ ἤ­τα­νε πά­νω ἀ­πὸ εἴ­κο­σι πέν­τε κι­λά.»
Τε­λει­ώ­νου­με τὸ ξε­ψά­ρι­σμα κι ἀ­νά­βω τσι­γά­ρο.
«Γιά­ννη, ἄ­νοι­ξε τὸ ρα­δι­ό­φω­νο», μοῦ λέ­ει, ἐ­νῶ ἄρ­χι­σε νὰ λεν­τί­ζει στὸ πα­νέ­ρι τὶς πε­το­νι­ὲς ποὺ εἴ­χα­νε γί­νει καν­τα­ΐ­φι ἀ­π’ τὸ μπέρ­δε­
«Σοῦ ἀ­ρέ­σει ἡ μου­σι­κή;»
«Ὄ­χι ἐ­μέ­να τό­σο, ὅ­σο στὰ δελ­φί­νια. Ἂ­νοι­ξ’ το καὶ θὰ δεῖς, θὰ ‘ρ­θοῦ­νε νὰ μᾶς βροῦ­νε.
Ἀ­νοί­γω τὸ τραν­ζί­στορ – παί­ζει κά­τι τρα­γου­δά­κια τοῦ Κη­λα­η­δό­νη.
«Πιὸ δυ­να­τά», λέ­ει, ὁ ἱ­ε­ρέ­ας.
Ἀ­νε­βά­ζω τὴν ἔν­τα­ση καί, δὲν περ­νά­ει, ἕ­να λε­πτὸ καὶ τὰ νε­ρὰ γύ­ρω μας γε­μί­ζουν δελ­φί­νια. Κο­λυμ­ποῦ­νε ὁ­μα­δι­κὰ ἢ κα­τὰ ζεύ­γη καὶ ἐ­κτι­νάσ­σον­ται, ἐ­πι­δέ­ξια γύ­ρω μας – θὰ ‘ναι πά­νω ἀ­πὸ ἑ­φτὰ ὀ­χτώ. Γλι­στροῦ­νε γύ­ρω ἀ­π’ τὴ βάρ­κα, τι­νά­ζον­ται ψη­λά, καμ­πυ­λω­τὰ καὶ ξα­να­βου­τοῦ­νε γλυ­κὰ ἀ­πο­λαμ­βά­νον­τας τὴ μου­σι­κή.
Στὸ με­τα­ξύ, ἐ­γὼ πο­τὲ δὲν ἔ­χω δεῖ δελ­φί­νι ἀ­πὸ τό­σο κον­τά· βγαί­νου­νε δί­πλα στὰ πλα­ϊ­νὰ τῆς βάρ­κας, στὸ μι­σὸ μέ­τρο. Μά­λι­στα τὸ ἕ­να ἀ­να­δύ­ε­ται πο­λὺ ἀρ­γά, κοι­τά­ζει μέ­σα, ἐ­μᾶς, καὶ κα­θυ­στε­ρεῖ, σὰν γιὰ νὰ ἀ­κού­σει πιὸ κα­θα­ρὰ τὶς νό­τες. Τὰ μά­τια του εἶ­ναι ἔν­το­να, ἔ­ξυ­πνα κι ἀ­κού­ω τὸν ἀ­έ­ρα ποὺ βγά­ζει σφυ­ρί­ζον­τας ἀ­π’ τὴν ὀ­πὴ στὴ ρά­χη του σὰν ἀ­να­πνο­ὴ τε­νό­ρο
«Χά­ι­δεψ’ το», μοῦ λέ­ει ὁ πά­πα-Θε­ό­φι­λος.
Δι­στά­ζω λί­γο, ἀλ­λὰ με­τά, μό­λις ξα­νάρ­χε­ται καὶ κα­θυ­στε­ρεῖ δί­πλα μας μὲ τὸ μι­σό του σῶ­μα ἀ­πέ­ξω, σκύ­βω πρὸς τὰ νε­ρὰ κι ἀγ­γί­ζω μὲ τὸ δά­χτυ­λο ἥ­συ­χα, ἀρ­γὰ τὸ ὑ­γρὸ γυ­α­λι­στε­ρό του μέ­τω­πο.
Τὸ χα­ϊ­δεύ­ω τρεῖς φο­ρές. Ἐ­κεῖ­νο στέ­κε­ται ἀ­μή­χα­νο κοι­τά­ζον­τας. Σέρ­νω τὸ χέ­ρι μου στὴ ρά­χη του – ὡς τὸ πτε­ρύ­γιο. Τὸ δελ­φί­νι, σὰν νὰ τρε­μού­λια­σε λί­γο καὶ με­τὰ βυ­θί­ζε­ται καμ­πυ­λω­τὰ στὴν ἄ­βυσ­σο, χά­νε­ται καὶ ξα­να­γυ­ρί­ζει γρά­φον­τας κύ­κλους γύ­ρω μας.
Τὸ χτα­πό­δι στὴν κου­πα­στὴ συ­νε­χί­ζει νὰ σα­λεύ­ει, ἀρ­γὰ καὶ νὰ ἀ­πο­μυ­ζά­ει τὸ μουγ­γρὶ πα­ρό­τι πε­θαί­νει καὶ τὸ ἴ­διο, σβή­νει.
Ὁ πα­πὰς παίρ­νει τὸ τραν­ζί­στορ καὶ τὸ κλεί­νει. Τὰ δελ­φί­νια χά­νον­ται. Μοῦ λέ­ει:
«Με­ρι­κὲς φο­ρὲς ποὺ ψα­ρεύ­ω μό­νος μου καὶ μὲ κου­ρά­ζει ἡ μο­να­ξιά, ἀρ­χί­ζω καὶ ψέλ­νω. Καὶ τό­τε ἔρ­χον­ται πά­λι τὰ δελ­φί­νια. Μοῦ ἀ­ρέ­σου­νε, μὲ πα­ρη­γο­ροῦ­νε, ἂν καὶ κά­να δυ­ὸ φο­ρές μοῦ κομ­μά­τια­σαν τὰ δί­χτυ­α».
Πιά­νει ἐ­πι­δέ­ξια το ζων­τα­νὸ χτα­πό­δι μὲ τὸ μουγ­γρὶ καὶ τὸ ἀ­φή­νει, ἀπ’ τὰ πλα­ϊ­νά, μέ­σα στὸ νε­ρό. Ἐ­κεῖ­νο στέ­κε­ται γιὰ λί­γο ἀ­κί­νη­το καὶ με­τὰ πον­τί­ζε­ται μὲ κι­νή­σεις πα­νι­κοῦ. Συ­νε­χί­ζει:
«Ἀ­π’ τὴν πεί­ρα μου σοῦ λέ­ω πὼς στὰ δελ­φί­νια ἀ­ρέ­σει πιὸ πο­λὺ νὰ ἀ­κοῦ­νε τὸ “Ἁ­γνὴ Παρ­θέ­νε Δέ­σποι­να, Ἄ­χραν­τε Θε­ο­τό­κε …”».
«Ἄ, τὸ ‘­χω ἀ­κού­σει. Εἶ­ναι ὑ­πέ­ρο­χο. Τὸ ἔ­χου­νε κυ­κλο­φο­ρή­σει οἱ Ἀ­θω­νί­τες πα­τέ­ρες, οἱ Σι­μω­νοπε­τρί­τες, καὶ σὲ σιν­τί».
«Τὸ ἔ­γρα­ψε ὁ ἅ­γιος Νε­κτά­ριος Αἰ­γί­νης, τὸν 19ο αἰ­ώ­να, ὅ­ταν ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε ὡς δι­ευ­θυν­τὴς στὴ Ρι­ζά­ρει­ο τῆς Ἀ­θή­νας».
Καί, σὰν συ­νεν­νο­η­μέ­νοι ἀ­πὸ πρίν, πι­ά­νου­με κι οἱ δυ­ὸ μὲ μιὰ φω­νή, σὲ ἦ­χο πλά­γιο Α’:
«Ἁ­γνὴ Παρ­θέ­νε Δέ­σποι­να …», ὅ­σο πιὸ δυ­να­τὰ μπο­ροῦ­με – ἐ­γὼ δυ­σκο­λεύ­ο­μαι, ἀ­κο­λου­θῶ για­τί δὲν τὸ ξέ­ρω κα­λὰ καὶ ἀγ­κο­μα­χῶ λό­γω ἀ­γυ­μνα­σιᾶς καὶ τσι­γά­ρου.
Ὁ κα­πνὸς μοῦ ἔ­χει σο­βαν­τί­σει τὸν λαι­μό. Μουρ­μου­ρο­ψέλ­νω ἀ­δέ­ξια κι ἐν­δι­ά­με­σα βή­χω. Ἀλ­λὰ ἡ φω­νὴ τοῦ πα­πᾶ εἶ­ναι βα­θιὰ καὶ κα­τα­κλυ­σμι­κὴ – τὴ νι­ώ­θω νὰ ἀν­τι­λα­λεῖ ὣς πέ­ρα, μα­κριὰ ξώ­μα­κρα, ὣς τὴν ἀ­κτή, ὣς τὴν ἀ­νά­σα τοῦ ἄλ­λου κό­σμου.
Στὸν τρί­το στί­χο: «Ὑ­ψη­λoτ­έ­ρα οὐ­ρα­νῶν, ἀ­κτί­νων λαμ­προ­τέ­ρα», τὰ δελ­φί­νια ἐμ­φα­νί­ζον­ται ξα­νά-θαρ­ρεῖς ἀ­π’ τὸ που­θε­νά –, οἱ ρά­χες τους γυ­α-λο­κο­ποῦ­νε μπαι­νο­βγαί­νον­τας καὶ με­ρι­κά, στὰ ἀ­νε­βά­σμα­τα καὶ στὶς κο­ρυ­φώ­σεις τῆς φω­νῆς, δί­νουν ἁ­ψι­δω­τὰ σάλ­τα στὸν ἀ­έ­ρα ξα­να­πέ­φτον­τας μὲ πα­φλα­σμὸ χα­ρᾶς μέ­σα στὸ δι­ά­φα­νο βά­θος καὶ χά­νον­ται γιὰ νὰ ἀ­να­δυ­θοῦν, καὶ πά­λι, στὸ πιὸ ἀ­πρό­σμε­νο ση­μεῖ­ο τῆς θά­λασ­σας.
Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας κά­νει τρεῖς φο­ρὲς τὸν σταυ­ρό του ἐ­νῶ ψέλ­νει. Κι ἐ­γώ, ποὺ ἔ­χω νὰ πά­ω δε­κα­πέν­τε χρό­νια σὲ ἐκ­κλη­σιὰ (ἂν ἑ­ξαι­ρέ­σω γά­μους, βα­φτί­σια καὶ κη­δεῖ­ες) κι ἄλ­λα τό­σα νὰ μπῶ στὸ Ὅ­ρος, ἔ­χω σω­πά­σει πιά.
Στέ­κο­μαι καὶ τὸν βλέ­πω καὶ τὸν ἀ­κού­ω ἄ­ναυ­δος. Ἀ­νά­βω τσι­γά­ρο. Βή­χω. Αἰ­σθά­νο­μαι τὴν αἰ­σχρο­κέρ­δεια τοῦ χρό­νου καὶ νὰ φεύ­γει ἀρ­γά, νὰ σβή­νει, αὐ­τὴ ἡ στα­θε­ρή, ὕ­που­λη ἀ­πελ­πι­σί­α ποὺ σέρ­νε­ται μέ­σα μου ἀ­πὸ και­ρό. Νι­ώ­θω νὰ ξα­λα­φρώ­νω.
Καὶ κρα­τών­τας ἀ­κό­μα τὸ τσι­γά­ρο ση­κώ­νο­μαι πα­τών­τας στὴ γά­στρα, ἰ­σορ­ρο­πῶ κά­πως καὶ ἀ­λα­λά­ζον­τας κά­νω μιὰ ξαφ­νι­κὴ ἀ­νά­πο­δη, ἀ­τσούμ­πα­λη κω­λο­τούμ­πα καὶ πέ­φτω ἀ­δέ­ξια σκά­ζον­τας μὲ τὴν κοι­λιά, πα­φλά­ζον­τας μέ­σα στὰ θε­ϊ­κὰ νε­ρά.
Νοέμβριος, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου