Ι.
Δεν έχω σβήσει απ' το καρνέ μου το τηλέφωνό σου.
Πρώτο σαν πάντα τ' όνομά σου εκεί στο σίγμα
μοιάζει να σέρνει ένα χορό μελλοθανάτων.
Και σου τηλεφωνώ συχνά σε ώρες απίθανες
λέγοντας θα 'χει βγει, θα'ναι στο θέατρο, σε ταβέρνα.
Στο κλειστό σπίτι τα έπιπλα πενθούν
με τη διακριτική πλερέζα λίγης σκόνης.

Είναι σκληρές αυτές οι υπηρεσίες.
Γι' αυτό κι εγώ φροντίζω
για τα πάγια κάθε μήνα.
Γιατί αν αποφασίσω κάποτε να πάρω
σε ώρα πιθανή
ίσως για μένα εσύ

να το σηκώσεις.

ΙΙ.
Στο νέο καταλογάκι που θα φτιάξω
έτσι σαν επιπόλαια θ' αντιγράψω
εκεί στο σίγμα
το τηλέφωνο και τ' όνομά σου.
Κάπου στη μέση βέβαια πια
μην αγριευτεί κανείς στο σπίτι
αν το προσέξει στην κορφή.
Παρείσακτο μα ισότιμο στη μέση
πάντως ανάμεσα σε νέους νέους μου φίλους
που τώρα ζουν κινούνται στην Αθήνα.

Κι αν τύχει και καλέσω κόσμο σπίτι
θα το ξεχάσω εκεί
ανοιχτό στο σίγμα.
Πέφτει το μάτι πιο εύκολα
στο πεπρωμένο.

ΙΙΙ.
Ημίμετρα ήταν όλ' αυτά
στγχώρεσέ με.
Μια δυό συνοπτικές διαδικασίες
κι έχω στο σπίτι μου πια φέρει το τηλέφωνό σου.
Το νούμερο τη συσκευή το τραπεζάκι.
Έτσι αν σε πάρουνε γνωστοί σου που δεν έμαθαν
τόσα και τόσα θα τους λέω για σένα.
Το νέο μου νούμερο θα δίνω τώρα λέγοντας:
το πρώην τηλέφωνό του, εκείνου, ξέρετε...
Κι ας μη σε ξέραν. Θα εξηγώ. Με φορτικότητα.
Και στον κατάλογο του ΟΤΕ δεν άλλαξα
κι ούτε θ' αλλάξω τ' όνομά σου.
Στ' όνομα τάδε θα με βρείτε, στον κατάλογο
θα λέω αν με ρωτήσουνε στο δρόμο.

Μ' αυτά κι εκείνα σε κρατώ
γύρω και δίπλα μου
κρατώ το ακουστικό που εσύ κρατούσες
κρατώ την πιθανότητα
να συνεχίζεται η ζωή σου σ' ό,τι αγάπησες
γιατί το νιώθω

από το τρίξιμο του τραπεζιού στα νέα πατώματα
απ' τα καινούργια αγγίγματα στη συσκευή
μέρα τη μέρα κι απ' τον τόνο της φωνής μου
πως ό,τι αγάπησες
δε θέλει και δεν ήθελε
όμως σιγά σιγά βολεί
βολεί να λησμονήσει.


Ο θάνατος το στρώνει, εκδ. Ύψιλον, 2000