ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Λίγη κόκκινη μπογιά από τις βούρτσες
έχει κατά λάθος στάξει σε βούλες
επάνω σε μια πράσινη μολόχα
Οι πυροσβέστες που έβαφαν στο δάσος
κόκκινες τις αντλίες τους
παραξενεύονται τώρα κοιτάζοντας
το χαμηλό ματωμένο χορτάρι
—Άραγες ποιος της έκανε ζημιά;
Είναι στυφή και οι κατσίκες
δεν την δαγκώνουν
Οι ξυλοκόποι δεν πελεκούν
τα κοτσάνια της
Τώρα χειμώνιασε και τα δάση
δεν πιάνουν φωτιά
Από τι μπορεί ν’ αρρωστήσει μιά μολόχα;
Ύστερα χώνουν πάλι στην μπογιά
βούρτσες και πινέλα
κι απρόσεχτα συνεχίζουνε τό βάψιμό τους
***
ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ
I
Tο τσιγάρο βγαίνει μακρουλό απ’ το κουτί
και καταλήγει γόπα στο τασάκι
σα μιά ζωή που τελειώνει στον τάφο
αφού τα όνειρά της έγιναν καπνός
II
Η φωτιά του τσιγάρου
φωτίζει το σκοτάδι
της μαύρης μοναξιάς του καπνιστή
III
Η γεύση του τσιγάρου
κάνει το φιλί πιο κολασμένο
IV
Κοπέλες όμορφες ποζάρουν στις διαφημίσεις
μ’ ένα πακέτο στο χέρι
Ο έρωτάς τους αρχίζει του κουτιού:
χρυσόχαρτα, τσιγαρόχαρτα
σαν πολυτελή εσώρουχα-
μάρκες: Rex, Pallas
σαν πολυτελή ξενοδοχεία—
και ύστερα η πίκρα στο λαιμό
*Από το βιβλίο “Ο ανάπηρος λαχειοπώλης και άλλα ποιήματα”, Εκδόσεις Διαγωνίου, Αριθμ. 41, Θεσσαλονίκη 1982.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου