Άκουσες πρώτη φορά να μιλάν για θάνατο,
παιδί μου,
κι από τότε ψάχνεις, γυρεύεις την πόρτα
ν’ αντικρίσεις κρυφά το μεγάλο σκοτάδι.
Όλα είναι τόσο ζωντανά μες στον ήλιο –
πώς μπορεί το σγουρό δέντρο να πέσει;
να μαραθεί το χόρτο, να πάψει να χτυπάει για σένα
η καρδιά που σου δίνει κάθε μέρα τη ζεστασιά της;
Είναι τόσο δύσκολο να μεγαλώνεις
είναι τόσο μπερδεμένος ο κόσμος των ανθρώπων.
Μητέρα, δεν μπορείς να με βοηθήσεις
εσύ που τα ξέρεις όλα, κι όλα τα μπορείς;
Κι η μητέρα αμίλητη βλέπει ένα ένα
τα στρογγυλά κεφάλια που ακουμπούσαν στην
καρδιά της να ξεκορμίζουν
με αβέβαια βήματα, ν’ αντικρίζουν το μεγάλο σκοτάδι
κι ύστερα να γυρίζουν και να τη ρωτάν:
Μπορείς, μητέρα, με τη φλόγα της καρδιάς σου
όπως μας έπλασες εμάς, σάρκα σου κι αίμα,
να ξαναπλάσεις το μεγάλο σιωπηλό σκοτάδι
και να το κάνεις φως;
Οι δρόμοι του μεσημεριού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου