Περπατώντας σ’ έναν δρόμο
συνάντησα τον αέρα,
τον χαιρέτησα και
με σεβασμό του είπα:
«Χαίρομαι
που έστω μια φορά
άφησες τη διαφάνειά σου,
κι έτσι μπορούμε να τα πούμε».
Ακούραστος αυτός
χόρεψε, τίναξε τα φύλλα,
έδιωξε με το γέλιο του
τη σκόνη από τις σόλες μου,
και σηκώνοντας όλο
το γαλάζιο του μπόι,
τον σκελετό του τον κρυστάλλινο,
τα βλέφαρα του που είναι ατόφυα αύρα,
εστάθηκε όρθιος
και σαν άλμπουρο ακίνητος
για να μ’ ακούσει.
Κι εγώ φίλησα τότε την κάπα του,
το διάδημα αυτού του ουράνιου βασιλιά,
τυλίχτηκα με τη σημαία του
τη φτιαγμένη από ουράνιο μετάξι
και του είπα:
μονάρχη ή σύντροφε,
κλωστή, μπουμπούκι ή πουλί,
δεν ξέρω ποιός είσαι, όμως
ένα πράγμα σού ζητάω:
να μην πουληθείς.
Το νερό πουλήθηκε
και από τους αγωγούς
στην έρημο
είδα
τις τελευταίες του σταγόνες
και τον φτωχόκοσμο, τον λαό
να πορεύεται με τη δίψα του
στην άμμο, να παραδέρνει.
Είδα το φως της νύχτας
να δίνεται με το δελτίο,
και είδα και το μεγάλο φως στα σπίτια
των πλουσίων.
Και όλα είναι αυγή, ξημέρωμα
στους νέους κρεμαστούς κήπους,
και όλα είναι μαύρη σκοτεινιά
στις τρομερές
σκιές των σοκακιών.
Από εκεί η νύχτα,
μάνα μητριά,
βγαίνει
μ’ ένα στιλέτο ανάμεσα
στα κουκουβαγίσια της μάτια,
και μια κραυγή, ένα έγκλημα
σηκώνονται και σβήνουν
σαν να τα κατάπιε μεμιάς το σκοτάδι.
Όχι, αέρα,
μην πουληθείς,
μη σε βάλουν σε κανάλια,
ούτε σε αγωγούς,
ούτε σε κλουβιά,
μη σε συμπιέσουν,
μη σε κλείσουν σε χάπια,
και προσοχή-προσοχή,
μη σε εμφιαλώσουν!
Όταν με χρειαστείς,
φώναξε με,
είμαι ο ποιητής, ο γιός
των φτωχών, πατέρας, θείος,
ανιψιός, αδελφός εξ αίματος
ή και εξ αγχιστείας
των φτωχών, όλων,
της πατρίδας μου, και των άλλων πατρίδων,
των φτωχών που ζουν στο ποτάμι,
και αυτών που ζουν στα ύψη
της κάθετης κορδιγιέρας,
και πελεκάνε πέτρες,
καρφώνουν σανίδες, ράβουν ρούχα,
κόβουν ξύλα,
αλέθουν χώμα,
και γι’ αυτό
θέλω ν’ ανασαίνουν,
εσύ είσαι το μόνο που έχουν,
και γι’ αυτό είσαι διάφανος,
για να βλέπουν
ό,τι θά ’ρθει αύριο,
γι’ αυτό υπάρχεις,
αέρα,
αφήσου, άσε να σ’ ανασαίνουν,
μην αλυσοδένεσαι,
μην εμπιστεύεσαι κανέναν
που θα έρθει με το αυτοκίνητό του
να σ’ εξετάσει,
άσ’ τους, παράτα τους,
γέλα μαζί τους,
άρπαξε τους τα καπέλα απ’ τα κεφάλια,
μη δεχτείς
τις προτάσεις τους,
πάμε μαζί στον κόσμο χορεύοντας,
πάμε να τινάξουμε τ’ άνθη
απ’ τις μηλιές,
να μπούμε απ’ τα παράθυρα
σφυρίζοντας μαζί
μελωδίες
του χτες και του αύριο,
και θα ’ρθει μέρα
οπού θα λευτερώσουμε
το φως και το νερό,
τη γη, τον άνθρωπο,
και θα είναι όλα για όλους,
όπως ακριβώς είσαι κι εσύ.
Γι’ αυτό, τώρα,
προσοχή!
προσοχή, κι έλα μαζί μου,
μας περιμένει ακόμα
πολύς χορός, πολύ τραγούδι,
πάμε
στην πλατιά τη θάλασσα,
στα ψηλά βουνά,
πάμε
εκεί που ανθίζει
η νέα άνοιξη
και μ’ ένα φύσημα του ανέμου
και μ’ ένα τραγούδι
θα μοιράσουμε μαζί εμείς τα λουλούδια,
το άρωμα, τους καρπούς,
τον αέρα
του αύριο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου